4.
Όταν σχολούσα από το σχολείο πετούσα την τσάντα στην κουζίνα κι έτρεχα στο περιβόλι να βοηθήσω τον πατέρα. Ήμουν μοναχογιός και οι δουλειές στο κτήμα πολλές. Κάθε εποχή είχε και τις δικές της. Νοέμβρη και Δεκέμβρη μαζεύαμε τα πορτοκάλια, Γενάρη, Φλεβάρη τα λεμόνια και τα μανταρίνια, τον Μάρτη κλαδεύαμε και τον Απρίλη που ήταν η περίοδος του νοικοκυρέματος, όλα τα πεσμένα κλαδιά τα στοίβαζα σε μεγάλα σακιά για να τα χρησιμοποιήσει η μάνα μου στο φούρνο για το μαγείρεμα και στη ξυλόσομπα να ζεσταθούμε το χειμώνα. Μάζευα και τα πεσμένα φύλλα να έχουν φαγητό τα ζώα και να ’ναι το κτήμα καθαρό. Η δουλειά μας δεν ήταν μια κοινή αγροτική δουλειά όπως σε άλλα μέρη της χώρας. Για μας ήταν κηπουρική. Άστραφταν από καθαριότητα τα περιβόλια του Κάμπου, σε κάποια ούτε πέτρες δεν θα έβρισκες, τις μάζευαν κι αυτές. Όλα ήταν σα ζωγραφιά, σα βιτρίνα πολυτελούς κατάστηματος, και συναγωνίζονταν οι καλλιεργητές μαζί με τα αφεντικά τους, ποιος θα έχει το πιο όμορφο κτήμα και ποιος θα βγάλει τα ωραιότερα πορτοκάλια, γιατί αυτή είναι η αλήθεια: όσο πιο φροντισμένο το περιβόλι τόσο πιο καλοί οι καρποί του. Σήμερα μάλλον ακούγεται παρανοϊκό, αλλά, τότε τους εργάτες που μάζευαν πολλά πορτοκάλια τους έδιωχναν απ’ τη δουλειά γιατί αυτό σήμαινε πως ήταν απρόσεχτοι. Καλός εργάτης ήταν αυτός που μάζευε τα λιγότερα. Έπρεπε προσεχτικά με το τσιμπίδι να τα κόβουν ένα ένα και να μην έχουν νύχια στα χέρια που θα τα πλήγωναν.
Τον Μάη άρχιζε το σκάψιμο του περιβολιού με τα τσατάλια, για ν’ ανοίξουμε τα αυλάκια, να προετοιμάσουμε το χώμα για το πότισμα του Ιούνη που βαστούσε όλο το καλοκαίρι. Άμα είχαμε πότισμα και γυρνούσε ο μάγγανος έπρεπε να τον προσέχω με τις ώρες να μην καβαλήσει ο λιμπάς, γιατί η ζημιά θα ήταν μεγάλη. Ο λιμπάς ήταν η καδένα του μάγγανου, σα συρματόσχοινο που κρεμόταν κι ανεβοκατέβαινε μαζί του. Φρόντιζα να γεμίσει η στέρνα, να πάει το νερό στους κεφαλοποτιστάδες, -τους κεντρικούς δρόμους του νερού-, μέσα απ’ τα κανάλια, από κει στους ποτιστάδες και μετά στ’ αυλάκια. Με το αξινογύρι στο χέρι, -το κατάλληλο εργαλείο για το τσάπισμα και το αυλάκιασμα-, καθάριζα τα χώματα για να ποτιστεί κάθε δέντρο και μετά ν’ αλλάξει κατεύθυνση το νερό για το επόμενο. Έπρεπε η γη να πίνει πολύ νερό και σε αραιά διαστήματα. «Σα λάδι να τρέχει το νερό», έλεγε ο πατέρας μου. Ώρες πολλές δουλειά που σταματούσε με τη δύση του ήλιου. Κι άλλες τόσες ώρες που δεν έκανες τίποτα άλλο από το να κοιτάς να δουλεύουν όλα με ρέγουλα. Πολλές φορές κόντεψα να κοιμηθώ όρθιος από τη ζέστη. Τέσσερα οχτάωρα βαστούσε ένα πότισμα. Και μέσα στο νερό να ρίχνεις σερμπέτια και κοπριά.
Τα πορτοκαλάκια του Ιούνη τα διαλέγαμε προσεκτικά και τα στέλναμε στη Θεσσαλονίκη για να γίνουν γλυκό. Για ένα χαρτζιλίκι το κάναμε. Ήταν σκληρός ο αγώνας και οι καλές εποχές είχαν περάσει. Κάποτε η α΄ κατηγορία πορτοκαλιών πήγαινε στους συνεταιρισμούς κι εκεί αφού πρώτα στέγνωναν και σκουπίζονταν ένα ένα, τα χάρτωναν οι χαρτότριες στο ψιλόχαρτο και μετά τα έπαιρναν οι στοιβαδόρες να τα τοποθετήσουν σε ειδικές κάσες που φτιάχνονταν στην Τεργέστη για να φύγουν τα πολύτιμα φορτία στο εξωτερικό σε τιμές πολύ υψηλές. Είδος πολυτελείας ήταν στις αρχές του αιώνα τα εσπεριδοειδή, όπως το μετάξι και η μαστίχα. Και οι Χιώτες έμποροι ήταν πρώτοι. Τώρα τα πράγματα ήτανε δύσκολα. Αν κάποτε περίμεναν πώς και πώς οι έμποροι της Χώρας να κατέβουν οι Καμπούσοι για να αφήσουν χρήματα, τώρα ο πατέρας μου έκανε κι άλλες δουλειές για να τα βγάλουμε πέρα. Δεν πουλιόταν πια το πορτοκάλι μια δραχμή το τεμάχιο και χίλια πορτοκάλια μεταφραζόταν σε χίλιες δραχμές τη στιγμή που το μεροκάματο του εργάτη ήταν τριάντα. «Πρώτα να κάνεις αποθήκη κι ύστερα σπίτι», έλεγαν τότε. Εδώ κι ένα χρόνο ο πατέρας μου είχε αγοράσει ένα φορτηγό-ψυγείο κι εκτός από τα εσπεριδοειδή, πορτοκάλια, μανταρίνια, λεμόνια, γυρνούσε και πουλούσε κατεψυγμένο κρέας Αργεντινής και ψάρια Ευαγγελιστρίας μαζί με δικά μας κοτόπουλα. Ο Γενάρης του 1968 έφερε πρωτόγνωρες παγωνιές. Σφοδροί άνεμοι, βροχές και χαλάζι έπληξαν τις δενδροκαλλιέργειες. Μεγάλο μέρος της παραγωγής μας καταστράφηκε. Ακόμη και σπίτια έπεσαν.
Πολλές οι δουλειές χειμώνα καλοκαίρι και τα χέρια λίγα. Κι ο υφυπουργός της Κυβέρνησης Σιδεράτος έκανε δηλώσεις στις εφημερίδες, με τις οποίες γελούσαμε: «Η νεολαία πρέπει να προσκολληθεί εις τάς σπουδάς και να μείνει μακράν των κομμάτων». Ποιες σπουδές και ποια κόμματα; Τα αγόρια του Κάμπου συνήθως δεν ήταν καλοί μαθητές στο σχολείο. Εργατικά χέρια ήταν. Και με τα κόμματα καμία ανάμιξη βέβαια. Κι αν εγώ δεν αγαπούσα τόσο πολύ τα γράμματα ώστε τις νύχτες να ξαγρυπνώ κάτω από τη Λουξ ενώ τα μάτια μου έκλειναν από την κούραση, ούτε εγώ θα ήμουν καλός μαθητής. Μα ούτε τον πατέρα μου μπορούσα ν’ αφήσω αβοήθητο ούτε τα γράμματα ν’ αποχωριστώ που τόσο μ’ έκανε ν’ αγαπήσω ο παππούς μου. Το χαρτζιλίκι μου όλο πήγαινε στο βιβλιοπωλείο του Χαβιαρά ν’ αγοράζω λογοτεχνικά βιβλία με δόσεις.
Πώς και πώς περιμέναμε το φθινόπωρο. Μετά του Σταυρού, που ήταν το τελευταίο πότισμα, μ’ έπαιρνε ο πατέρας μου και καβάλα στα γαϊδούρια ξεκινούσαμε μεγάλες παρέες για κυνήγι στα Δότια. Αυτή ήταν η ανάσα μας και η ξεκούραση όλου του χρόνου. Μα απ’ την ώρα που αγάπησα την Ελισώ έπαψα να πηγαίνω. Δεν ξέρω γιατί και πώς ακριβώς συνδυάστηκε το ένα με το άλλο, αλλά εγώ ορτύκια πια πουλιά δεν μπορούσα να χτυπήσω. Απ’ την άλλη είναι ίσως παράξενο, αλλά θαρρείς πως ήδη από τότε που πήρα αυτή την απόφαση ήρθα αντιμέτωπος με τη μοίρα μου. Ίσως αν εξακολουθούσα να κυνηγώ, όλα να ήταν πολύ διαφορετικά σήμερα. Μα δεν μπορούσα. Ήταν σαν κάποιος να μου είχε θέσει το δίλημμα: την Ελισώ ή το κυνήγι. Κι εγώ δίχως στιγμή να το σκεφτώ, απάντησα: την Ελισώ!
Όποτε μπορούσα κατέβαινα τις Κυριακές στη Χώρα κι έπαιρνα το ψαροκάικο του θείου μου, του καπετάν Θοδωρή, να πάω για ψάρεμα. Ήταν ο μικρός αδερφός του πατέρα μου και είχε μείνει ανύπαντρος. Μου είχε μεγάλη αδυναμία. Δεν μου χαλούσε χατίρι. Εξέταζε προσεκτικά τον καιρό σαν έμπειρος παλιός ναυτικός και μου έλεγε: «Πήγαινε και μη φοβάσαι τίποτα» ή « μη το συζητάς, ούτε που να το σκέφτεσαι». Καθαρές κουβέντες.
Αυτή ήταν η πιο δική μου ώρα: η θάλασσα μπροστά μου, η πετονιά στα χέρια μου και η σκέψη μου στην Ελισώ. Όσα ακόμα δεν μπορούσα να της πω τα έλεγα στη θάλασσα. Σηκωνόμουν όρθιος πάνω στη βάρκα και πρόσταζα τον άνεμο να πάρει τα λόγια μου και να της τα ψιθυρίσει στ’ αφτί. Να μην ακούσει άλλος κανείς. Έτσι με είχε συμβουλέψει ο παππούς να κάνω για να μην στεναχωριέμαι που δεν μπορώ όλα να της τα πω ή να τα γράψω. Και ο παππούς ήξερε. Στον παππού τα έλεγα όλα. Μόνο σ’ αυτόν. Τρεις θυγατέρες είχε η μάνα μου. Ήταν αρκετές για να την βοηθούν στο σπίτι, να της κρατούν παρέα, να λένε τα δικά τους. Εμείς ήμασταν άντρες. Με τον πατέρα μου όλη μέρα στο περιβόλι ή για δουλειές στην αγορά, ήταν άλλο. Κι αν αργούσα να πάω στη θάλασσα γιατί ο καιρός δε βοηθούσε, τότε, τα έλεγα στην πορτοκαλιά μου. Μέσα στο μεγάλο περιβόλι μας είχα μια πορτοκαλιά που ήταν όλη δική μου. Μπορεί όλα τα δέντρα να τα φρόντιζα κι όλα να τα αγαπούσα, αλλά κανένα δεν ήταν σαν την πορτοκαλιά μου. Καμιά φορά σκεφτόμουν πώς αν ποτέ συναντιόταν η θάλασσα με την πορτοκαλιά, οι δυο μαζί θα μπορούσαν να διηγηθούν όλη την ιστορία της παιδικής Καμπούσικης ζωής μου σε κάποιον που νιώθει τη γλώσσα των δέντρων και του νερού.
Η Καμπούσικη ζωή ήταν μια ζωή απλή και ήσυχη. Όλα κυλούσαν αργά σαν το νερό που πότιζε το καλοκαίρι τα περιβόλια. Σα λάδι κυλούσαν. Όλα είχαν τη θέση τους, την αξία τους, τη σημασία τους. Σπάνιζαν οι θόρυβοι από αυτοκίνητα όπως του πατέρα μου κι ακόμα θυμάμαι πως όταν περνούσε ένα κάρο βγαίναμε τα παιδιά στο δρόμο και τρέχαμε ξοπίσω του να χαιρετίσουμε τον καροτσέρη, που το οδηγούσε όρθιος φορώντας ένα μαντήλι δεμένο στο κεφάλι. Στα μάτια μας ήταν θεός.
Η Ελισώ ζούσε στη Χώρα. Εκείνη πήγαινε στο Θηλέων, εγώ στην Εμπορική Σχολή. Ο πατέρας της ήταν ένας απ’ τους τρεις φαρμακοποιούς της Χίου κι αυτό ήταν που εξηγούσε τον αλλιώτικο αέρα της κόρης του, τόσο διαφορετικό απ’ των άλλων κοριτσιών, καθώς και τις ελευθερίες που απολάμβανε που για τις περισσότερες Χιώτικες οικογένειες τότε ήταν αδιανόητες. Ο γιος του, ο Γιώργης, δεν πρόλαβε να γνωρίσει τη μάνα του. Πέθανε πάνω στη γέννα. Από τότε τα παιδιά τα ανέλαβε η οικονόμος ή «νταντά» όπως τη φώναζαν τα δυο αδέρφια, η κυρα-Φωτούλα. Αυτή ορμήνευε σα μάνα την Ελισώ, αυτή κρατούσε σφραγισμένα τα μυστικά της, αυτή τη δικαιολογούσε όταν έλειπε την ώρα που ο φαρμακοποιός επέστρεφε σπίτι και γύρευε τη θυγατέρα του. Ονειρευόταν να δώσει στην κόρη του άντρα επιστήμονα. Να ζήσει άνετη και πλούσια ζωή. Ποτέ δεν σκέφτηκε ενός ψαρά το γιο, ούτε περιβολάρη.
