Θεσσαλονίκη, Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου, ώρα 11.05. Θερμοκρασία 3 βαθμοι κάτω από το μηδέν. Γύρισα ιδρωμένη από το γυμναστήριο, δεν έκανα μπάνιο να μην ξυπνήσω τα παιδιά. Ο ιδρώτας μου μυρίζει άσχημα, μα ο ύπνος τον παιδιών ευωδιάζει και η ευωδιά του κυριαρχεί.
Κατέβηκα στο παγωμένο μου γραφείο. Άνοιξα το παράθυρο, το αερόθερμο και τον υπολογιστή. Άναψα ένα τσιγάρο. Πάντα ένα τσιγάρο με ανοιχτο παράθυρο και ανοιχτό αερόθερμο. Ύστερα άνοιξα την καρδιά μου σ' ένα χάι κου κι έπειτα έπεσα πάνω στη σονάτα του σεληνόφωτος δύο αντρών, -ενός μουσικού κι ενός ποιητή-, και μιας γυναίκας.
"Μονάχος σου πορεύεσαι στον έρωτα, στη δόξα και στο θάνατο", λέει ο ποιητής κι οι νότες του μουσικού τον συνοδεύουν μόνες, ενώ η γυναίκα μόνη διαβάζει. "Δεν με πειράζει που άσπρισαν τα μαλλιά μου, με πειράζει που δεν άσπρισε ακόμα η καρδιά μου", λέει ο στίχος κι εγώ τωρα για ν' ασπρίσει η καρδιά μου, μόνη σαν το κρύο, θα την ξεπλύνω στο νερό των λέξεων που έρχονται και ζητούν να με λούσουν, τόσο γενναιόδωρες στις ατέλειωτες μουντζούρες της καρδιάς μου.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια