Labels

Saturday, October 6, 2018

Ταξιδιωτικό ημερολόγιο - Από το Μοντρεαλ στο Κεμπέκ


Πέμπτη πρωί μαζεύουμε τα πράγματά μας, να αφήσουμε τις μεγάλες βαλτίσες στο ξενοδοχείο στο οποίο θα επιστρέψουμε την επόμενη μέρα, και παίρνουμε μαζι μας ένα μικρό βαλιτσάκι με τα απαραίτητα της μιας διανυκτεύρευσης και των ρούχων της συναυλίας. Ο Κιγιά καθυστερεί λίγο στην εταιρεία από την οποία θα νοικιάσει μεγαλύτερο αυτοκίνητο, και έτσι πηγαίνουμε να πιούμε έναν καφέ. Οι δύο πλευρές του γωνιακού μαγαζιού που βλέπουν στον δρόμο έχουν μεγάλες τζαμαρίες. Από την οροφή του κρέμονται γλάστρες με αναριχώμενα. Πώς τα ποτίζουν, δεν ξέρω. Θα πρέπει να βάζουν κάθε φορά σκάλα, υποθέτω. Μας κερνάει η Ντιντέμ, η Τουρκάλα κανονιέρισσα που άφησε την πατρίδα της εδώ και έντεκα χρόνια και κάνει καριέρα εδώ. Έχω πιει ήδη έναν καφέ στο δωμάτιο, οπότε να δοκιμάσω ένα μάφιν. Είναι με σοκολάτα και μπανάνα, ζεστό, λαχταριστό, θεϊκό. Έρχεται και ο Κιγιά και ξεκινάμε. Ήρθε η
 στιγμή που περίμενα. Η στιγμή της διαδρομής. Μια απόσταση τριών ωρών ανάμεσα σε δέντρα. Αλλά τι δέντρα; Όχι, δεν είναι καθόλου σαν αυτά που ξέρουμε.
Την περασμένη φορά που ήρθα στον Καναδά, ήταν Φλεβάρης. Η θερμοκρασία ήταν -40 και ήταν όλα χιονισμένα. Το κρύο εκείνο με είχε δυσκολέψει πολύ. Τόσο όσο και το +40 που είχα ζήσει Ιούλιο στην Λάρνακα. Στην πρώτη περίπτωση νομίζα πως θα πέσει η μύτη μου κάτω και θα τη μαζεύω, στη δεύτερη ότι θα κοπεί η ανάσα μου και θα πέσω κάτω η ίδια. Οι φίλοι Καναδέζοι, τότε, μου έλεγαν και μου ξανάλεγαν πως πρέπει να ξανάρθω φθινόπωρο για να δω τα δέντρα τους. Ό,τι είναι για την Ελλάδα το καλοκαίρι στα νησιά, είναι και το φθινόπωρο εδώ. Αν δεν το έχεις ζήσει, δεν έχεις καταλάβει τίποτα από την ουσία του τόπου. Γιατί η ουσία κάθε τόπου είναι το ζενίθ της ομορφιάς του.  Γι’ αυτό και ήθελα πολύ να κάνω αυτό το ταξίδι, όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό. Αν ήταν πάλι χειμώνας, δεν θα το έκανα. Τώρα όμως το ήθελα πολύ και ο Θεός μού το χάρισε και τον ευχαριστώ. Για τα δέντρα το ήθελα. Πρώτα και κύρια, για τα δέντρα…
Μα όσο και να περιγράψω αυτό που έζησα τις τρεις αυτές ώρες, πάντα θα υπολείπεται το θαύμα που λόγια δεν έχει. Σειρές ατελείωτες, χιλιάδες δέντρα με φύλλα σαν λεπτά πλατανόφυλλα σε όλα τα χρώματα. Κιτρινωπά, καφετιά, πορτοκαλιά και φούξια σε όλους τους τόνους και τις διαβαθμίσεις, πλεγμένα μεταξύ τους. Άλλοτε ξεφυτρώνουν μέσα από καταπράσινα έλατα διακοσμώντας τις κορφές τους, άλλοτε μπαίνουν μπροστά σημαιοφόροι του Κάλλους, άλλοτε συμπλέκονται αξεδιάλυτα σαν αναρίθμητα ουράνια τόξα τρελά ερωτευμένα μεταξύ τους. Και πού και πού, ω Θεέ μου, πού και πού εκκωφαντικά κόκκινα, πύρινες λάβες ξεχύνονται, σαν καταρράκτες ξεπηδούν και σκάνε και σου λαβώνουν τις αισθήσεις αθεράπευτα. Δεν είναι μέθη, δεν είναι παραλήρημα της ομορφιάς. Είναι το ακραίο ταλέντο ενός αόρατου χεριού που από τότε που υπάρχει ζωγραφίζει δέντρα και μόνο δέντρα, και τίποτα άλλο. Είναι ένας ύμνος ουράνιος, είναι άρρητα χρώματα, είναι το πλέον ποικίλλο και καλλίφωνο μυστικό τραγούδι της φύσης. Ειναι δοξολογία. Ακατάπαυστη δοξολογία προς τον Μέγα Ζωγράφο. Τον Υπέρτατο Καλλιτέχνη των αιώνων του Σύμπαντος Κόσμου.
