Labels

Saturday, December 19, 2009

"Το Συμβάν" - κεφ.3ο (Προδημοσίευση του νέου μου μυθιστορήματος)






 3.

Ακουμπισμένος στον μαντρότοιχο που χώριζε τα σπίτια μας κι ενώ ξεκουραζόμουν μετά το πότισμα του περιβολιού, την άκουσα να τραγουδά. Μια φωνή λεπτή, δειλή και τόσο απαλή, μ’ έκανε να σηκωθώ αθόρυβα και να τρυπώσω το κεφάλι μου σ’ ένα μικρό άνοιγμα του τοίχου για να δω από πού ερχόταν αυτό το μαγευτικό κελάηδημα. Την είδα να μαζεύει χαμομήλια μ’ ένα φόρεμα λευκό σαν τα πέταλά τους και κίτρινη κορδέλα στα μαλλιά σαν την καρδιά τους. Μόλις τέλειωσε το τραγούδι, έτρεξα στο σπίτι, πήρα ένα βιβλίο απ’ αυτά που μου είχε χαρίσει ο παππούς με ποιήματα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και γύρισα πίσω. Κόλλησα την πλάτη μου στον τοίχο κι άρχισα να διαβάζω δυνατά ένα από τα αγαπημένα μου ποιήματα. Το τραγούδι της σταμάτησε πάνω που είχε ξαναρχίσει. Τώρα ήταν εκείνη που έστηνε αφτί για να μ’ ακούσει κι εγώ διάβαζα όσο πιο όμορφα μπορούσα γιατί ήμουν πολύ καλός στην απαγγελία και μου το έλεγαν όλοι οι δάσκαλοι στο σχολείο. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει από ντροπή κι άρχισε να χάνει τη σταθερότητά της η φωνή μου και να τρεμουλιάζει. Όταν τέλειωσα την ανάγνωση έπεσε σιωπή. Βγήκα από την πίσω αυλόπορτα και πλησίασα το σπίτι της. Κοντοστάθηκα στην είσοδο κι εκείνη έμεινε αποσβολωμένη να με κοιτά.

- Σε άκουσα που τραγουδούσες, της είπα.
- Εσύ ήσουν που διάβαζες Βαλαωρίτη; μου απάντησε.
-Ναι, εγώ. Πού κατάλαβες πως ήταν Βαλαωρίτης; τη ρώτησα.
- Είναι από τους αγαπημένους μου, είπε κι έσκυψε το κεφάλι.

Είχα μείνει παγωμένος σαν άγαλμα κάτω απ’ την αψιδωτή αυλόπορτα να κοιτώ ένα χαμομήλι μες στα χαμομήλια, το μεγαλύτερο και ομορφότερο απ’ όλα, ίδια Χιονάτη των παραμυθιών. 

- Μένεις εδώ δίπλα;, με ρώτησε.
- Ναι, αλλά δεν σ’ έχω ξαναδεί.
- Μένουμε στη Χώρα, εκεί είναι το σπίτι μας. Φέτος ο πατέρας μου αγόρασε το κτήμα και είναι η τρίτη φορά που ερχόμαστε τους τελευταίους δυο μήνες. Δεν ξέρω καθόλου τον Κάμπο.
- Θέλεις να πάμε μια βόλτα; Εγώ εδώ γεννήθηκα, τον Κάμπο τον γνωρίζω σπιθαμή προς σπιθαμή ή σωστότερα πέτρα προς πέτρα, είπα και χαμογέλασα.
- Πάμε, μου είπε κι αφού πρώτα έβαλε τα χαμομήλια που είχε μαζέψει σ’ ένα μικρό διάφανο βαζάκι στο τραπέζι της βεράντας ήρθε σε μένα τρέχοντας.

Κάναμε μια μεγάλη βόλτα. Μιλούσαμε σαν να ήμασταν από πάντα μαζί. Δεν ήθελε πολύ να γεννηθεί η αγάπη μας. Ήταν σαν να κατοικούσε μέσα μας, σ’ ένα δωμάτιο μυστικό και κλειδαμπαρωμένο και ήταν απλώς θέμα χρόνου να βρεθεί το κλειδί για να δούμε πως ήταν το πιο δικό μας, το πιο κοινό, το πιο φωτεινό δωμάτιο του κόσμου μας.

