Labels

Thursday, September 15, 2022

Οι πρώτες φορές - Βασιλική Νευροκοπλή - περιοδικό φρέαρ για την Εύη Γεροκώστα

Το πρώτο παιχνίδι

Βρέφος στην κούνια μου έπαιζα με τους αγγέλους μήλα μ’ ένα τόπι από φως. Με χάιδευαν με τα φτερά τους. Γαργαλιόμουν και γελούσα. Έπαιζαν μαζί μου κρυφτό κι εγώ τους αποζητούσα κλαίγοντας μέχρι που ξετρύπωναν και πάλι πίσω απ’ τις ντουλάπες και μέσα απ’ τις συρταριέρες. Φτεροκοπούσαν αδιάκοπα πάνω απ’ το κεφάλι μου κι όταν ήταν πια ώρα να κοιμηθώ, ένας ξάπλωνε δίπλα μου, άλλος με σκέπαζε, άλλος με νανούριζε με τα πιο απαλά τραγούδια κι άλλος ψιθύριζε στ’ αφτί μου τα παραμύθια του ουρανού…

Το πρώτο ψέμα

Όταν η μαμά έλειπε απ’ το σπίτι έψαχνα τα συρτάρια της αναζητώντας απαγορευμένους θησαυρούς. Μια μέρα βρήκα ένα λαμπερό μονόπετρο δαχτυλίδι. Είχα ακούσει πως για να βεβαιωθείς πως ένα κόσμημα είναι αληθινό το βάζεις στο στόμα σου και το δαγκώνεις. Αν είναι αληθινό δεν παθαίνει τίποτα, αν όμως είναι ψεύτικο λυγίζει σαν σύρμα. Το δάγκωσα, λοιπόν, και αυτό λύγισε. Φοβήθηκα πως ίσως η θεωρία για τα αληθινά και τα ψεύτικα κοσμήματα δεν ίσχυε. Προσπάθησα να το επαναφέρω όπως ήταν, αλλά στάθηκε αδύνατον. Τότε, για να μη στεναχωρηθεί η μαμά, το πέταξα απ’ το μπαλκόνι…

Λίγες μέρες αργότερα η μαμά το αντιλήφθηκε και μας ρώτησε όλους, πέντε αδέρφια ήμασταν, αν είδαμε κάπου το δαχτυλίδι του γάμου της. Κατάλαβα πως είχα κάνει κάτι φριχτό. Είπα όμως ψέματα πως κι εγώ δεν είχα ιδέα για την τύχη του όπως και τ’ αδέρφια μου. Αλλά δεν μπόρεσα να το κρατήσω για πολύ μέσα μου. Το ψέμα μού κατέτρωγε την ψυχή. Μετά από μια δυο μέρες της εξομολογήθηκα την αλήθεια. Λυπήθηκε πολύ αλλά δε με μάλωσε καθόλου. Κατέβηκε η καημένη να το ψάξει στον δρόμο, αλλά το δαχτυλίδι δε βρέθηκε ποτέ…

Το πρώτο παραμύθι

Το πρώτο παραμύθι που άκουσα ήταν η πρώτη αγρυπνία στην εκκλησία του μπαμπά που ήταν ιερέας. Θυμάμαι εκείνη τη νύχτα σαν την πιο γλυκιά της ζωής μου. Και ήταν ένα μουσικό παραμύθι, ένα αρωματικό παραμύθι, ένα παραμύθι που άκουγα με τ’ αδέρφια μου ξαπλωμένοι καταγής πάνω σε μια κουβέρτα που είχε φέρει η μαμά για να ξαπλώσουμε και να κοιμηθούμε πάνω στα κρύα μάρμαρα του ναού των Δώδεκα Αποστόλων. Δεν κατάλαβα τίποτα από τις λέξεις των ψαλτάδων και των ιερέων, αλλά ήταν και παραμένει μέχρι σήμερα το ωραιότερο παραμύθι της ζωής μου…

Η πρώτη μέρα στο σχολείο

Πρώτη μέρα στο νηπιαγωγείο. Είμαι πολύ χαρούμενη που βρίσκομαι εκεί. Η τάξη έχει μια ωραία μυρωδιά καραμέλας και η νηπιαγωγός είναι χαμογελαστή. Μας βάζει να καθίσουμε ανά δύο στα θρανία, τα οποία όμως είναι ενωμένα με τον πάγκο που είχαν για κάθισμα. Θυμάμαι μέχρι σήμερα τη μεγάλη δυσαρέσκεια που μου προκάλεσε το γεγονός ότι δεν χωρούσα να καθίσω. Ήμουν ένα ψηλό παιδί και τα γόνατά μου χτυπούσαν στο κάτω μέρος του θρανίου. Έπρεπε να έχω συνεχώς τεντωμένα τα πόδια μου, πράγμα πολύ άβολο κι είχα να περάσω μια ολόκληρη χρονιά σ’ αυτή τη θέση, πράγμα που ίσως και να στάθηκε η βασική αιτία γέννησης ενός αγωνιώδους αισθήματος που με ακολούθησε για χρόνια… ότι δεν χωράω…

Η πρώτη φωτογραφία

Μια ασπρόμαυρη φωτογραφία μου μέσα σ’ έναν αχνό κύκλο στην πάνω αριστερή γωνία του προσκλητηρίου της βάφτισής μου που απεικονίζει ένα στρουμπουλό προσωπάκι –καθόλου όμορφο! Ευτυχώς η μαμά πολύ νωρίς μου έμαθε μια πολύ παρηγορητική παροιμία που έλεγαν στο χωριό τους: άσχημο στην κούνια, όμορφο στη ρούγα…

Το πρώτο βιβλίο που διάβασα

Η τεράστια και ασήκωτη εικονογραφημένη Βίβλος για παιδιά από τις εκδόσεις Σιδέρη. Μέχρι σήμερα πιστεύω πως είναι η ωραιότερη Βίβλος! Ήταν το βιβλίο που με ξεκούραζε, με συνάρπαζε και κυρίως με παρηγορούσε πως δεν είμαι μόνη και αβοήθητη στη ζωή, αλλά συγγενεύοντας με τους βιβλικούς προγόνους μου μπορούσα κι εγώ να ξεπερνώ τις δυσκολίες με θάρρος και με τη βοήθεια του Ουράνιου Πατέρα μας.

