2.
«Κάθε εποχή θέλει τον τρόπο της», έλεγε ο παππούς Νικήτας, πρόσφυγας από την Ερυθραία. «Έχει τα δικά της μυστικά. Το δικό της χτυποκάρδι. Το άρωμά της. Το δέρμα της. Για να την αγγίξεις, να τη νιώσεις, να την καταλάβεις, σκύβεις στο χώμα της όπως πάνω στις ράγες του τρένου, να ακούσεις αν έρχεται. Σε πόση ώρα καταφθάνει. Με τι ταχύτητα και από ποια κατεύθυνση. Η μόνη διαφορά είναι πως όταν πλησιάσει το τρένο πρέπει γρήγορα να απομακρυνθείς μη σε πατήσει. Στον ερχομό της εποχής όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Αν αποτραβηχτείς δεν θα τη ζήσεις. Και όλος ο θάνατος είναι εκεί: στην απόσυρση. Αν πατήσεις με τα δυο σου πόδια πάνω στις ράγες των ημερών της θα μπεις στο σώμα της κι εκείνη στο δικό σου. Κι έτσι, εποχή την εποχή, θα γίνεσαι ο άνθρωπος που μια μέρα θα τα χωρέσει όλα άφοβα. Μέχρι τον φόβο. Θα τα αγαπήσει όλα, μέχρι το θάνατο. Θα νανουρίσει τα μυστικά της ζωής χωρίς εφιαλτικές ερωτήσεις που ταράζουν τον ύπνο τους. Και θα ’ρθει κάποτε μια ώρα που τόσο θα γλυκαθούν τα μυστικά, που θα σου αποκαλυφτούν μέσα δίχως να το προσμένεις. Μέχρι το πιο βαρύ μυστικό. Το πιο ανεξήγητο. Αυτό που λίγοι μπόρεσαν να σηκώσουν...»
Παράξενος ο παππούς. Παράξενα και τα λόγια του. Γεννήθηκε το 1888. Μια χρονιά σημαδιακή για την ιστορία του κόσμου, όχι από πολέμους, διαμάχες, ίντριγκες, ξεριζωμούς και γεγονότα που δεν φτιάχνουν Ιστορία παρά τους εφιάλτες της, αλλά από τέχνη και ποίηση. Τον Μάρτη θα γεννηθεί ο ρώσος χορευτής Βάσλοβ Νιζίνσκι, τον Ιούνιο ο πορτογάλος συγγραφέας Φερνάντο Πεσόα και τον Σεπτέμβρη ο ποιητής Τόμας Στερν Έλιοτ.
Ξημερώματα της τελευταίας μέρας αυτού του χρόνου, στις 30 του Δεκέμβρη, θα έρθει στη ζωή ο παππούς μου. Θαρρείς και η δική του γέννηση έκλεισε τη μεγάλη παρένθεση αυτού του ξεχωριστού χρόνου. Δεν έγινε βέβαια χορευτής, συγγραφέας ή ποιητής. Άλλο ήταν το γραφτό του. Είχε όμως πάνω του, θαρρείς ίδια μ’ αυτούς, τη σφραγίδα του αόρατου βαθιά χαραγμένη. Αυτήν που σε κάνει να μην περπατάς με βεβαιότητα και αυταρέσκεια στο έδαφος, αλλά σε μεταμορφώνει σε σχοινοβάτη της ζωής: αμφιταλαντευόμενος διαρκώς προχωράς πάνω στα αισθήματα, στις σκέψεις, στη λογική του κόσμου. Πάνω στα όνειρα που υπερβαίνουν τους νόμους της βαρύτητας και σε οδηγούν σε μονοπάτια δυσκολοδιάβατα για τους πολλούς, κάνοντάς σε οδηγό τους.
Ο παππούς Νικήτας ήταν ένας αλλιώτικος άνθρωπος. Πιο άνθρωπος απ’ τους ανθρώπους. Πιο σύγχρονος απ’ τους συγχρόνους του. Πιο μελλοντικός απ’ τους επερχόμενους. Μ’ ένα βλέμμα που έβλεπε πέρα απ’ το παρόν, κάτω από την επιφάνεια των συμβάντων, πίσω απ’ τα πάθη. Ήξερε να χαμογελά μ’ αυτό το χαμόγελο που δικαιολογεί τις αδυναμίες, συγχωρεί τα ασυγχώρητα, αγκαλιάζει το ίδιο ανεπιφύλαχτα τα πιο ετερόκλητα και αντιφατικά πρόσωπα της ζωής. Είχε, με άλλα λόγια, τη στόφα του ελεύθερου ανθρώπου: στόφα των ποιητών. Ας μην έγραψε ποτέ του ένα ποίημα. Ποίημα είχε κάνει τη ζωή του και τη ζωή όσων αγάπησε και τον αγάπησαν.
Με τους πρώτους διωγμούς, απ’ τη χερσόνησο της Ερυθραίας ήρθε στη Χίο. Με την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη το 1919 η οικογένειά του, όπως και πολλές άλλες, αποφασίζει να γυρίσει πίσω και να ξαναρχίσει εκεί τη ζωή της μιας και τα δικά τους μέρη είχαν καταστραφεί ολοσχερώς. Ποτέ δεν διανοήθηκαν πως η μοίρα τούς είχε ήδη ορίσει να περάσουν όλη τους τη ζωή στη Χίο. Ο νους τους, η καρδιά τους, το βλέμμα τους πάντα στραμμένα στην πατρίδα. Δεν πέρασαν καλά καλά δυο χρόνια. Το ’22 επέστρεψαν στη Χίο για να στεριώσουν μια για πάντα εδώ -όσο μπορούν να στεριώσουν σ’ ένα τόπο άνθρωποι ξένοι. Όπως και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, έτσι και στο νησί, δεν ήταν καλοδεχούμενοι. Παρέμειναν μέχρι το τέλος της ζωής τους οι «πρόσφυγες» κι ας ήταν αυτοί που ανάστησαν τον τόπο, που έμαθαν στους ντόπιους να καλλιεργούν τα χωράφια, να καζανίζουν το ούζο, να φτιάχνουν το λουκούμι και τα γλυκά του κουταλιού.
Αυτή τη φορά τον Νικήτα συνόδευε η γιαγιά μου. Είχε ήδη παντρευτεί την Μαρικούλα, Σμυρνιά από πλούσια οικογένεια. Μόνο το νυφικό της πρόλαβε να πάρει φεύγοντας. Μια κόρη κατάφεραν να αποκτήσουν κι αυτήν με χίλια βάσανα, τη μάνα μου την Αλεξάνδρα που παντρεύτηκε με το νυφικό της μάνας της τον πατέρα μου. Άνθρωποι του γλεντιού και της χαράς οι παππούδες. Νοικοκύρηδες άνθρωποι.
Ο παππούς έζησε τους πολέμους όλους. Δυο φορές τον διωγμό. Την προσφυγιά άλλες δύο. Την μετοικεσία για το υπόλοιπο της ζωής του. Ίσως γι’ αυτό δυο χρόνια μετά την εγκατάστασή τους στη Χίο έκλεισε το ραφτάδικο που είχε ανοίξει στη Χώρα κι έφυγε στα καράβια. Προτιμούσε να γυρνά όλον τον κόσμο από το να μένει σε μια πατρίδα που δεν ήταν πατρίδα του. Ίσως και να λαχταρούσε να κάνει πατρίδα του όλον τον κόσμο, μιας και πολύ νωρίς κατάλαβε πως η πατρίδα έχει και μιαν άλλη διάσταση απ’ αυτήν που οι γύρω του ένιωθαν. Μια διάσταση που δεν υποτάσσεται σε κατακτητές. Δεν αλώνεται από εξωτερικούς εχθρούς παρά μόνον από τον μέσα μας άνθρωπο: αυτόν που κάποτε αποδεικνύεται ανάξιός της, λησμονώντας. «Αν καταφέρεις να σηκώσεις τα μυστικά των εποχών αδιαμαρτύρητα, τότε, μια μέρα ακαθόριστη, θα σε οδηγήσουν σαν ίχνη αλαφροπάτητου πουλιού εκεί που λίγοι κατάφεραν να φτάσουν: στον κόσμο της σοφίας. Κατοικεί στην καρδιά της ζωής. Εκεί η φωτιά και το νερό. Εκεί η ειρήνη. Η πληρότητα», έλεγε.
Ξέρω γιατί διάλεξε την Μαρικούλα. Ήταν από τα μέρη του. Αυτός λεβέντης άνθρωπος κι εκείνη γυναίκα με τα όλα της. Καρδιά μπαξές, μυαλό καθαρό, προκομένη σε όλα. Στο τραγούδι δεν την έφτανε κανείς. Όταν τραγουδούσε έκανε τους ανθρώπους να κλαίνε. Τόσο κεντούσε την καρδιά τους η λυγιστή φωνή της. Και όταν γελούσε το γέλιο της σκορπούσε παντού τη χαρά. Αν κάτι δεν ήταν στη θέση του ή της ανακάτευαν τα ταψιά στην κουζίνα την έπιαναν τα μπουρίνια και φώναζε ξεσηκώνοντας όλη τη γειτονιά. Μπορούσε να βάλει σε τάξη ολόκληρο σύνταγμα. Ήξερε να συγχωρεί. Να λησμονεί τις πίκρες. Αγόγγυστα να σηκώνει τα βάρη τα δικά της και των άλλων. Την απουσία του Νικήτα που ταξίδευε μήνες ολόκληρους με τα ατμόπλοια από τα μεσογειακά λιμάνια μέχρι τις Ινδίες, τις Αυστραλίες και τις Αμερικές.
Ήμουνα δέκα χρονών όταν η γιαγιά αποχαιρέτησε τις χαρές και τις λύπες αυτού του κόσμου. Όταν κράτησε τελευταία φορά το χέρι του παππού που δεν μπόρεσε να την γλιτώσει απ’ το δρεπάνι του χάρου όπως απ’ τις φλόγες της Σμύρνης. Χαμογελαστή έφυγε:
«Εσύ θα προλάβεις να γυρίσεις πίσω... άναψε ένα κερί σ’ αυτούς που αφήσαμε... σ’ αγάπησα... ήσουν καλός... μη λυπάσαι...είτε έτσι είτε αλλιώς, θα ξανανταμώσουμε......». Τα τελευταία λόγια στον άντρα της.
Ποτέ δε θα ξεχάσω τα παραμύθια της. Μας μάζευε ένα γύρο τα βράδια στην αυλή, ενώ κάτω απ’ τον μεγάλο πεύκο μαζεύονταν οι μεγάλοι για τις βεγγέρες τους, να πιούνε, να φάνε, να κουβεντιάσουνε και να διασκεδάσουν. Η γιαγιά μάς κάθιζε στην πεζούλα του μάγγανου κι άρχιζε παραμύθια που κάποτε κρατούσαν και δυο ολάκερες ώρες. Δεν έλεγε απλώς λέξεις καλοβαλμένες στη σειρά. Δε διηγιόταν ξερά μια ιστορία παλιά που φανταζόταν ή που και η ίδια είχε ίσως ακούσει από τη γιαγιά της. Ό, τι έλεγε το ζούσε στο πετσί της όσο κι ένας καλός ηθοποιός στη σκηνή. Ό, τι παλιό ήξερε το έκανε καινούριο προσθέτοντας λόγια δικά της, αυτοσχεδιάζοντας σα συγγραφέας. Κρεμόμασταν απ’ τα χείλη της σε κάθε λέξη, σε κάθε ανάσα της. Στις παύσεις της δεν αναπνέαμε. Ήξερε να γλυκαίνει τα όνειρά μας όπως κανείς. Ναι, αυτό ήξερε και το ήξερε καλά.
Εμένα δεν ξέρω γιατί με διάλεξε ο παππούς. Ήμουν ακόμα τόσο μικρός. Σαν παραμύθι μου διηγιόταν τη ζωή του αφότου η γιαγιά δεν μπορούσε πια από κει που ήταν να μου πει τα δικά της παραμύθια.
Σίγουρα είχε τους λόγους του όπως κι εγώ τους δικούς μου όταν διάλεξα την Ελισώ.
τι όμορφα! όμως γραφεις σαν άντρας? τώρα το είδα :ο
ReplyDeleteκάποιος λόγος θα υπάρχει...
Καλησπέρα.
ReplyDeleteΚαλή επιτυχία Βασιλική ολόψυχα εύχομαι! Ότι καλύτερο από την καρδιά μου!!
Η αφήγηση εξελίσσεται θαυμάσια! ..θα ήθελα, όμως, περισσότερη σαφήνεια σχετικά με τη διάταξη των οικοδομημάτων στο χώρο και τη συγγένεια ή άλλη σχέση των ηρώων.
ReplyDeleteΑ, έχω και μια άγνωστη λέξη! Τι σημαίνει: ανεστάτης;
Επίσης μια διόρθωση ορθογραφική: Η λέξη ότι ...πρέπει να γραφεί ό,τι στη φράση: ¨περισσότερο απ᾽ό,τι....¨!
Φιλικά
Αντώνης Γιάγκος
Ζωγράφος
Νίκαια Λάρισας
Zoro, ναι, γράφω σαν άντρας και συγκεκριμένα σαν ο Ισίδωρος. Και είναι αλήθεια πως αυτό γίνεται για διάφορους λόγους, κάποιους από τους οποίους μάλλον θα καταλάβετε στην συνέχεια. Καληνυχτούδια!!!
ReplyDeleteΣ' ευχαριστώ καλλιτέχνιδά μου ολόψυχα! Ό,τι καλύτερο επιθυμείς, να το ζήσεις!
ReplyDeleteΑντώνη, μου φαινεται θα σε προσλάβω επιμελητή! Λοιπόν, ανεστάτης είναι στην Χίο ο επιστάτης. Τώρα, η σχέση θα ξεκαθαρίσει, αν και για μένα είναι σαφής προς το παρόν. Ίσως αν κάπου σκοντάφτεις πέστο μου συγκεκριμένα να το δω ξανά. Για τα οικοδομήματα είχα περισσότερες πληροφορίες που έκρινα πως το βάραιναν το κείμενο, πρέπει να το ξαναδώ. Σ' ευχαριστώ πολυ! Καλό βραδάκι!
ReplyDeleteμια ερώτηση αγαπητή μου. ποτε δεν είχα ιδιαίτερες επαφές με την τέχνη είτε γιατί έτσι μεγάλωσα, είτε γιατί με έπεισαν ότι θα "ψομολισαξω" και δεν είναι και στην μόδα! όμως τώρα στα "γεράματα" αγάπησα όσο τίποτε άλλο όλες τις τέχνες μαζί, γραφή, μουσική, ζωγραφική, γλυπτική και ότι άλλο.όταν λέω αγάπησα εννοώ όχι σαν καταναλωτής αλλα σαν δημιουργός! αναρωτιέμαι λοιπόν πως καταφέρνουν οι καλλιτέχνες να διατηρούν την αυθεντικότητα τους αλλα και να εμπορεύονται ταυτόχρονα την τέχνη τους για να ζουν αξιοπρεπώς. διότι μου έχει καρφωθεί στο νου ότι μονο σαν χόμπι δηλαδή όταν δεν περιμένεις αντάλλαγμα μπορείς να δημιουργήσεις κάτι όμορφο, αληθινό και αυθεντικό. περισσότερο από ανάγκη εσωτερική-πνευματική και καθόλου από ανάγκη "εμπορική".υπάρχει όντως μια τέτοια λεπτή ισορροπία?
ReplyDeleteΜου βάζεις δύσκολα...Εγώ προτιμώ να κάνω μια άλλη δουλειά και να μην ζω από την τέχνη μου. Εξάλλου πόσοι άνθρωποι σ' αυτή τη χώρα μπορούν να ζουν αξιοπρεπώς από την τέχνη τους; Έμαθα όμως πως αν κάτι από αυτά που αγαπάς και κάνεις γίνει επιτυχία, τότε στο χέρι σου είναι να συνεχίσεις όπως πρωτα και να μην παρασυρθείς. Δεν είναι εύκολο να μην τα ξεπουλήσεις όλα και να παγιδευτείς μέσα στο εμπορικό που λες. Αλλά αν δεν κρατήσεις την πυξίδα σου στο κέντρο της αλήθειας σου, τότε ούτε επιτυχία θα ξαναφτιάξεις.
ReplyDeleteΔεν είναι κακό το αντίτιμο, Εγώ είμαι πολύ αυστηρή στις συμφωνίες μου, αλλά έτσι προστατεύω και το έργο μου. Όσο πιο βαθιά προχωράς, τοσο πιο πολύ εργάζεσαι. Καταβάλλεις κόπο, φτύνεις αίμα. Δεν είναι μόνο η αλήθεια μας, είναι και η τεχνική κι αυτή θέλει πολύ κόπο για να βελτιωθεί κανείς και να προχωράει συνεχώς. Πρέπει να αμοιφτεί αυτός ο κόπος, όπως κάθε κόπος. Μακάρι να αμοίβονταν οι καλλιτέχνες ώστε να μπορούν να ζουν. Εγώ δεν ποντάρω σ' αυτό κι έτσι νιώθω πιο ελεύθερη. Δεν ποντάρω ούτε στο να εκδώσω κάτι με όποιους όρους και με όποιο χαρτί, όποιο εξώφυλλο. Θέλω να γίνεται το καλύτερο σε όλα τα επιπεδα, κι αν δεν γίνει προτιμώ να μην εκδοθεί ποτέ. Μεγάλα ζητήματα κι ο καθένας παιρνει τις δικές του αποφάσεις. Πάντα υπάρχει τίμημα, δεν το γλιτώνεις, είτε έτσι είτε αλλιώς. Χαίρομαι που μπήκες στο χορό, αλλά για να μάθουμε να χορεύουμε θα ματώσουν τα πόδια μας, αλλιώς δεν έχει αξία. Εκεί είναι όλη η χαρά. Πολλά είπα... Καληνυχτούδια!