Labels

Saturday, December 18, 2010

Ο βασιλιάς, η βασίλισσα και το κόκκινο τριαντάφυλλο.



Μια καθημερινή μάχη ανάμεσα στα δύο βασίλεια. Μια μάχη δίχως τέλος εδώ και χρόνια, κανείς δε θυμάται πόσα.

Κάθε νύχτα ο βασιλιάς ακόνιζε τα σπαθιά του, τρόχιζε τα ακόντια, σφυριλατούσε βέλη στα σκοτεινά υπόγεια του παλατιού του.
Απ’ την άλλη μεριά του βουνού, στο άλλο παλάτι, κάθε νύχτα η βασίλισσα έβραζε στο μεγάλο καζάνι της τα φυτά που τις έδιναν τα λαμπερότερα χρώματα, βουτούσε τις κλωστές της και ύφαινε μεταξωτά υφάσματα στη σοφίτα του δικού της παλατιού.

Και κάθε πρωί, χρόνια τώρα, η ίδια μάχη ξεκινούσε με το που ξεμυτούσαν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου. Σπαθιά, τόξα και ακόντια εκτοξεύονταν με δύναμη από τη μια μεριά. Πολύχρωμα μεταξωτά υφάσματα απ’ την άλλη.

Κάθε μέρα όλα ήταν πιο βελτιωμένα από την προηγούμενη. Πιο μυτερά τα σπαθιά, πιο αιχμηρά τα τόξα, πλέον ακονισμένα τα ακόντια. Αλλά και πιο πολύχρωμα, πιο λεπτεπίλεπτα και πιο μεγάλα τα μεταξωτά.

Άλλοτε τα όπλα του βασιλιά κατάφερναν να φτάσουν απέναντι δίχως όμως ποτέ να μπορέσουν να μπούνε στο παλάτι για να τραυματίσουν τη βασίλισσα. Κι άλλοτε τα μετάξια κατάφερναν κι αυτά να φτάσουν απέναντι δίχως όμως ποτέ να τρυπώσουν από κάποιο ξεχασμένο ανοιχτό παράθυρο για να τυλίξουν και να πνίξουν τον βασιλιά. Συνήθως στην  εναέρια μάχη τα σπαθιά έσχιζαν τα υφάσματα, τα ακόντια τα τρυπούσαν, τα τόξα τα κομμάτιαζαν ή τα μεταξωτά όπλα της βασίλισσας  τύλιγαν τα άγρια όπλα του βασιλιά με αφοπλιστικά σφιχταγκαλιάσματα και τυφλώνοντας την πολεμική ορμή τους τα έριχναν στο χώμα.

Τα χρόνια περνούσαν και τα εργαλεία στο υπόγειο του βασιλιά που βελτίωναν τα όπλα του σκούριασαν. Τα χρόνια περνούσαν και τα φυτά που έδιναν τα χρώματα στα υφάσματα της βασίλισσας εξαντλήθηκαν, έσπασε ο αργαλειός της και το μεγάλο καζάνι της ράγισε.

Και καθώς τα χρόνια περνούσαν ο βασιλιάς κι η βασίλισσα έμειναν άπραγοι, γερασμένοι κι απορημένοι. Ο ένας στο υπόγειο κι η άλλη στη σοφίτα, καθισμένοι στις αναπαυτικές βελούδινες πολυθρόνες τους έσπαζαν το κεφάλι τους να θυμηθούν ποια ήταν η αιτία του πολέμου τους, πώς άρχισαν όλα, πόση ζωή σπατάλησαν σ’ αυτή την ατέλειωτη μάχη. Κανένας όμως απ’ τους δυο δε θυμόταν τίποτα.

Ήρθε χειμώνας βαρύς. Το βουνό που τους χώριζε ήταν χιονισμένο. Ίχνος πράσινου φύλλου δε διέκρινες. Με βαριά βήματα ο βασιλιάς ανέβηκε τη σκάλα του υπογείου, μπήκε στην άδεια αίθουσα του θρόνου και πλησίασε το παράθυρο. Κοίταξε το χιονισμένο βουνό και τα μάτια του έμειναν εκεί ακίνητα χωρίς σκέψεις, αισθήματα, σχεδόν χιονισμένα.

Με βαριά βήματα κι η βασίλισσα κατέβηκε από τη σοφίτα στην δική της άδεια αίθουσα του θρόνου και πλησίασε το παράθυρο. Είδε κι αυτή  το χιονισμένο βουνό και τα δικά της μάτια της, ακριβώς σαν τα μάτια του βασιλιά, έμειναν εκεί ακίνητα χωρίς σκέψεις, αισθήματα, σχεδόν χιονισμένα.

Ξαφνικά και ταυτόχρονα είδαν κι οι δυο στην κορφή του βουνού κάτι ολωσδιόλου παράδοξο. Κανείς απ’ τους δυο δεν ήταν σίγουρος τι ήταν αυτό το αλλόκοτο κόκκινο σημάδι που άστραφτε εκτυφλωτικά κι έκανε την πλαγιά να αντιφεγγίζει κόκκινη σαν φωτιά. Ξαφνικά και ταυτόχρονα άνοιξαν οι πύλες και των δυο παλατιών και δίχως να σκεφτούν να  φορέσουν τις γούνες τους για να προστατευθούν από το κρύο, ο βασιλιάς κι η βασίλισσα  φορώντας μόνον το χρυσούφαντο χιτώνα τους άρχισαν να ανηφορίζουν την πλαγιά.