Δυο χρόνια το κατοικήσαμε. Λίγα Σαββατοκύριακα χειμωνιάτικα και δυο καλοκαίρια. Το μικρό δωμάτιο της μεγάλης αγάπης μας.
Συχνά μου έλεγε πως της μιλώ λίγο παράξενα. Δεν καταλάβαινε όλα όσα της έλεγα, όμως της άρεσε να μ’ ακούει όσο παράδοξα κι αν ήταν τα λόγια μου. Να την παίρνω από το χέρι και να περπατάμε ανάμεσα στους ψηλούς μαντρότοιχους, δίχως να βλέπουμε πίσω απ’ αυτούς. Δίχως να μας βλέπουν όσοι κλείνονταν μέσα τους.

Μα πιο πολύ της άρεσε το καλοκαίρι που έρχονταν απ’ τη Χώρα στον Κάμπο να παραθερίσουνε και πηγαίναμε με το λεωφορείο στη θάλασσα. Σ’ εμένα άρεσαν όλα. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο μάθημα που μου είχε διδάξει ο παππούς: όλα να τ’ αγαπώ και σε όλα να βλέπω την καλή πλευρά τους. Μέσα στις στάχτες να βρίσκω αυτό που σώθηκε. Μέσα στους καταποντισμούς ό, τι δεν πνίγηκε. Μέσα στο θάνατο ό, τι απόμεινε ζωντανό. «Πάντα κάτι μένει», μου έλεγε, «αυτό να ψάχνεις κάθε φορά που ο καιρός ανταριάζει και φαίνεται πως όλα χάνονται. Και όταν το βρίσκεις να το φυλάς σα θησαυρό αυτό που σώζεται, αυτό που μένει, αυτό που αντέχει στη φωτιά, στο μαχαίρι, στο θάνατο». Τα έλεγα στην Ελισώ κι εγώ με τη σειρά μου κι εκείνη δε μιλούσε, δεν έλεγε τίποτα. Πέρασαν μέρες να καταλάβω γιατί. Για μένα όλα αυτά ήταν ωραία λόγια, ήταν μια ποιηση γεμάτη γοητευτικές λέξεις. Μα εκείνη είχε ζήσει το θάνατο κι ακόμα προσπαθούσε να διακρίνει τι σώθηκε μέσα της, τι άντεξε στη βάρβαρη λεηλασία του.


«Να βουτάς στη θάλασσα με τα μάτια ανοιχτά. Μέσα στο διάφανο νερό τα χρώματα έχουν άλλη λάμψη. Ηλεκτρική», της έλεγα μετά από τόσες φορές που το είχα ακούσει απ’ το στόμα του παππού ύστερα από τη γέννησή μου . Η Ελισώ το δοκίμασε μια φορά και δεύτερη δεν το κατάφερε. Έτσουξαν τα μάτια της και φοβήθηκε. Προτιμούσε να τα έχει κλειστά. Εξάλλου, από το να βλέπει την ηλεκτρική λάμψη του θαλάσσιου κόσμου που έκρυβε ο βυθός, έλεγε πως προτιμά να ακούει τις περιγραφές μου. Έτσι μου έλεγε κι ήταν αλήθεια.

Ήξερα πως δεν άντεχε να ανοίγει τα μάτια. Ήξερα πως δεν καταλάβαινε όλα όσα της έλεγα. Λίγα απ’ αυτά ήταν δικά μου. Με τον καιρό λίγα παραπάνω. Τα περισσότερα ήτανε λόγια του παππού που της τα μετέφερα αυτούσια.
Δεν με πείραζε που δεν καταλάβαινε. Εξάλλου κι εγώ δεν καταλάβαινα, τότε, περισσότερα απ’ αυτήν. Δεν με πείραζε που έκλεινε τα μάτια όταν από τον θεόρατο βράχο που υψώνεται πάνω απ’ την πιο μαγευτική παραλία του κόσμου, τα Μαύρα Βόλια, στον ηφαιστειογενή Ψαρώνα του Εμπορειού, πηδούσαμε για μακροβούτια. Εξάλλου κι εγώ συχνά τα έκλεινα κι ας μην της το μαρτυρούσα. Ούτε στα Βρουλίδια τα άνοιγε, ούτε στην αγιά Φωτιά. Καθόλου δεν με πείραζε. Αντίθετα. Μ’ έκανε να προσπαθώ περισσότερο γι’ αυτήν. Να παραληρώ συχνά ανεξέλεγκτα. Να της μιλώ για τα κατάμαυρα βότσαλα που μέσα στη θάλασσα του Εμπορειού γινόταν αστραφτερά σκοτεινά πεφταστέρια που σαν ουρές από ασημένιους γαλαξίες τα μικρά ευκίνητα ψαράκια διέσχιζαν. Για τα όστρακα και τα φύκια της μιλούσα, τις πολύχρωμες πέτρες που σαν καρποί ενός θαλάσσιου περιβολιού γέμιζαν τις άλλες παραλίες που πηγαίναμε. Έφτιαχνα ιστορίες για όλα όσα δεν έβλεπε, ούτε εκείνη και συχνά ούτε κι εγώ, και τα πίστευε όλα, αφού τίποτα δεν είχε δει κι αφού με πίστευε όσο κι εγώ εκείνη.

