5.
Με τον καιρό αρχίσαμε να ξεμακραίνουμε απ’ τους ασφυκτικούς μαντρότοιχους και τις σκιές τους. Τις συμπεριφορές των ντόπιων. Τις χειρονομίες τους. Όλα τους τα ενδιαφέροντα. Τους αφήναμε πίσω, τους ξεχνούσαμε. Εμείς ξεχνούσαμε. Οι άλλοι, οι πολλοί, δεν συγχωρούν όποιον τους λησμονεί. Οι πολλοί τους θέλουν όλους δικούς τους. Μαζί τους. Όμοιους. Ένα μ’ αυτούς. Και δεν ξεχνούν, δεν συγχωρούν, δεν επιτρέπουν την αποχώρηση από την ομάδα ούτε τη διαφοροποίηση.
Τα σκόρπια λευκά σύννεφα άρχισαν να μαυρίζουν, πλησίασαν το ένα το άλλο και στο τέλος ενώθηκαν. Ξέσπασε η μπόρα. Αυτή που σαν όχλος οργανώνουν οι πολλοί, οι ισχυροί, οι ενωμένοι.
Έγιναν εχθρικοί οι παλιοί μου φίλοι. Αυτοί που χτυπούσαν για πλάκα τα πουλιά με τις σφενδόνες, έβαζαν παγίδες στα μικρά ζώα, έπαιζαν πετροπόλεμο, κυνηγούσαν με τα φλόμπερ. Κάποτε ήμουν κι εγώ ανάμεσά τους. Εδώ κι δύο χρόνια όμως που αγάπησα την Ελισώ αποτραβήχτηκα. Δεν μπορούσα να πάω με τον πατέρα μου στα Δότια για κυνήγι, που ήταν οι μόνες ώρες του χρόνου που ήμασταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλον, θα πήγαινα με τους συνομήλικους με τους οποίους δεν ένιωθα πλέον να με συνδέει τίποτα; Ακόμα και τις μέρες που ήμουν χωρίς την Ελισώ, -και δεν ήταν λίγες αυτές-, μαζί τους δεν πήγαινα. Στο σχολείο μου σκάρωναν φάρσες. Στο δρόμο με τρόμαζαν. Άλλοτε σιγοψιθύριζαν κι άλλοτε κάγχαζαν όταν περνούσα απ’ τις συντροφιές τους στα διαλείμματα. Προσπαθούσαν διαρκώς να με γελοιοποιούν.Τα λόγια τους άρχισαν να πέφτουν πάνω μου βέλη φαρμακερά. Και ήξεραν καλό σημάδι. Δεν άργησαν να φτάσουν στις οικογένειές μας.
Όταν βρισκόμασταν με την Ελισώ και της έλεγα όλα όσα μας καταλόγιζαν, δεν μου απαντούσε. Σαν να μην άκουγε. Σαν να μην την άγγιζε τίποτα απ’ τα φαρμακερά λόγια, τις ειρωνείες, τα κακόβουλα σχόλια. Εξάλλου τα νέα είχαν φτάσει και στο σχολείο της, όπως και στον αδερφό της και στους φίλους του που φοιτούσαν στο Αρρένων. Ο Γιώργης έψαχνε αφορμή να μιλήσει εναντίον μου. Έβαζε λόγια στον πατέρα της κι εκείνος άρχισε να της μιλά με αυστηρότητα που μέχρι τότε δεν είχε φανερώσει.
Εκείνη, με κανέναν δεν ερχόταν σε αντιπαράθεση. Ποτέ δεν υπεράσπιζε τον εαυτό της. Έτσι κι αλλιώς η Ελισώ σπάνια μιλούσε. Σχεδόν όλα με τα μάτια τα έλεγε. Εκείνα τα μεγάλα μαύρα μάτια ίδια με τα μαύρα βότσαλα του Εμπορειού που μόνο μια έκρηξη ηφαιστείου μπορεί να τα φτιάξει τόσο μαύρα. Και η Ελισώ είχε ζήσει την έκρηξη του θανάτου της μητέρας της στα έξι της χρόνια. Είδε τη λάβα του θανάτου στην αρχή να κατακαίει κι ύστερα να πετρώνει το σπίτι. Να κάθεται καταχνιά πάνω στα έπιπλα, στα κουφώματα, στο νεροχύτη, στα κρεβάτια, στο πρόσωπο του πατέρα της. Της αδερφής του, της θείας Φρόσως που δεν την άντεξε για πολύ. Έμεινε στην αρχή μαζί τους να βοηθήσει στα πρακτικά και μόλις η Ελισώ πάτησε τα δώδεκα, έφυγε στον Βροντάδο που ήταν το σπίτι της. Είπε πως η ανιψιά της μεγάλωσε πια και πως η κυρα-Φωτούλα μπορούσε μια χαρά να τους φροντίζει. Κι ακόμα είπε πως είχε να κοιτάξει τη ζωή της, που κόντευε τα τριάντα κι ήταν ακόμα ανύπαντρη. Αυτά είπε κι έφυγε.
Η Ελισώ δεν παραπονέθηκε για τίποτα. Μια λέξη ποτέ δεν είπε για όλη αυτή την αντάρα. Εξάλλου δεν είχε και λίγες μέριμνες. Είχε το σχολείο, τον πατέρα της που ζητούσε για παρηγοριά την συντροφιά της, να βοηθάει όπως μπορούσε τη νταντά της και να παίζει με τον Γιώργη που μέρα με τη μέρα αναλάμβανε τον ρόλο του προστάτη της, ιδίως τον καιρό που έλειπε ο πατέρας τους στην Αθήνα για δουλειές. Δεν γνώρισε το χάδι της μάνας του. Το στήθος της δεν το γεύτηκε. Δεν νανουρίστηκε στην αγκαλιά της. Γινόταν άντρας προτού γίνει αγόρι. Κι αυτό, όπως και να ’χει, ήτανε πράγμα αφύσικο.
Χρόνια πολλά Βασιλική μου και καλή επιτυχία στο βιβλίο σου...
ReplyDeleteΚαλές γιορτές!!!
Χρόνια πολλά και γεμάτα χαρές, ομορφιές και αγάπη!!!!
ReplyDelete