Κάθομαι σε μια καρέκλα του προσφιλούς μου λεωφορείου 23 και στην επόμενη στάση κάθεται δίπλα μου μια κυρία στην ηλικία της μαμάς μου. Ανεβαίνει μια συνομηλίκή της και πιάνουν μ' εγκαρδιότητα την κουβέντα. Λένε, λένε, λένε πολλά σαν να 'χουν να βρεθούν καιρό. Αν και είναι δίπλα μου δεν τις ακούω. Κοιτάζω το Επταπύργιο, τον ουρανό, το καταπράσινο λιβάδι του και ονειρεύομαι. Κατεβαίνει η φιλενάδα της διπλανής μου, αγκαλιές, φιλιά, άντε έλα απ' το σπίτι να πιούμε έναν καφέ να τα πούμε όλα αναλυτικά. Δίχως να ρωτήσω τίποτα κι ούτε καν να απορήσω για κάτι, η κυρία αρχίζει και να μου εξηγεί.
"Είμαστε κουνιάδες, κάποτε ήμασταν όλη μέρα μαζί, μετά άρχισαν να φεύγουν, χαθήκαμε. Πρώτος έφυγε ο άντρας μου. Εικοσιτρία χρόνια πριν. Όσα και το νούμερο του λεωφορείου, σκέφτομαι εγώ. Ήτανε μόνο πενήντα πέντε χρονών. Από τότε όλα μόνοι μου τα 'κανα. Τους έστειλα φαντάρους, τους πάντρεψα, χώρισαν, τους ξαναπάντρεψα, τώρα κοιτάζω και τα εγγόνια."
Κουνάει το κεφάλι. Ένα κεφάλι δυνατό, με μυαλό, με πείσμα, αγάπη για τη ζωή. Γυναίκα λεβεντιά. Η οικονομία του λόγου των ηλικιωμένων απλών ανθρώπων είναι το καλύτερο μάθημα για τους συγγραφείς. Η γυναίκα αυτή μέσα σε λίγες λέξεις, μού είπε όλη της τη ζωή. Υπάρχει όμως και πιο αξιοζήλευτη οικονομία. Θα το συνειδητοποιήσω στο επόμενο λεωφορείο που θα πάρω.
Αν και αλωνίζω τα χωράφια του κέντρου της πόλεως πάντα με τα πόδια και μάλιστα με μεγάλη ευχαρίστηση, αφήνοντας το 23, άγιοι Ανάργυροι, αποφασίζω να πάρω από την Τσιμισκή το 3, Φοίνικας, για να προλάβω όλες μου τις δουλειες. Έχει λίγο κόσμο και κάθομαι σε μια θέση απ' αυτές που σχηματίζουν τετράδα με άλλες δύο απέναντί τους. Δίπλα μου δεν κάθεται κανείς. Απέναντί μου όμως είναι ήδη καθισμένος ένας άντρας. Δίπλα του δεν κάθεται κανείς. Τον κοιτάζω φευγαλέα, με κοιτάζει επίμονα. Φοράει ένα σιελ κοντομάνικο μπλουζάκι καλοσιδερωμένο, ένα μπλε σορτς πάνω απ' το γόνατο και καφέ πέδιλα. Είναι χοντρούλης, καθαρός, περιποιημένος, μ' ένα πρόσωπο ανάγλυφο. Έχει έντονα ζυγωματικά και τα μάγουλα ρουφηγμένα. Κοριτσίστικα σαρκώδη χείλη, μάτια αμυγδαλωτά, αφτιά τεράστια. Τα φρεσκολουσμένα καστανά μαλλιά του έχουν ελάχιστες άσπρες τρίχες και είναι ολοφάνερα απαλά σαν μωρού, χτενισμένα προς τα πίσω. Δεν μπορώ να υπολογίσω την ηλικία του. Φαίνεται μεγαλύτερος από μένα, αλλά δεν πρέπει να είναι.
Κυρία, να σας πω;
Να μου πείτε.
Σταματάει λίγο διστάζοντας.
Πέρασα πολλά...
Με το που αρθρώνει αυτή τη φράση, τον πιάνει ένα κλάμα. Κλάμα πνιχτό, κλάμα βουβό, σπαραξικάρδιο. Το πρόσωπό του συσπάται έντονα, εμφανίζονται ρυτίδες που πάλλουνται στο μέτωπο, τα κλειστά μάτια του καταπίνουν όλα τους τα δάκρυα. Μέσα στη φράση "πέρασα πολλά", τα έχει πει όλα. Όποιος έχει πει ποτέ αυτή την κουβέντα, το ξέρει.
Πείτε μου.
Κλαίει.
Πείτε μου, πείτε μου ό,τι θέλετε.
