Όταν σπούδαζα στο Παιδαγωγικό ήρθε κάποτε και για μένα η ώρα να κάνω την πρακτική μου σε κάποιο σχολείο. Κοίταξα τον κατάλογο με τα σχολεία που μας έδωσε ο υπεύθυνος καθηγητής και κατόπιν πήγα και του ζήτησα να πάω σε κάποιο σχολείο που να φοιτούν τσιγγάνοι. Μα δεν είναι στον κατάλογο κανένα τέτοιο, μου είπε. Το ξέρω, απάντησα. Αυτό σημαινει πως δε γίνεται κιόλας; Μα εκεί δε θα σε παρακολουθήσει κανείς, ούτε εγώ θα μπορέσω να έρθω. Εμένα δεν με πειράζει καθόλου, απάντησα, εσάς σας πειράζει; Όχι, είπε κάπως συνεσταλμένα βλέποντας την επιμονή μου. Πήγαινε στον Δενδροπόταμο. Έτσι, έκανα την πρακτική μου στο δημοτικό σχολείο του Δενδροποτάμου. Για την τρυφερή ηλικία των εικοσιτριών χρονών που ήμουν, ήταν μια μάλλον σκληρή εμπειρία αυτή από πολλές πλευρές. Διότι εκεί δε συνάντησα τα τρισχαριτωμένα παιδάκια που πουλούσαν χαρτομάντιλα στα φανάρια και με τα οποία συχνά είχα ενδιαφέρουσες και πολύ τρυφερές εμπειρίες.
Καταρχάς βρωμιά. Έμπαινα στην τάξη και κόντευα να λυποθυμήσω από τη μποχα. Ψείρες να αλωνίζουν τα μαλλιά των κοριτσιών. Φασαρία. Παιδιά ατίθασα διαφόρων ηλικιών στην ίδια τάξη. Ζούγκλα. Αλλά και νεαροί πρωτοδιόριστοι εκπαιδευτικοί που εξαντλούσαν την αυστηρότητά τους στα παιδιά μη έχοντας άλλους τρόπους να επιβάλλουν την τάξη. Γρήγορα κατάλαβα πως αυτά τα παιδιά χρειάζονται μια άλλου τύπου εκπαίδευση προσαρμοσμένη στα δικά τους δεδομένα. Ούτε εγώ είχα τα εφόδια για να τα καταφέρω καλύτερα. Απλώς λόγω χαρακτήρα, αλλά και λόγω του εφήμερου της παραμονής μου εκεί, είχα περισσότερη υπομονή και κέφι. Το βασικό εφόδιο που έτυχε να έχω τότε ήταν η σχέση μου με τη μουσική τους και αυτό εκμεταλλεύτηκα. Έτσι ζήσαμε μερικές πραγματικά ωραίες στιγμές που ακόμα τις θυμάμαι. Όταν βαρούσαν τα θρανία το αποτέλεσμα δεν είχε καμιά σχέση μ' αυτό που θ' ακούσει κάποιος σε μια οποιαδήποτε άλλη τάξη κανονικού σχολείου. Μέσα στον ίδιο ρυθμό κάθε παιδί αυτοσχεδίαζε. Το αποτέλεσμα ήταν μοναδικό.
Μια μέρα ήρθε ένα παιδί και με ρώτησε γιατί δεν τους χτυπάω. Πάγωσα. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Μια άλλη μέρα ένα άλλο παιδί μου είπε πως ο δάσκαλος το κλείδωνε στη ντουλάπα. Ένα άλλο, πως το σήκωνε ψηλά και μετά το άφηνε να πέσει κάτω. Ακραία πράγματα. Απελπιστικά τραγικά. Ωστόσο, τραγική ήταν και η θέση των δασκάλων. Οι περισσότεροι πήγαιναν σ' αυτό το σχολείο επειδή είχε λίγα μόρια κι ήταν ο μόνος τρόπος να έρθουν πιο κοντά στη Θεσσαλονίκη. Ήταν απροετοίμαστοι γι' αυτό που θα συναντούσαν. Κάποιοι καταριόνταν τη μοίρα τους. Μα αν ένα κοινό σχολείο απαιτεί έναν ευσυνείδητο δάσκαλο, ένα σχολείο τσιγγάνων απαιτεί έναν πολύ ταλαντούχο. Έκτοτε, έγιναν πολλά προγράμματα που ίσως βοήθησαν. Δεν είμαι σίγουρη γι' αυτό. Οι αδύναμες ομάδες ελκύουν σαν το μέλι, εκτός από τις μέλισσες και τους κηφήνες (άπληστους χρυσοθήρες της δυστυχίας των άλλων). Όταν έφυγα απ' αυτό το σχολείο στο στόμα είχε μείνει μια γεύση πικρή.