Ο Κιγιά οδηγάει, δίπλα του κάθεται ο Κυριάκος και κουβεντιάζουν μετά από πολύ καιρό που έχουν να βρεθούν. Αγαπιούνται σαν αδέρφια, καταλαβαίνονται, η φιλία τους έχει πολύ βαθιές ρίζες η ιστορία τους πηγαίνει πολλούς αιώνες πίσω, στον κοινό εκείνο τόπο των Περσών και των Ελλήνων. Πίσω στην γαλαρία ο Δρόσος με τον Ηλία ξεκαρδίζονται σαν σχολιαρόπαιδα σε σχολική εκδρομή. Στη μέση κάθομαι αριστερά εγώ και δεξιά η Ντιντέμ. Ευτυχώς είναι αρκετά μοναχική η φίλη μας, ακούει μουσική με τα ακουστικά της, στέλνει μηνύματα και κάποια στιγμή βγάζει και το βιβλίο της. Δεν είμαι σε θέση να πιάσω κουβέντα με κανέναν εν μέσω του θαύματος που ζω. Βγάζω κι εγώ το βιβλίο του Πορφυρίου. Διαβάζω και κοιτώ τα δέντρα, κοιτώ τα δέντρα και διαβάζω και όλα βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία γύρω μου και μέσα μου. Το ένα ζευγαρώνει με το άλλο. Γιατί ένα θαύμα μπορεί να ζευγαρώσει μόνο με ένα άλλο θαύμα. Είμαι στο σημείο που ο άγιος ακούει τον κελαηδισμό του αηδονιού που τον λαβώνει όσο λαβώνουν κι εμένα τώρα τα δέντρα. Και τότε συνειδητοποιώ πως όπως το αηδόνι του δοξολογούσε τον Θεό ακόύραστα, αδιαφορώντας πλήρως αν το ακούει κανείς, έτσι και τα χιλιάδες φύλλα των δέντρων δοξολογούνε ανιστοίχως τον Θεό σε όλες τις γλώσσες των χρωμάτων αδιαφορώντας αν τα βλέπει κανείς.
Διαβάζω και κοιτώ. Αλλά όσο διαβάζω, μου συμβαίνει κάτι παράδοξο. Την πρώτη φορά που διάβασα αυτό το βιβλίο, επικεντρωνόμουν αθέλητα σε κοινά σημεία αντίληψης της ζωής και της ύπαρξης με τον άγιο, πράγμα που με συγκίνησε πολύ και με έφερε πολύ κοντά του. Τώρα συμβαίνει σχεδόν το αντίθετο. Όσο τον διαβάζω, τόσο αποκαλύπτονται μέσα μου πράγματα που με διαφοροποιούν από εκείνον. Φανερώνονται κρυφά πάθη μου και αστοχίες μου που ως ώρα αγνοούσα. Ίσως αυτό να συμβαίνει επειδή είχα μέσα μου αυτό το αίτημα και μου το χαρίζει ο Θέός διά του αγίου του. Μα είναι τόσο θαυμαστό να διεισδύεις στη ζωή ενός αγίου και να αναδύονται τα σφάλματά σου καθώς αυτός σε διδάσκει χωρίς να σε διδάσκει… 
Φτάνουμε στο Κεμπέκ και μπαίνουμε στο ξενοδοχείο. Οι μουσικοί θα πάνε κατευθείαν για πρόβα ήχου. Εγώ θα ξεκουαστώ λίγο και μετά θα παρω το δρόμο για την παλιά πανέμορφη πόλη μέχρι να καταλήξω στη συναυλία. Έχει πολύ ανήφορο, πρέπει να ανέβω στην κορφή του λόφου, δεν ξέρω και τον δρόμο. Κάποια στιγμή με κυριαρχεί μια έντονη ανασφάλεια, θα έλεγα επιθετική. Και εκεί που τα χαίρομαι όλα, στραβώνω και άμα στραβώνω, τα βλέπω όλα στραβά. Δεν μ’ αρέσει όμως που είμαι έτσι. Θυμώνω με τον εαυτό μου. Τον μαλώνω. Προσπαθώ να τον βάλω στη θέση του, αλλά αυτός αντιδρά και ζητά το δίκιο του. Μα το δίκιο του είναι φτηνό και ξενέρωτο. Και γιατι να νιώθω τόση ανασφάλεια; Απαντήσεις υπάρχουν, αλλά είναι μίζερες, δεν μου κάνουν. Τις ξερνάω σαν εμετό. Δεν είμαι του Θεού; Με άφησε ποτέ; Με φτύνω και με ξαναφτύνω, μέχρι που κάπως ηρεμώ. Η ομορφιά γύρω μου αρχίζει να αποκαλύπτεται και πάλι. 