Έχασα πριν πέντε χρόνια τον πατέρα μου. Τώρα κατάλαβα τι στήριγμα ήταν για μένα.
Δυσκολεύομαι να καταλάβω τι λέει. Κλαίει και μιλάει με δυσκολία. Δεν μπορεί να αρθρώσει καθαρά τις λεξεις. Φαίνεται να έχει κάποιο πρόβλημα στην άρθρωση.
Πείτε μου.
Χρειάζομαι βοήθεια...
Λυπάμαι, δεν έχω τίποτα να σας δώσω...
Τον ξαναπιάνει το κλάμα με νέα ένταση. Το θεώρησε προσβολή. Βλακεία μου που δεν το κατάλαβα νωρίτερα.
Δε θέλω λεφτά, να μιλήσω θέλω.
Πείτε μου.
Τι θα κάνω τώρα εγώ χωρίς τον μπαμπά μου; Η μάνα μου είναι ογδόντα χρονών, τι θα κάνω αν πεθάνει κι αυτή;
Ζει η μαμά σας; Άμα ζει, μη στεναχωριέστε, θα σας φροντίζει.
Θα πεθανει κυρία και τι θα κάνω;
Θα σας φροντίσει ο Θεός, μη στεναχωριέστε, δε θα σας αφήσει.
Είναι άγριος ο κόσμος, κυρία. Δεν τα καταφέρνω με τον κόσμο, εγώ είμαι σαν τα παιδάκια. Δεν μπορώ να τον αντιμετωπίσω. Όλο με παρεξηγούν. Έχετε παιδιά, δεν έχετε; Μάνα δε είστε;
Ναι, έχω.
Με νιώθετε, έτσι δεν είναι;
Ναι, σας νιώθω...
Βλεπετε φοράω βέρα, δεν είμαι παντρεμένος, του αδερφού μου είναι. Εγώ είμαι σαράντα τρία, αυτός σαράντα εφτά. Μου την έδωσε να τη φοράω. Άμα τη φοράω δε με παρεξηγούνε. Είναι άγριος ο κόσμος, κυρία, δεν ξέρετε τι έχω περάσει... Πέρασα πολλά... Κάτι λέει για τον αδερφό του που όμως δεν το καταλαβαίνω καθόλου.
Μη στεναχωριέσε, σας παρακαλώ... Πως σας λένε;
Παντελή... Εδώ κατεβαίνω, γεια σου κυρία, σ' ευχαριστώ...
Σηκώνεται όρθιος, πηγαίνει στην μπροστινή πόρτα. Λίγο πριν κατέβει γυρίζει πίσω το κεφάλι, με κοιτάζει και φωνάζει:
Σ' ευχαριστώ, κυρία, σ' ευχαριστώ...
Ξαφνικά συνειδητοποιώ πως πρέπει να κατέβω κι εγώ στην ίδια στάση. Κατεβαίνω από τη μεσαία πόρτα που είναι δίπλα μου. Ανοίγω γρήγορα το πορτοφόλι και βγάζω μια μικρή εικονίτσα του αγίου Πορφυρίου. Τον κοιτάζω που περπατάει. Είμαι έτοιμη να τρέξω και να του τη δώσω. Κάτι όμως με συγκρατεί. Δεν ξέρω τι. Ίσως επειδή τον βλέπω να περπατα ήσυχος, ίσως γιατί κοιτάζοντας την εικόνα του τρυφερότατου αγίου αισθανομαι πως ο άγιος τον γνωρίζει ήδη καλά τον Παντελή και τον προσέχει έτσι κι αλλιώς, όπως τόσους και τόσους άλλους Παντελήδες... Παίρνω την αντίθετη κατεύθυνση για τις δουλειές μου.
Τι ήθελε η ψυχούλα; Τίποτα μεγάλο, τίποτα σπουδαίο, τίποτα ακριβό. Ήθελε το πιο σπουδαίο, το πιο μεγάλο, το πιο ακριβό. Να μιλήσει ήθελε. Να μιλήσει σε κάποιον που δε θα τον φοβηθεί, δε θα τον παρεξηγήσει. Γιατί έτσι είναι οι επίγειοι άγγελοι. Σαν τα παιδιά. Όλα τα καταλαβαίνουν κι ας μην καταλαβαίνουν τίποτα. Και τραυματίζονται βαριά ακόμα κι από ένα βλέμμα που θα τους αμφισβητήσει.
Κοτζαμάν άντρας ο Παντελής, ένα μωρό, ας τον φροντίζει ο πατερούλης του από ψηλά που ήταν πάντα το στήριγμά του, ο άγιος που φροντίζει για όλους τους αδύναμους κι ο καλός Θεός που μας φροντίζει όλους.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια