Δεν πάω πια συχνά στο θέατρο δυστυχώς για μένα. Να. Πήγα την Κυριακή στις οκτώμισι και είδα την Όλια Λαζαρίδου που ερμηνεύει το γραμμένο από την ίδια «Κορίτσι Μπαταρία» σε σκηνοθεσία του Ευριπίδη Λασκαρίδη – και τώρα το στήθος μου έχει μια εσωτερική επίστρωση από πορφυρό βελούδο και νοιώθω κι’ εγώ λίγο σαν λάμπα έτσι που αισθάνομαι το φώς να διαχέεται μέσα μου και να φωτίζει τη μνήμη, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον –στο νύν και αεί. Εκτοξεύτηκα. Μπήκα σ’ ένα πολύ απλό και ταπεινό μικρό χώρο απέναντι από το Ναυτικό νοσοκομείο («Προσωρινός» λέγεται και είναι ένα ισόγειο με μπαλκονόπορτα που δείχνει στο φωτισμένο περίπτερο του νοσοκομείου, στην άσφαλτο με τα αυτοκίνητά της και στο πεζοδρόμιο με τα δεντράκια του και τους πεζούς του). Στριμωχτήκαμε καμιά εξηνταριά (υπολογίζω στο περίπου) άνθρωποι και ήμασταν σαν τους φίλους και τους συγγενείς που περιμένουνε να δούνε τι σκαρώσανε τα παιδιά για να τους κάνουν έκπληξη. Και με το που χαμηλώσανε τα φώτα και ο σκηνοθέτης ακούμπησε το Mac λαπ-τοπ, που ήταν παρατημένο σε μια γωνιά –η μαγεία ξεχύθηκε απλόχερα σαν ευλογία :Σχεδόν μια ώρα κράτησε το ταξίδι αυτό το παραμυθένιο (που είναι σκληρό και τρυφερό, πλημμυρισμένο πόνο, και αγάπη, και θάνατο, και φώς πολύ να επικρατεί του σκότους) –όπως στη ζωή όσων «συνεχίζουν» όπως η Όλια να προχωρούν στην Ιδιωτική Οδό τους come rain or come shine.
Στην παράσταση ακούγονται αποσπάσματα από το «Blue Valentines» του Tom Waits και από την«Piccolissima Serenata» του Renato Carosone. Σχεδόν ακούγονται δηλαδή, γιατί αυτά που λέει η Όλια (η παράσταση βασίζεται στο ποίημα της «Η Προσευχή του Ελαχίστου») είναι λέξεις διαλεγμένες μία-μία από το περιβόλι του περιπάτου της σ’ αυτόν τον κόσμο, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, και όταν τις αρθρώνει σού καρφώνονται γλυκά στο στήθος (το ήδη, από τα πρώτα κιόλας λόγια της, όπως ήδη σας είπα, πορφυρό και βελούδινο) και κρέμεσαι κυριολεκτικά από τα χείλη της –αλλά και από την τόσο δυναμική γλώσσα του σώματός της. Δεν κάνει τίποτα διαφορετικό από αυτό που κάνουμε όλοι όταν ζούμε, αλλά όσο διαρκεί η παράσταση το κορμί της το χρησιμοποιεί, από κορφής μέχρι ονύχων, με μεγάλη διακριτικότητα, σαν εργαλείο ερμηνευτικό, υποστηρικτικό του Λόγου και του αισθήματος. Αυτό είναι το ταλέντο εξ’ άλλου, από εκεί πηγάζει και η μεγάλη απόλαυση που μας χαρίζει το θέατρο : Ο Ηθοποιός που με το σώμα και την φωνή του σε ανασηκώνει από την καρέκλα, το σκαμπό, τον καναπέ (έχει απ’ όλα το μαγαζί για να βολέψει όσους πιστούς προσέρχονται από νωρίς για να κόψουν εισιτήριο εγκαίρως) και σε ξαμολάει σαν χαρταετό στον ουρανό της ποίησης να ταξιδέψεις άφοβα –γιατί ξέρεις πως κάποιος τάχει ζυγιάσει όλα σωστά και κρατάει γερά το σχοινί.
Δεν μπορείς να πεις πολλά για ένα τέτοιο σπάνιο ποίημα τετραδιάστατο. Παίζει και ο άγγελος που μπαινοβγαίνει από την μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα του ισογείου. Λιγοστεύεις την ουσία με τα πολλά λόγια, δεν πιάνεται τόση ομορφιά στις λέξεις εύκολα. Ν’ αντιγράψω μόνο ένα μικρό απόσπασμα από το μικρό βιβλιαράκι με το κείμενο –και να σας αφήσω να οργανώσετε ταξίδι, μόνοι ή με παρέα (όλοι εκεί γίνονται μια παρέα έτσι κι’ αλλιώς αναγκαστικά) μέχρι την Δεινοκράτους 103.
Ναι, έτσι ακριβώς. Πέρασαν χρόνια -αλλά ήρθε η μέρα που τα κατάφερε.
Πηγή:
No comments:
Post a Comment
Σχόλια