Ένα μικρό αηδόνι, μια σταλιά μικρό αηδόνι ακόμα, ήτανε δεν ήτανε εκατό πεταγμάτων, πρόλαβε να χτίσει σε μια διάρκεια ζωής τόσο μικρής, σαν τη δική του, πολιτείες ολόκληρες.
Ήταν που κάθε φορά που αγαπούσε κάποιο άλλο πουλί, -γιατί μόνο πουλιά αγαπούσε, του ήταν παντελώς αδύνατον να αγαπήσει άλλο πλάσμα-, έχτιζε κι από μια πολιτεία.
Κι έτσι μια μέρα στάθηκε και καμάρωσε τον κόσμο που είχε χτίσει, τον δικό του κόσμο μέσα στον οποίο σεργιανούσε, ανέπνεε, φτεροκοπούσε. Εκεί που κανείς ξένος δεν έμπαινε, γιατί όλες οι πολιτείες του ήταν αόρατες για τα μάτια των ξένων.
Η χρυσή πολιτεία ήτανε ρέουσα. Ποτάμια ολάκερα εισχωρούσαν το ένα μέσα στο άλλο, μπλέκονταν και μπερδεύονταν, ισορροπώντας ωστόσο σαν κλωστές ιστού αράχνης.
Η αργυρή πολιτεία ήταν πουπουλένια. Ανά πάσα στιγμή στο φύσημα του αέρα όλα τα αργυρά πούπουλα άλλαζαν θέση και η όψη του σχεδίου της πολιτείας έπαιρνε νέα μορφή.
Η χάλικινη πολιτεία ήταν από φύλλα φθινοπωρινά. Στοιβαγμένα σε λόφους λόφους έκρυβαν τα μυστικά βαθιά στο χώμα και απαρατήρητα ζούσαν αμετάβλητα.
Λίγο παραπέρα ήταν χτισμένη η πέτρινη πολιτεία, η υδάτινη, η συννεφένια. Κάποτε έχτισε και την αμμώδη.
Αυτή όμως διέφερε απ' τις άλλες. Έμοιαζε να συνθέτει όλες τις υπόλοιπες. Γι' αυτό το αηδόνι την αγαπούσε ξεχωριστά. Οι κόκκοι της άμμου έρρεαν, πετούσαν, στέκονταν, ρίζωναν, υψώνονταν και βούλιαζαν. Έφτιαχναν πύργους, υπόγειες στοές, σκοτεινούς διαδρόμους και πεδιάδες λουσμένες στο φως. Χρύσιζαν οι κόκκοι της στον ήλιο, ασήμιζαν στο σκοτάδι. Καμιά πολιτεία δε μπορούσε να συγκριθεί μ' αυτήν. Όλες ήταν ωραίες, στ' αλήθεια πανέμορφες, αλλά καμιά δεν την παράβγαινε στην ποικιλλία, στο αναπάντεχο, στην έκπληξη. Η καρδιά του αηδονιού δονούταν σε κάθε μεταβολή. Τα φτερά του χτυπούσαν τρελά σε κάθενέα όψη της. Δεν μπορούσε να μην το παραδεχτεί, την λάτρευε.
Συχνά κλυδωνιζόταν στο ασταθές της έδαφος. Συχνά έκλαιγε που βούλιαζε τόσοπολύ μέσα της όταν μετατρεπόταν σε κινούμενη άμμο. Υπήρχαν και στιγμές που θύμωνε όταν τα μεταξωτά φτερά του βρέχονταν στην υγρασία της. Κατέβαλλε τότε σκληρές προσπάθειες να μην πνιγεί, να μη σπάσουν τα λεπτοκαμωμένα του φτερά, να μην κολλήσει στους βάλτους της. Ορκιζόταν τότε πως σίγουρα αυτή η πολιτεία είναι η χειρότερη που έχτισε ποτέ. Πως είνα άσχημη, πως δεν του ταιριάζει, πως μια μέρα θα το καταπιεί ολόκληρο αν δεν την παρατήσει εγκαίρως. Μα πάνω που τα έλεγε όλα αυτά, πάνω που τα πίστευε μέχρι τα τρίσβαθα της μικρής καρδιάς του, η αμμώδης πολιτεία ησύχαζε. Ανέβαζε τα παλάτια της ψηλά, άνοιγε πόρτες και παράθυρα, άνθιζαν τα δέντρα της, μοσχοβολούσαν, και γρήγορα κατάφερνε ν' αλλάξει τη διάθεση του αηδονιού που έδινε όρκους πρόσκαιρους σαν τη ζωή του.
Ήταν τόσο νέο το αηδόνι τότε που δεν γνώριζε ακόμα πως κάποτε έρχεται μια ηλικία που η κούραση μπορεί και να υπερβεί την αγάπη. Ή πως η αγάπη δεν μπορεί να πνίγει, να ρισκάρει τη ζωή του αγαπημένου. Μια ηλικία που αποζητάς ένα έδαφος λίγο πιο σταθερό. Πως η πείνα μπορεί να σε φέρει σιμά στο θάνατο. Πως η διαρκής μεταβολή, όσο εκτυφλωτική λάμψη κι αν έχει, θέλει φτερά γερακιού για να την χαίρεσαι κι όχι μικρά, αδύναμα και τρυφερά σαν αυτά που έχει ένα αηδόνι. Πως το κελάηδημά του όσο γλυκό κι αν είναι συχνά είναι ανήμπορο να συγκινήσει την άμμο που φτιάχτηκε να την πατούν κι όχι για να της λέν τραγούδια.