Το σπίτι τους ήτανε στην Απλωταριά: τον δρόμο που πήρε το όνομά του επειδή εκεί άπλωναν οι έμποροι και οι βιοτέχνες πήλινα σκεύη και μεταξωτά υφάσματα για να στεγνώσουν και στη συνέχεια να τα πουλήσουν. Έτσι έγινε ένας δρόμος καθαρά εμπορικός γεμάτος από καταστήματα υφασμάτων, νεωτερισμών κλπ.
Εκεί περνούσε η Ελισώ τον χειμώνα χαζεύοντας συνήθως απ’ το παράθυρό της το δρόμο, την κίνηση των εμπορικών και τους διαβάτες. Εκεί κλώθονταν η ζωή της, όχι γιατί δεν θα μπορούσε να βγει έξω και να κάνει ό, τι θέλει, μα γιατί ο θάνατος της μητέρας της την είχε αλλάξει μεγαλώνοντάς την απότομα. Οι παρέες με τις συνομήλικες δεν της άρεσαν πια, προτιμούσε να μένει στο σπίτι, να διαβάζει, να κεντά, να πλέκει πλεξούδες τα μακριά μαλλιά της και να κοιτά τη ζωή κάτω απ’ το παράθυρό της να περνά. Έτσι κυλούσαν οι μέρες και οι νύχτες της οι σιωπηλές μέχρι ν’ αγαπηθούμε. Έτσι κυλούσαν και αφότου αγαπηθήκαμε με τη διαφορά πως κάτω στο δρόμο εκτός από τους διαβάτες έβλεπε τους δυο μας να περπατάμε αγκαλιασμένοι κι αυτό ήταν αρκετό για να την κάνει να χαμογελά.
καθώς διαβάζω βλέπω όμορφες εικόνες, μυρίζω μαγευτικά αρώματα και ακούω τους ηχους της φύσης. μακάρι να είναι όλο έτσι, να σε ταξιδεύει σαν οπτασία!
ReplyDeleteΑναπολώ τα παιδικά μου καλοκαιρια σε ένα χωριο της Kρήτης με τον τρύγο και τα ανέμελα παιχνίδια. τι ευλογημένες εποχές! τι μου θύμισες! σε ευχαριστώ :)
Zoro μου, δεν θέλω να σε απογοητεύσω, αλλά δεν είναι όλο έτσι, όπως δεν είναι και στη ζωή μας βέβαια... Έρχεται το Συμβάν που φέρνει τα πάνω κάτω, αλλά εκεί είναι και όλη η ουσία. Τι γίνεται μετά την ανατροπή, πώς τη χειρίζεται ο πρωταγωνιστής και πού τον οδηγεί. Θέλει γερό στομάχι, αλλά πιστεύω πως το φινάλε, πάλι θα μας γλυκάνει σαν την αρχή κι ίσως ακόμα παραπάνω... Θα δούμε, λιγο λίγο, ή όπως λέει κι ένας αγαπημένος: σιγανά και ταπεινά...
ReplyDeleteΟι μνήμες καθορίζουν τις ζωές μας ακόμα και τις πιο δύσκολες ώρες χωρίς να το καταλαβαίνουμε και είναι μεγάλη ευλογία που κι εσύ είχες τέτοιες όμορφες που τώρα ανακαλείς. Κι εγώ χαίρομαι πολύ γι' αυτό! Καληνυχτούδια!
Όλοι όσοι πέρασαν από κάποιο χωριό, έστω και ως θερινοί παρεπίδημοι μόνο, δεν μπορεί παρά να νιώσουν εκείνη τη νοσταλγία για κάτι που ακούγεται σαν μακρινό όνειρο. Ανεπίστρεπτα περασμένο ίσως, αλλά δεν θα θέλαμε να μην το έχουμε ζήσει. Τα όποια συμβάντα δεν μπορούν να αναιρέσουν την ομορφιά και την αξία της εμπειρίας.
ReplyDeleteΜε το καλό και στα επόμενα, και καλά Χριστούγεννα!
Έτσι είναι, συμφωνώ. Ανεβάζω σήμερα το 5ο, και θα ακολουθήσουν λίγα ακόμη μάλλον... Καλά Χριστούγεννα και σ' εσένα και θερμές ευχές σε όλη την οικογένεια!
ReplyDelete