Όταν με άκουγε διαγραφόταν στο πρόσωπό της η λάμψη που εκπέμπουν οι ανοιχτές καρδιές. Ένα χωράφι γινόταν που τα λόγια μου γεννοβολούν καρπούς. Θαύμαζα τότε το μυστήριο που νικά τους κανόνες της φύσης και τον χρόνο. Την λογική αλληλουχία και το αναμενόμενο: σαν να το ακουμπούσε το μαγικό ραβδάκι μιας νεράιδας, έβλεπα το χωράφι να χρυσίζει φορτωμένο στάχυα στο φως. Μια διαρκής έκπληξη έκρυβε η ανοιχτή καρδιά της και η αδιάκοπη καρποφορία της μου γεννούσε τον θαυμασμό: το πιο ανθρώπινο και μαζί το πιο υπερφυσικό αίσθημα της ζωής.

«Θα φτιάξουμε ένα σπίτι μέσα στο βυθό», μου έλεγε όταν τελείωνα τις περιγραφές μου. «Θα το χτίσουμε με όστρακα και πολύχρωμες πέτρες. Οι πόρτες του θα είναι από σφουγγάρια και τα έπιπλα από κοράλλια. Ο δικός μας κήπος θα είναι όλο το περιβόλι της θάλασσας. Χωρίς μαντρότοιχους, χωρίς σοκάκια ανήλιαγα, δίχως σκιές». «Εσύ θα είσαι η γοργόνα μου κι εγώ ο αναστημένος βασιλιάς Αλέξανδρος, όλος δικός σου για πάντα!», της απαντούσα.

Όσο της μιλούσα τόσο πίστευα όλα όσα της έλεγα. Άλλο τόσο καταλάβαινα τα μυστήρια πιο βαθιά. Όσα ήταν ακόμα αινιγματικά. Και σχεδόν όλα τέτοια ήταν. Όχι μόνο όσα έκρυβε ο βυθός, αλλά και η επιφάνεια. Η ανοιχτή καρδιά της. Τα λόγια του παππού που συχνά γίνονταν αφορμή για ατέλειωτες συζητήσεις, σκέψεις και όνειρα.

Τα λόγια του παππού συνήθως ήταν αινιγματικά. Όπως αυτά για τις εποχές και τα μυστικά τους. Τις ράγες των τρένων. Τον κόσμο της σοφίας. Την ηλεκτρική λάμψη του βυθού. Μα τότε δεν ζητούσαμε ακόμα εξηγήσεις σε όλα. Μας άρεσε να δίνουμε τις δικές μας ερμηνείες, όσο παιδιάστικες και παράλογες κι αν ήταν. Ήμασταν στα δεκάξι. Και καθώς τα μοιραζόμασταν όλα με την Ελισώ, κάναμε ανεπαίσθητα βήματα μέσα στο μυστήριο της αγάπης. Στο σκοτεινό του λαβύρινθο, που όσο προχωράς τόσο ξεχωρίζεις στο βάθος του τούνελ ένα αχνό φωτάκι που σε οδηγεί ολοένα πιο βαθιά. Τι ήταν αυτό το φως; Ήταν η λύση; Η έξοδος σ’ έναν κόσμο διαφορετικό; Μια απάντηση που έφεγγε εκεί δειλά αλλά άσβηστα; Ακόμη δεν γνώριζα. Πήγαινα όμως. Και δεν πήγαινα μόνος.

Προχωρώντας όμως στο έδαφος του ανεξήγητου και αφήνοντάς το να σε παρασύρει, λίγο λίγο, δίχως να το πάρεις είδηση, χωρίζεσαι απ’ τον κόσμο. Και αν το μοιραστείς με άλλον έναν τότε τον παίρνεις κι αυτόν μαζί σου. Αν μάλιστα πρόκειται γι’ αυτόν που μόνο μια φορά, με τρόπο απόλυτο, μονάχα μία, ενδέχεται να συναντήσεις στη ζωή σου, τότε ο δρόμος αυτός δεν έχει επιστροφή.

