9.
Ήρθανε Χριστούγεννα. Η Ελισώ δεν ήρθε. Η Καλλιόπη μού χάρισε εφτά αυτοσχέδια κουκλάκια που έφτιαξε από ύφασμα. Μου τα παρουσίασε ένα ένα: την Ελισώ, εμένα και τα πέντε παιδιά μας, τρία κορίτσια και δυο αγόρια. Αυτή ήταν η αγαπημένη της ασχολία: να κόβει και να ράβει υφάσματα για να φτιάχνει κούκλες, να τις βάζει μάτια, μύτες, στόματα, μαλλιά, με ό, τι έβρισκε, καρφίτσες, πινέζες, κουκούτσια, και μετά να τις βάφει με τα χρώματά της. Όσο προχωρούσε στα μαθήματα ραπτικής έφτιαχνε, βέβαια, σιγά σιγά και ρούχα, αλλά ποτέ δεν εγκατέλειψε το παιχνίδι με τα χειροποίητα κουκλάκια. Τα πήρα όλα και τα έβαλα μέσα σ’ ένα ξύλινο καράβι που είχα φτιάξει. Αυτή ήταν μια από τις δικές μου ασχολίες. Μου είχε μάθει ο παππούς να σκαλίζω τα ξύλα για να φτιάχνω καράβια, κάτι που έμελλε αργότερα να μου φανεί πολύ παραπάνω χρήσιμο απ’ όσο τότε μπορούσα να υποπτευθώ. Με κόκκινη μπογιά έγραψα καλλιγραφικά το όνομα της Ελισώς στην πρύμνη και ύστερα το έβαλα μέσα σ’ ένα ξύλινο κουτί που πάνω του, με την ίδια κόκκινη μπογιιά, έγραψα: «Καλά Χριστούγεννα».
Πήγα για άλλη μια φορά στο κλειστό σπίτι της. Έσκαψα το χώμα μπροστά στην αυλόπορτα κι έβαλα μέσα το δώρο μου. Το σκέπασα με φύλλα και κλαδιά. Ξαφνικά μ’ έπιασε ένα σύγκρυο. Δεν ήθελα βέβαια να δει κανείς αυτό που αφήνω και γι’ αυτό το καταχώνιασα μέσα στη γη, αλλά μόλις τελείωσα το καμουφλάζ, ένα πρωτόγνωρο άγριο αίσθημα με κυρίεψε: αισθάνθηκα πως θάβω την αγάπη μου. Προσπάθησα να μην το σκέφτομαι. Γύρισα στο σπίτι ταραγμένος. Ανέβηκα τρέχοντας τις σκάλες και πήγα κατευθείαν στον παππού.
- Ξέρεις να μου πεις ένα παραμύθι, τον ρώτησα.
- Το παραμύθι το ζεις γιε μου...
- Δεν θέλω αυτό που ζω. Ένα άλλο ξέρεις να μου πεις;
- Μια φορά κι έναν καιρό… ήταν… ο Ισίδωρος και η Ελισώ... ο Ισίδωρος αγαπούσε πολύ την Ελισώ... αλλά και η Ελισώ… αγαπούσε πολύ τον Ισίδωρο...
- Όχι παππού, είπα και με πήραν τα κλάματα. Άφησέ τους αυτούς... Πες μου άλλο...
Άπλωσε το χέρι και με χάιδεψε. Αχ, το χάδι του παππού δεν έμοιαζε με κανένα χάδι στον κόσμο ολόκληρο. Ήταν τόσο ελαφρύ. Σαν να άγγιζε και να μην άγγιζε. Αυτά τα χέρια δεν ήταν από σάρκα με αίμα και νερό. Ήταν φτιαγμένα από πούπουλα. Πούπουλα ζεστά, γεμάτα θαλπωρή και τρυφερότητα. Γλυκάθηκε το είναι μου.
- Τα καλά τα παραμύθια τα ήξερε η Μαρικούλα… τι να σου πω τώρα εγώ… θα σου πω μόνο πως… το πιο ωραίο παραμύθι… είναι η ζωή, γιε μου... η κάθε στιγμή μας... με όλη της την ομορφιά… τον πόνο... την αγριάδα... τη γλύκα της... τους ήλιους και τις αστραπές της... τα μισά φεγγάρια της... μην αρνείσαι τη στιγμή... ό, τι έχεις… είναι η στιγμή... είτε κλαίει... είτε γελά... κράτησέ την... σα μωρό... τάισέ την... γάλα της καρδιάς σου... νανούρισέ την... χάιδεψέ τη... που θα ζήσει τόσο λίγο... για να δώσει τη θέση της σε άλλη... κι έτσι θα μάθεις να ζεις... να πεθαίνεις... μέσα από τις στιγμές... δεν έχει τελειωμό... μέχρι την στερνή στιγμή ... που θα μας οδηγήσει... στην αιώνια στιγμή... την πιο μεγάλη... την πιο ωραία...
- Δε θέλω να πεθάνεις παππού, του είπα και τον έσφιξα δυνατά, περνώντας τα χέρια μου στο λαιμό του.
- Δεν πρόκειται να πεθάνω… χειμώνα καιρό, γιε μου... θ’ ανθίσουν τα περιβόλια... θα γεμίσουν πάλι τα χωράφια… τουλίπες κόκκινες... άγριες ορχιδέες... κι αφού μοσχοβολήσει όλο το νησί... θα έρθει κι η σειρά μου... ν’ ανθίσω...
- Δεν θέλω ούτε τότε, ούτε τώρα, ούτε ποτέ...
- Μη νοιάζεσαι γι’ αυτό... είναι ώρα για ύπνο... κοιμήσου γιε μου... ονειρέψου τα πιο ωραία… όνειρα... τελειώνει ο χειμώνας... θα έρθει και η Ελισώ... κι εσύ της λείπεις... καλό ξημέρωμα... βάλε μόνο... λίγο καπνό... στην πίπα... άναψε κι ένα σπίρτο... σήμερα... θέλω να καπνίσω...
Έβαλα καπνό στην πίπα του, την έβαλα με προσοχή στο στεγνό του στόμα, άναψα κι ένα σπίρτο. Τράβηξε μια κουρασμένη ρουφηξιά.
- Αααχ... η ζωή είναι ωραία... είπε χαμογελώντας. Πήγαινε τώρα...
Καλημέρα!
ReplyDeleteΜετά από πολύ καιρό,πέρασα να σου πω ένα καλό απόγευμα και να σου αφήσω τις ευχές μου,αγαπητή Βασιλική,για μια χρονιά με υγεία πάνω απ όλα και με ό,τι καλύτερο!
Να σαι καλά,θα περάσω πάλι να δω τι γράφεις σε συνέχειες.Μιλώ για τις προδημοσιεύσεις αυτές.Χαιρετισμούς στην όμορφη Θεσσαλονίκη!
Σε χαιρετώ,
Γεωργία.
Σ' ευχαριστώ που πέρασες και άφησες τις ευχούλες σου Γεωργία μου! Να έχεις έναν όμορφο χρόνο, δημιουγικό και γεμάτο χαρές και αγάπες!
ReplyDelete