Πριν λίγες μέρες συνέβη να συναντήσω μια ομάδα τσιγγάνων στο μετρό της Αθήνας, πηγαίνοντας στο αεροδρόμιο. Στη στάση της Νερατζιώτισσας μπαίνουν πέντε τσιγγάνοι διαφόρων ηλικιών από εφτά έως τριάντα πέντε χρονών, όλοι μ' ένα ακορντεόν στο χέρι κι ανάμεσά τους μια γυναίκα μ' ένα βρέφος λίγων ημερών στα χέρια. Κρατά κι ένα μπιμπερό και πότε πότε το ταϊζει. Το θέαμα έχει μεγάλο φωτογραφικό ενδιαφέρον. Ανοίγω με τρόπο το κινητό μου και τραβώ τρεις φωτογραφίες σκεπτόμενη πως θα μπορούσα να γράψω ένα κείμενο γι' αυτούς. Για κακή μου τύχη με παίρνει είδηση ο ένας κι έρχεται με επιθετικότητα προς το μέρος μου. Εγώ κάθομαι κι αυτός από πάνω μου. Τι κάνεις, με ρωτά. Τίποτα, απαντώ. Τι κάνεις; Τίποτα. Κλείσ' το. Εντάξει. Το κλείνω. Στο βλέμμα του διαβάζω όλο το μίσος του κόσμου. Είναι ένα βλέμμα γεμάτο κακία. Βλοσυρό. Ευτυχώς που το μετρό είχε πολύ κόσμο. Σε άλλη περίπτωση νομίζω πως θα μπορούσε να τραβήξει και μαχαίρι. Ποιος ξέρει τι σκέφτηκε, τι φοβήθηκε, τι φαντάστηκε. Δεν τον κοιτούσα. Την πρώτη στιγμή που συναντήθηκαν τα βλέμματά μας ένιωσα το κακό του να εκτοξεύεται πάνω μου. Κανείς δεν είναι τόσο ισχυρός που να πολεμήσει το κακό, ούτε και να το αλλάξει. Το περισσότερο που μπορεί είναι να το φοβίσει χρησιμοποιώντας ισχυρότερα όπλα. Αυτό όμως δε θα το έκανα εγώ. Ούτε το ήθελα, αλλά ούτε και το μπορούσα.
Ξαφνικά ένας καρδαμωμένος άντρας σηκώνεται και του λέει επιτακτικά να κατέβουν όλοι στην επόμενη στάση. Ο πρώην νταής σ' εμένα, τσιγγάνος, χάνει το χρώμα του. Ο άντρας του ζητά εισητήριο. Ο τσιγγάνος του λέει πως δεν έχει. Του ζητά ταυτότητα. Τη δίνει. Ξαφνικά το πρόσωπό του γίνεται το αθωότερο του κόσμου. Ο άντρας έχει θυμώσει πολύ που οι τσιγγάνοι σέρνουν μαζί τους μια γυναίκα μ' ένα βρέφος για να βγάλουν λεφτά. Αυτό τον ενόχλησε. Η γυναίκα προσπαθεί να μη δείξει το φόβο της, δεν καταλαβαίνει και ελληνικά. Ο καρδαμωμένος άντρας της παραχωρεί τη θέση του και επιμένει να τους λέει να κατεβούνε. Αν δεν κατεβούνε θα πάει στον οδηγό και θα καλέσει την αστυνομία. Φορά παντελόνι αστυνομικού και αρβύλες, αλλά όχι πλήρη στολή. Ένας νεαρός ευγενικός φοιτητής αναλαμβάνει την υπεράσπιση του τσιγγάνου. Ο αστυνομικός του μιλά γλυκά και του εξηγεί πως αυτό που κάνουν με τη γυναίκα είναι απάνθρωπο και παράνομο. Δεν τον πείθει. Όταν κάνει να πάει μπροστά στον οδηγό, ο φοιτητής εξηγεί στον τσιγγάνο τα δικαιώματά του. Αν ο αστυνομικός δε φορά στολή και σεν είναι σε ώρα υπηρεσίας δεν μπορεί να σε συλλάβει. Ξαναβρίσκει το θάρρος του ο τσιγγάνος. Το πρόσωπό του ξαναβρίσκει το χρώμα του, η σβησμένη φωνή του την έντασή της. Ωστόσο, δεν το ρισκάρει. Οι πέντε τσιγγάνοι με τη γυναίκα και το μωρό κατεβαίνουν στην επόμενη στάση. Αρχίζει ολόκληρη συζήτηση στο βαγόνι. Άκρη δε βγαίνει. Και πώς να βγει;
Σκέφτομαι τα λόγια του Κυρίου στην επί του Όρους ομιλία. Όπως θέλετε να σας συμπεριφέρονται οι άλλοι, έτσι να συμπεριφέρεστε κι εσείς. Αυτά τα λόγια όμως έχουν να κάνουν με το καλό. Το κακό είναι ένας φαύλος κύκλος. Και φαίνεται πως όποιος το επιχειρεί, του επιστρέφει μπούμεραγκ και μάλιστα πολλαπλασιασμένο. Άκρη δε βγαίνει, τέλος δε βρίσκει. Αν ο νεαρός τσιγγάνος δεν ερχόταν πρώτα σ' εμένα, δε θα τον έβλεπε ο αστυνομικός και ίσως δε θα γινόταν τίποτα απ' όσα ακολούθησαν. Παράξενο δεν είναι;
No comments:
Post a Comment
Σχόλια