Στους περισσότερους δεν συμβαίνει ποτέ. Ούτε να συναντήσουν τον έναν και μοναδικό που θα είναι το απόλυτο συμπλήρωμά τους, ούτε να μπουν στη χώρα του μυστηρίου μαζί του. Το ακόμα πιο σπάνιο είναι αν τον συναντήσουν να καταφέρουν να διασχίσουν το τούνελ μαζί του μέχρι το τέλος, εκείνο το αχνό φως.

Δεν ήξερα πολλά για τη ζωή κι ας νόμιζα συχνά πως τα γνωρίζω όλα. Ήξερα όμως πως η Ελισώ ήταν για μένα. Ένα παρθένο χωράφι του Κάμπου στο οποίο έσπερνα σκέψεις του παππού και δικές μου. Τις πιο λεπτές αποχρώσεις των αισθημάτων μου. Ξετύλιγα την καρδιά μου και την ίδια στιγμή την άφηνα στα χέρια της να την πλάσει σαν τα κεραμικά που φτιάχνουν οι μεγάλοι μάστορες στ’ Αρμόλια. Είχα μια καρδιά από άργιλο και νερό και τα χέρια της ήταν αυτά του αγγειοπλάστη. Ήταν και το καμίνι που την έψηνε. Της έδινε σχήμα, τη σκάλιζε, τη χρωμάτιζε και την έψηνε όπως εκείνη ήθελε. Κι εγώ στα χέρια της έτρεμα όσο μ’ έπλαθε, έτοιμος ανά πάση στιγμή να διαλυθώ, να πέσω, να χαθώ. Όμως εκείνη ήξερε να με κρατά και στον τροχό της αγάπης της να με πλάθει με σιγουριά σαν να ήταν χρόνια εξασκημένη σ’ αυτήν την τόσο σπάνια και μεγάλη τέχνη.

Τρέξαμε πολύ εκείνο το απόγευμα. Σταματούσαμε κατά διαστήματα και παίζαμε κρυφτό. Εκείνη κρυβόταν πίσω από χαλάσματα κι εγώ γεμάτος αγωνία πως την έχασα, πως δεν την έχω πια, την γύρευα παντού. Πεταγόταν τότε ξαφνικά μπροστά μου και με κατατρόμαζε. Έφευγε γελώντας προτού προλάβω να αντιδρασω, τρέχοντας πιο γρήγορα κι απ’ τον άνεμο. Όσο καλός κι αν ήμουν στο τρέξιμο πρέπει να παραδεχθώ πως τις περισσότερες φορές με νικούσε. Με νικούσε και μετά ξεκαρδιζόταν με την απελπισία μου. Κοτζάμ αγόρι να το παραβγαίνει ένα κορίτσι στο τρέξιμο; Κι όμως στην πραγματικότητα ήμουν βαθιά περήφανος γι’ αυτήν μιας και ήδη την ένιωθα δική μου. Καθώς η νύχτα έπεφτε δίχτυ για τα θαλασσινά μας όνειρα προτού πούμε άλλη μια φορά «καληνήυχτα», της έβαλα στο χέρι διπλωμένο στα τέσσερα, ένα μικρό χαρτάκι. Χαμήλωσα ντροπαλά το κεφάλι κι αυτή τη φορά έφυγα εγώ τρέχοντας πριν προλάβει να αντιδράσει. «Η αγάπη έχει μια λάμψη σαν αυτή του κόσμου του βυθού. Ηλεκτρική. Μα είναι βυθός και ουρανός μαζί», έγραφε το μικρό χαρτί που της έδωσα εκείνο το σούρουπο μετά το πρώτο μας φιλί.


  

11 comments:

  1. Βασιλική είναι υπέροχο. Σε κάποια κομμάτια του βρήκα την περιγραφή όσων ένιωσα και νιώθω για την καλύτερή μου φίλη. Ευχαριστούμε για την ανάγνωση! Περιμένουμε και το βιβλίο.