Έτσι ήρθε μια νύχτα αλλιώτικη απ' τις άλλες. Τόσο γλυκά τραγούδησε το αηδόνι την αμμώδη πολιτεία του, τόσο την αγάπησε παράφορα με όλο του το είναι που η συνηθισμένη αδιαφορία της πολιτείας το τσάκισε. Η καρδιά του έσπασε χίλια κομμάτια κι ίσα που πρόλαβε να αποτραβηχτεί σε μιαν άκρη έξω απ' τις πύλες της για να μπορέσει να κλάψει με χίλια δάκρυα κι άλλους χίλιους λυγμούς. Αναστεναγμούς άλλους τόσους.
Ένα χέρι τότε το αγκάλιασε σηκώνοντάς το ψηλά. Καθώς το χάιδευε, το μικρό πικραμένο αηδόνι είδε από και ψηλά τις πολιτείες όλες, είδε και την αμμώδη, την πλέον αγαπημένη του που άρχισε να σαλεύει πάλι υψώνοντας πύργους και παλάτια σαγηνευτικά. Μέσα στη ζεστασιά του χεριού που το κρατούσε κι από το τόσο ύψος στο οποίο βρέθηκε άξαφνα, το αηδόνι κατάλαβε το λάθος του. Το μεγάλο του λάθος. Τι δουλειά είχε ένα αηδόνι να χτίζει πολιτείες, σαν ήταν αυτές; Τι δουλειά είχε να σκλαβώνεται στα χρυσά, στα ασημένια, τα χάλκινα; Στα πέτρινα, στα υδάτινα, στα συννεφένια και στα αμμώδη υλικά τους που σχεδόν μαγεμένο σπαταλούσε τη ζωή του περιδιαβαίνοντας στους δρόμους τους; Πώς εναντιώθηκε τόσο στη φύση του; Πώς εξαπατήθηκε τόσο από τα όνειρά του; Πώς εγκατέλειψε τους αιθέρες και τα ταξίδια τους, το κελάηδημά του, για να χτίζει κόσμους απαστράπτοντες για χάρη μιας αγάπης που ήθελε να προστατέψει κάθε φορά και που το κρατούσε τόσο χαμηλά;
Το χέρι τότε άνοιξ σαν ώριμο φρούτο και άφησε το μικρό αηδόνι να πετάξει ψηλά βγάζοντας μια σπαρακτική φωνή που έσεισε την πλάση από τον αβάσταχτο πόνο του και την αξεπέραστη τρυφερότητά του.
Στα δάση, φώναξε ανοίγοντας τα μικρά φτερά του. Στ' άγρια κι απόμακρα δάση και στους ουρανούς, φώναξε και συνέχισε να πετά. Δεν αρμόζουν πολιτείες στα πουλιά που αγαπώ ούτε σ' εμένα, φώναξε. Κι όποιο πουλί μ' αγαπά ας μ' ακολουθήσει...
Υψώθηκε σαν αστραπή στο σύμπαν το απέραντο. Μόνο σαν το φεγγάρι. Γαληνεμένο σαν νύχτα. Και ανυπέρβλητα γλυκόλαλο σαν αηδόνι που ήτανε.
ανατρίχιασα πραγματικά!
ReplyDeleteμου θύμισες μια παλιά ιστορία, πολύ παλιά, όταν ένα χελιδόνι έπεσε τραυματισμένο σε ένα μπαλκόνι και οι κάτοικοι εκεί το περιποιήθηκαν μέχρι που έγιανε και έφυγε. φθινόπωρο ήταν οποτε είχε μεγάλο ταξίδι. του χρόνου πάλι το φθινόπωρο ήρθε το ίδιο χελιδόνι στο ίδιο μπαλκόνι την ίδια ώρα και τους τραγούδησε. Mετά πάλι έφυγε και δεν ξαναγύρισε ποτε! :)
Kι εσύ μου θύμισες το παραμύθι του Όσκαρ Ουάλντ που διάβασα μόλις προχτές "Ο ευτυχισμένος πρίγκιπας"... Σ' ευχαριστώ πολύ φίλε μου.
ReplyDeleteΚι άλλο παραμύθι γεμάτο μουσική.
ReplyDeleteΚι άλλο παραμύθι γεμάτο υπέροχες εικόνες.
Θαυμάσιος ο τρόπος που το παραμύθι υμνεί την Ελευθερία και περιγράφει το πώς κι εμείς οι ίδιοι χτίζουμε (ή βοηθούμε στο χτίσιμό τους) τις φυλακές μας.
Boήθειά μας ο άγιος Σπυρίδωνας αδερφέ!
ReplyDelete