Καταφέρνω να φτάσω στην παλιά πόλη, πράγμα για το οποίο πριν πολύ αμφέβαλα, και κάνω μια μικρή βόλτα. Με παραξενεύει η εικόνα της. Την προηγούμενη φορά ήταν όλα χιονισμένα και είχε μείενι στην ανάμνησή μου σαν το ομορφότερο παραμύθι που είχα δει να ζωνταντεύει μπροστά μου. Πάλι όμορφη είναι, αλλά όχι όπως νόμιζα τότε. Σκέφτομαι πως το χιόνι είναι σαν το πέπλο, το βέλο, που φορούσαν καλύπτοντας το πρόσωπο παλιά οι νύφες. Κάτω από το ωραιότερο πέπλο μπορούσε να κρύβεται το ασχημότερο πρόσωπο. 
Πηγαίνω στη συναυλία. Αφιερωμένη στον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο έχει παλιά τραγούδια της εποχής του και νέες συνθέσεις του Κυριάκου και του Κιγιά. Μουσικοί και ακροατές είναι όλοι πάνω στο πατάρι της σκηνής του μεγάλου θεάτρου. Καρέκλες με τραπεζάκια δημιουργούν μια φιλική συνθήκη ακρόασης. Κάποια στιγμή αισθάνομαι ένα ρεύμα να με χτυπά στο αφτί. Οι γιαγιάδες μπροστά μου δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Εγώ όμως την ευαισθησία μου την ξέρω. Αν μείνω λίγο ακόμα θα πάθω ψύξη. Σηκώνομαι, πηγαίνω πίσω και στέκομαι όρθια, όχι επειδή δεν έχει καρέκλες, αλλά επειδή το προτιμώ. Δεν με προσέχει κανείς κα μου αρέσει πολύ που έχω την άνεση να περιφέρομαι την ώρα της συναυλίας. Είμαι πίσω από όλους. Ωραία είναι να είσαι πίσω από όλους. Πιο ωραία απ’ ό,τι να είσαι μπροστά τους. Οι πλάτες έχουν κι αυτές τη δική τους γλώσσα. Και είναι όλες ακίνητες και την ίδια στιγμή ιδιαίτερα εύγλωττες. Κάποια στιγμή κουράζομαι και έτσι κάθομαι στα σκαλιά που οδηγούν στην άδεια πλατεία που χωρίζεται με σκοινάκια από τη σκηνή. Προτιμώ τα σκαλιά και τις πεζούλες από τις καρέκλες. Εκεί που νομίζω όμως πως είμαι μόνη, βλέπω καταμεσής της κενής πλατείας έναν άνθρωπο να κάθεται και να παρακολουθεί τη συναυλία από τοσο μακριά. Τελικά υπάρχει πάντα κάποιος πιο πίσω απ’ αυτόν που μένει πίσω, όπως εξάλλου και κάποιος που είναι πάντα πιο μπροστά κι απ’ τον πρώτο. Είναι καλό να γνωρίζουμε και το ένα και το άλλο.
Μαγευτική η συναυλία, το μόνο που ξενίζει αρκετά τα αφτιά μου, σχεδόν τα γρατζουνά, είναι η Σούζυ, η σοπράνο. Όταν όλα τελειώνουν και αρχίζουμε τα συγχαρίκια, τη συγχαίρω. Μου αρέσει δε μου αρέσει, κι αυτή κουράστηκε. Μου θυμίζει τότε πως στην αντίστοιχη συναυλία της Αθήνας ήταν άρρωστη, θέλοντας μάλλον να μου πει πως τότε δεν είχε τραγουδήσει τόσο καλά όσο σήμερα. Το θυμάμαι, έχει δίκιο πως ήταν άρρωστη, αλλά θυμάμαι και πως εκεί εγώ όταν ανέβηκα στη σκηνή για να διαβάσω τους στίχους μου στο τραγούδι του Δομήνικου που θα τραγουδούσε μετά η Φαραντούρη, μπερδεύτηκα και χωρίς να το θέλω ανέβηκα νωρίτερα, με αποτέλεσμα να χαλάσω το πρόγραμμα, κόβοντας ένα τραγούδι της Σούζυ, ενώ η καημένη είχε ήδη σηκωθεί και βλέποντάς με, ξανακάθησε αμήχανα. Ήταν καιρός, λοιπόν, να της ζητήσω ένα συγνώμη. Δεν το θυμόταν καθόλου, μου είπε. Δεν πειράζει, ακόμα καλύτερα, σκέφτηκα. Ας ξεμπερδεύουμε όμως με τα συγνώμη του παρελθόντος, γιατί δεν προλαβαίνουμε τα τωρινά.
Η νύχτα μας θα κλείσει με φαγητό και όλη η παρέα συγκεντρωμένη χαλαρώνει. Το επόμενο πρωινό, ο Κιγιά θα μας πάει μια βόλτα στην παλιά πόλη για να τη δούμε και μέρα





















No comments:

Post a Comment

Σχόλια