    ReplyDelete
  2. Τύπωσα τα τρία κεφάλαια για να έχω τη ζεστή αίσθηση του βιβλίου κι όχι της ψυχρής οθόνης όταν το διάβαζα. Τώρα νοιώθω πως αποκοιμήθηκα πριν προλάβω να το διαβάσω και ξύπνησα με τη σκέψη πότε θα βρω το χρόνο να το ολοκληρώσω.Είναι περίεργο που αυτή τη φορά δεν εξαρτάται μόνο από τον αναγνώστη. Μακάρι η ώρα αυτή να μην αργήσει γιατί νομίζω πως όλοι όσοι το διάβασαν ανυπομονούν για τη συνέχεια.
    Όμορφη γραφή απόλυτα προσαρμοσμένη στο διαφορετικό αυτό είδος καταφέρνοντας παράλληλα να διατηρήσεις αναλλοίωτο το δικό σου "γραφικό χαρακτήρα".
    Περιμένουμε να ζωντανέψουν τα θαλασσινά όνειρα κι όσα ακόμα κρατάς φυλαγμένα.


    Υ.Γ.: Όταν τυπωθεί θα είναι ίσως πιο ευχάριστο για τον αναγνώστη οι διάλογοι να ξεχωρίζουν όχι με εισαγωγικά αλλά με διαφορετικές σειρές ( -....)

    ReplyDelete
  3. Stefania μου καλώς όρισες! Χαίρομαι που συνάντησες μέσα δικά σου αισθήματα, αυτό είναι το καλύτερο! Σιγά σιγά και το βιβλίο... Να τα πούμε, σου χρωσταω και κάτι δικό σου, ε; Φιλιά!

    ReplyDelete
  4. Ναι, είναι ίσως λίγο σπαστικό για τον αναγνώστη αυτό το κομματάκι κομματάκι, το ξέρω, αλλά κάτι καλό έχει κι αυτό ίσως, αυξάνει τη δίψα... Κάνω συνέχεια διορθώσεις ακόμα και μετά το ανέβασμα, οπότε ελπιζω πως κάτι καλύτερο θα είναι το βιβλίο. Θα ήθελα να είναι πιο προσαρμοσμένη η γραφή μου στο είδος, ξεφεύγω λίγο και αυτό προσπαθώ να διορθώσω. Παρακάτω οι διάλογοι είναι έτσι όπως λες, και αυτά θα τα κάνει πιστεύω και η διορθώτρια. Απλά όταν είναι τόσο μικροί οι διάλογοι είθισται να μπαίνουν σε εισαγωγικά. Άντε, υπομονή και φόρτσο γινάτι, που λέει κι ο Παπαδιαμάντης.

    Ελπίζω να είσαι καλά. Είχα αρχίσει να ανησυχώ... Καλό βραδάκι και ό,τι παρατηρείς να το γράφεις ελεύθερα. Αυτό το νόημα έχει η προδημοσιευση.

    ReplyDelete
  5. ΄Εκανα κάποιες διορθώσεις, μερικές αλλαγές, και το ξανανέβασα. Καλό βράδυ και καλό ξημέρωμα!

    ReplyDelete
  6. Ηρέμησε η ψυχή μου, η ταλαιπωρημένη μου ψυχή με τούτο το κείμενο. Σηκώθηκα λίγο πιο πάνω από το χώμα. Σε ευχαριστώ, Βασιλική! Όλα να πάνε κατ' ευχήν για το βιβλίο.

    ReplyDelete
  7. Να είσαι καλά Νίκο, πολυ καλά... κι ακόμα ψηλότερα!!!

    ReplyDelete
  8. Τώρα βρήκα χρόνο να σε διαβάσω, Βασιλική!
    Υπέροχη η συνέχεια! Μπράβο! Τρέχω να δω τη συνέχεια στο 4ο...!

    ReplyDelete
  9. Είναι πιο καλά σίγουρα να μπορείς να διαβάσεις ένα βιβλίο ολοκληρωμένο αλλά κι αυτός ο τρόπος έχει εκτός από την πρωτοτυπία και τη γοητεία του και για μας αλλά πιστεύω και για σένα.Όταν θα ολοκληρωθεί θα φανεί πόσο προσαρμοσμένη είναι η γραφή σου στο είδος, όμως τα δείγματα που μας έδωσες στα τέσσερα πρώτα κομμάτια δίνουν μια πολύ θετική πιστοποίηση.

    ReplyDelete
  10. Να είσαι καλά Αντώνη μου! Κι από δω ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

    ReplyDelete
  11. Έχεις δίκιο Sot μου, όλα λίγο λίγο θα καθαρίζουν... Καλημέρα!

    ReplyDelete

Σχόλια