Με κόπους και με βάσανα έφτασαν κι οι δυο στην κορυφή. Ανάμεσά τους ένα πορφυρό τριαντάφυλλο στεκόταν αμέριμνο μέσα στην άλυκη ομορφιά του, μα κανείς απ’ τους δυο δεν το κοίταξε. Παγωμένοι απ’ το κρύο, πάλευκοι απ’ το χιόνι που στόλιζε τα μαλλιά και τους χιτώνες τους, έμειναν ασάλευτοι να κοιτάζονται στα μάτια.

Οι λεπτές νιφάδες έπεφταν ήσυχα στα βλέφαρά τους κι ύστερα γλυστρώντας στα μάγουλα έλιωναν σχηματίζοντας δάκρυα ζεστά. Άλλες νιφάδες κούρνιασαν μέσα στις βαθιές τους ρυτίδες να ξαποστάσουν  και τα πρόσωπά τους άσπρισαν σαν τότε που ήταν νέοι. Τότε που το μεγάλο πάθος του έρωτά τους είχε προλάβει κιόλας να γίνει παραμύθι που διηγούνταν οι γιαγιάδες τις νύχτες στα εγγόνια τους για να κοιμηθούν. Τότε που μετά τον τρικούβερτο γάμο τους έμειναν κλεισμένοι σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες στη βασιλική κάμαρα για να ξεδιψάσουν τους πόθους τους.

Για πότε οι πόθοι τους μεταμορφώθηκαν σε άγριο μένος κανένας απ’ τους δυο δεν κατάλαβε. Για πότε βρέθηκε ένα βουνό ανάμεσά τους κανένας δεν το πήρε είδηση. Για πότε άρχισε ο ατελείωτος πόλεμος μυρωδιά δεν πήραν. Και τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια ακατάπαυστης μάχης, πόση ώρα στέκονταν εκεί στην κορφή του βουνού ξυλιασμένοι απ’ το κρύο, χιονισμένοι απ’ τις νιφάδες του χιονιά, μ’ ένα πορφυρό τριαντάφυλλο ανάμεσά τους, ήταν ακόμη ένα μυστήριο στην παράξενη  ζωή τους.

Τι σημασία όμως είχαν τώρα όλα αυτά; Όχι, καμιά σημαστία δεν είχαν. Τώρα ο ένας απέναντι στον άλλον θαύμαζε την ομορφιά του, τα δάκρυα των νιφάδων γίνονταν  δάκρυα αληθινά που ζέσταναν τις παγωμένες καρδιές τους και πέφτοντας ο ένας στην αγκαλιά του άλλου έπεσαν μαζί εκεί στην κορφή του βουνού, λευκοί πάνω στο λευκό, με το κόκκινο τριαντάφυλλο να ενώνει τις δυο καρδιές τους όπως ποτέ κανένα λουλούδι δεν μπόρεσε.

Η πλάση κοκκίνησε απ’ άκρη σ’ ακρη κι επιτέλους το παραμύθι των γιαγιάδων βρήκε το τέλος που του άξιζε…

4 comments:

  1. Πολύ συγκινητικό "παραμύθι" και παράλληλα παραμυθία μεγάλη.Έτσι οι σχέσεις ξεκινούν από μεγάλη αγάπη και μετά σηκώνονται οι άνεμοι του εγωισμού και σαρώνουν την ελπίδα και παγώνουν την καρδιά και μπαίνουν χιόνια και ρυτίδες στη ψυχή και στα σώματα. Όμως βαθιά υπάρχει και η αγαπητική διάθεση.
    Πολύ μου άρεσε και συνάμα και μια ανατροφοδότηση για σκέψεις.
    Σε ευχαριστώ και καλημέρα.
    Αγγελικη

    ReplyDelete
  2. Πόσο καλά τα λες στο παραμύθι...
    Μακάρι να μπορούσαμε να το διαβάσουμε κάθε στιγμή που ξεκινάμε ένα "πόλεμο". Θα είχε αποτρέψει πολλούς από αυτούς, ειδικά εκείνους που γίνεται "δι ασήμαντον αφορμήν"

    ReplyDelete
  3. Kι εγώ σ' ευχαριστώ Αγγελική μου και σου εύχομαι ολόψυχα καλά Χριστούγεννα!

    ReplyDelete
  4. Νομίζω Sot πως όλοι οι πόλεμοι ξεκινούν από ασήμαντη αφορμή... δεν ξέρω... έτσι νομίζω... Αυτό που ξέρω είναι πως μάλλον δεν θα το έγραφα πριν ή κατά τη διάρκεια ενός πολέμου, παρά μόνο μετά το τέλος του, άρα το θέμα είναι να επιζήσεις μετά από έναν πόλεμο ώστε να μπορέσεις να δεις πόσο ασήμαντες αφορμές είχε...

    ReplyDelete

Σχόλια