Labels

Sunday, June 7, 2015

Στην Πάτμο, αδερφές μου, στην Πάτμο! (στάση γ΄ - Ιερό Σπήλαιο) Καλή βδομάδα!



Φτάνω στην είσοδο του μουσείου της Ιεράς Μονής και  εκλπλήσομαι που πρέπει να πληρώσω εισητήριο. Δεν είναι που ειναι ακριβό. Τίποτα δεν είναι. Ένα μικρό ελάχιστο αντίτιμο. Είναι όμως δυνατόν να πληρώνεις εισητήριο στο σπίτι σου; Αφού ήμουνα πάντα εδώ. Εδώ γεννήθηκα κι από δω θα φύγω. Θα φύγω και πάλι εδώ θα επιστρέψω. Θέλει εισητήριο κι από μένα; Τα εισητήρια είναι για τους άλλους. Αυτους που μιλούν μια ακατανόητη γλώσσα. Που ακούν χωρίς ν' ακούν και φωτογραφίζουν για να θυμούνται όσα δε θα θυμούνται. Δε λέω τίποτα. Πληρώνω το εισητήριο και μόνο παρακαλώ ν' αφήσω την τσάντα μου που 'ναι βαριά, να την προσέχει ο ευγενικός κύριος του ταμείου.
Αγιογραφίες τέμπλων με πρόσωπα αγίων ολοζώντανα. Θαρρείς πως όσο πιο παλιά είναι μια ζωγραφιά τόσο πιο ζωντανή είναι. Μα δεν έχει να κάνει μόνο με το χρόνο αυτό. Κυρίως έχει να κάνει με τη μεγάλη τέχνη που σαν καλή γιαγιά όσο μεγαλώνει τόσο σοφότερη γίνεται και θέλεις να τρέχεις συνέχεια στην αγκαλιά της. Εδώ είναι και ο άη Δημήτρης παρέα με τον άη Γιώργη. Τι ταιριαστό δίδυμο. Ένας ολάνθιστος δεσποτικός θρόνος. Το χρυσόβουλο του Αλεξίου του Α΄ με το οποίο ιδρύεται στη Μονή η Πατμιαδα Σχολή το 1088 με την ονομασία "Φροντιστήριο μαθητών". Πιάνει όλον τον κόκκινο τοίχο από το ταβάνι ως το πάτωμα. Γράμματα κοσμήματα, ρουμπίνια μαύρα πάνω στην περγαμηνή, από τη μαύρη μελάνη των αιώνων. Άμφια, εκκλησιαστικά σκεύη, μια ιστορία σιωπηλή και κραυγάζουσα. Όχι, να πληρώσουμε εισητήριο κι εμείς κι εγώ. Καλό είναι. Αποδειχθήκαμε οι αχάριστοι κληρονόμοι. Δεχθήκαμε αμέτρητες δωρεές από το Θεό και την Ιστορία. Τόσες που λησμονήσαμε την αξία τους, το λόγο τους, την ίδια τη δωρεά. Να πληρώσουμε το αντίτιμο της μνήμης, μήπως θυμηθούμε, μήπως επανεκτιμήσουμε. Μήπως επιστρέψουμε το βλέμμα στο φως αυτό που απαγαύζουν οι αιώνες δείχνοντάς μας το αρχαίο μονοπάτι. Το μόνο που οδηγεί στο φως.

Πάτμος ή άλλως, Πάτνος. Ο Στράβωνας κι ο Θουκυδίδης την αναφέρουν Πάτνο εκ του πάτνη που θα πει Φάτνη. Στους ρωμαϊκούς χρόνους τόπος εξορίας των πολιτικών κρατουμένων. Τόπος εξορίας του Ιωάννη. Φάτνη. Αυτό είναι η Πάτμος μέχρι σήμερα. Φάτνη στοργική.

Κατηφορίζω προς το Ιερό Σπήλαιο της Αποκαλύψεως. Ρωτώ ένα νεαρό κηπουρό ποια διαδρομή ν' ακολουθήσω. Με συμβουλεύει να μην πάω απ' τη δημοσιά, αλλα να κόψω δρόμο απ' το μονοπάτι. Περπατώντας πάνω στις πέτρες και τ' αγριόχορτα συγκινούμαι. Εδώ περπατούσαν τα άγια ποδαράκια του ποιητή της αγάπης. Οι πέτρες τα θυμούνται. Οι πέτρες όλα τα θυμούνται. Κάπου εδώ θα έκανε τις βόλτες του ο εξόριστος μαθητής τής εξόριστης αγάπης. Κι εγώ τώρα εδώ περπατώ. Η εξόριστη, η τόσο λειψή στην αγάπη. Αστράφτει κάτω η θάλασσα. Οι πτυχώσεις του νησιού σαν ξέφτια από ύφασμα παμπάλαιο και ακριβό εισχωρούν στο υδάτινο σώμα κι ενώνονται μαζί του. 
Περνώ έξω από την Πατμιάδα. Η έναρξη λειτουργίας της δεν έγινε σύμφωνα με το χρυασόβουλο του Αυτοκράτορα, αλλά το 1534, που οργανώθηκε από το Μητροπολίτη Νεοκαισαρείας Γρηγόριο και συστηματικότερα από το 17ο αιώνα, όταν εξασφαλίσθηκε η οικονομική συντήρηση από τον επιφανή Έλληνα Μανωλάκη Καστοριανό, κάτοικο Κωνσταντινούπολης και στη συνέχεια από το 1713 που ανέλαβε τη διδασκαλία σ΄ αυτήν ως γυμνασιάρχης ο Πάτμιος στην καταγωγή Μακάριος Καλογεράς.
Εκείνοι οι άνθρωποι δεν κόπτονταν μόνο για τα κεκτημένα και τα δικαιώματα. Έχτιζαν και συντηρούσαν σχολεία, μοναστήρια, ιδρύματα. Πού πήγε αυτή η αρχοντιά; Πώς μετατραπήκαμε από άρχοντες σε δούλους αγνώμονες που όλοι μας χρωστούν κι εμείς δεν χρωστούμε σε κανέναν; Η αρχοντιά πέταξε μακριά απ' τους άρχοντες. Όση απόμεινε φιλοξενείται στο δίλεπτο της χήρας, το δίλεπτο του πονεμένου, του αναγκεμένου που ακόμα προσφέρει από το υστέρημά του και την περίσσεια της αγάπης του.

Στο μονοπάτι συναντώ ένα ηλικιωμένο ζευγάρι ξένων, ο άντρας κρατά μπαστούνι, με ρωτούν στ' αγγλικά αν προχωρούν σωστά για τη σπηλιά. Δεν είμαι σίγουρη για τη διαδρομή. Πώς να τους εξηγήσω πως δεν ξέρω ακριβώς πού πηγαίνω και πως με οδηγούν τα πόδια μου χωρίς το μυαλό μου; Πώς να το καταλάβει αυτό ένας ξένος; Τους αφήνω πίσω μου. Αυτό που ξέρω είναι πως με το ρυθμό που περπατούν δε θα την προλάβουν ανοιχτή. Κλείνει σε ένα τέταρτο, αλλά δε τους το λέω. Ας μην τους απογοητεύσω. Στο κάτω κάτω μπορεί και να τους ανοίξουν. Πώς μπορώ να είμαι σίγουρη; Αυτά είναι δουλειές του αγίου, όχι δικές μου.
Φτάνω στην είσοδο και μπαίνω. Σαράντα πέντε σκαλιά θα κατεβείτε, μου λένε. Μωρέ και σαράντα πέντε και εκατόν πέντε. Όσα είναι θα τα κατέβω κι αν δεν μπορώ να τα ανέβω μετά, το πολύ πολύ να κατασκηνώσω εδώ. Ανακαλώ στη μνήμη μου την εμπειρία του αγίου Πορφυρίου. Ερχόμενος εδώ προσευχήθηκε να ζήσει την εμπειρία εκείνων των φοβερών στιγμών που δόθηκε στον άγιο Ιωάννη η Αποκάλυψη. Κατάλαβε πως υπάρχει κάποιο εμπόδιο. Πώς κάποιος κακόβουλος αόρατος τον εμποδίζει. Δεν το εξεβίασε. Βγήκε έξω, χάιδεψε τα λουλούδια, έκανε πως δε συμβαίνει τίποτα, να ξεχαστεί αυτός που τον εμπόδιζε. Κι όταν ξαναμπήκε στη σπηλιά έζησε αυτό για το οποίο καιγόταν η καρδιά του. Ο άγιος Πορφύριος, ο άγιος της μαγάλης αγάπης των καιρών μας.
Προσκυνώ τις εικόνες και κάθομαι σε μια καρέκλα. Ο βράχος είναι σχεδόν στο μπόι μου. Το ακαριαίο του σχίσιμο σου τεμαχίζει την καρδιά. Δεξιά στο βράχο δύο γούβες ντυμένες ασήμι. Ρωτώ τον καλόγερο που είναι εκεί και μου λέει πως στη μία έβαζε το κεφάλι και στην άλλη το χέρι του ο άγιος Ιωάννης. Κάθομαι και κοιτώ. Δεν κάνω τίποτα. Κοιτώ και κάθομαι. Η φλύαρη ξένη κυρία φεύγει από δίπλα μου με τον συνομιλητή της και μένω μόνη. Για πρώτη φορά, είναι αρκετό. Ο καλόγερος κλείνει το παράθυρο. Σηκώνομαι να φύγω. Είναι ώρα να κλείσουν. Βγαίνω και ανηφορίζω γεμάτη χαρά. Αγαλλίαση. Φως των σπλάχνων. Πηγαίνω στο ξεονοδοχείο να ξεκουραστώ λίγο γιατί το απόγευμα είναι η εκδήλωση της παρουσίασης του Παραμυθιού της Μουσικής. Ο ευαγγελιστής της αγάπης έβαλε διαμεσολαβητές τα παιδιά για να με φέρει κοντά του. Για τον καθένα μας οι άγιοι ξέρουν τον τρόπο. Γιατί καθένας έχει τον τρόπο του κι αυτοί τον ξέρουν. Τον ευχαριστώ ολόψυχα.












No comments:

Post a Comment

Σχόλια