Η πρώτη τιμωρία

Ήταν από τον δάσκαλο που είχα στην πρώτη δημοτικού, έναν δυστυχισμένο, αγέλαστο και σκληρό άνθρωπο. Καθόμασταν με τη διπλανή μου, ως πιο ψηλές, στο τελευταίο θρανίο και είχαμε και οι δυο τα μαλλιά μας πλεγμένα σε δύο κοτσιδάκια. Εγώ δεν καταλάβαινα καθόλου γιατί δεν πρέπει να μιλάμε μεταξύ μας όταν έκανε μάθημα ο δάσκαλος. Μου φαινόταν πολύ φυσικό να μιλάμε κι εμείς. Κι έτσι επειδή μιλούσαμε, μας σήκωσε και τις δυο στον πίνακα και μας έβαλε να σταθούμε απέναντι στα υπόλοιπα παιδιά. Πήρε τη δική μου αριστερή πλεξούδα και τη δεξιά της φίλης μου και τραβώντας τες χτύπησε δυνατά μερικές φορές τα κεφάλια μας. Ευτυχώς μόλις το είπα στους γονείς μου, με άλλαξαν σχολείο…

Το πρώτο κατοικίδιο

Ζώντας σε διαμέρισμα της Θεσσαλονίκης και μάλιστα ως πολύτεκνη οικογένεια δεν είχαμε ποτέ κατοικίδιο. Εξάλλου τότε δεν ήταν καθόλου συνηθισμένο. Κατοικίδια είχαν μόνο στα χωριά και στις αυλές των σπιτιών.

Η πρώτη απογοήτευση

Εκτός από το πρόβλημα με το θρανίο στο νηπιαγωγείο που προανέφερα, ήταν και η μέρα που η κυρία είχε στήσει στην αυλή ένα γαϊτανάκι λέγοντάς μας γεμάτη ενθουσιασμό πως σήμερα έχουμε γιορτή και θα χαρούμε όλοι πολύ. Μας έβγαλε στην αυλή και μας ζήτησε να πιάσουμε όλοι από μία κορδέλα και όταν άρχισε η μουσική αρχίσαμε να χορεύουμε γύρω γύρω. Το γεγονός ότι τα παιδιά δεν μπορούσαν να κρατήσουν τον ρυθμό και άλλα πήγαιναν γρήγορα και άλλα αργά δημιούργησε έναν πανδαιμόνιο όπου το ένα παιδί τσαλαπατούσε το άλλο. Ήμουν το μόνο παιδί που βγήκα πολύ γρήγορα έξω απ’ το χορό και ακόμα κι όταν η νηπιαγωγός μου είπε να ξαναμπώ αρνήθηκα σθεναρά. Δε μου άρεσε καθόλου το τσαλαπάτημα και την ίδια ώρα αναρωτιόμουν γιατί χαίρονται τα άλλα παιδιά δεμένα σε μια κορδέλα και υποχρεωμένα να χοροπηδούν; Τι νόημα είχε; Ήταν η πρώτη μου απογοήτευση για το τι νομίζουν οι μεγάλοι ευχάριστο και διασκεδαστικό για τα παιδιά, αλλά και η πρώτη φορά που διαχώρισα τη θέση μου πως τέτοιου είδους διασκέδαση δε μ’ ενδιαφέρει καθόλου…

Ο πρώτος έρωτας

Ήταν ένας σχεδόν ακατανόητος έρωτας. Ήμουν στην έκτη δημοτικού και η κολλητή μου φίλη ήταν ερωτευμένη με ένα αγόρι της τάξης μας. Κάποια στιγμή με παρότρυνε να ερωτευτώ τον φίλο του για να είμαστε παρέα οι τέσσερις. Γιατί όχι, της είπα. Κι έτσι ερωτεύτηκα ένα αγόρι που δεν μου άρεσε καθόλου. Δεν ήταν όμορφο, δεν ήταν έξυπνο και το κυριότερο: δε μιλούσε ποτέ. Ίσως να ερωτεύτηκα την απουσία όλων αυτών που δεν υπήρχαν σ’ αυτό το αγόρι και το έκαναν να ξεχωρίζει από άλλα. Πολύ γρήγορα όμως κατάλαβα πως δεν είχα καμιά δουλειά μαζί του. Ήταν σαν ένα εφτασφράγιστο κουτί κι εγώ δεν είχα το κλειδί να το ξεκλειδώσω.

Το πρώτο βιβλίο που έγραψα

Ήταν Το μοναδικό φιλί, που έμελλε να εκδοθεί από τις εκδόσεις Λιβάνη μετά από άλλα μου τρία βιβλία που η συγγραφή τους έπεται. Γράφτηκε τον πρώτο καιρό του μεγάλου έρωτα με τον άντρα μου, λίγο μετά τον γάμο μας, όταν ακόμα δεν είχα ιδέα πως είμαι συγγραφέας. Ερωτευτήκαμε το 1986, παντρευτήκαμε τρία χρόνια αργότερα, άρα κάπου το 2000 γράφτηκε, και ενώ το πρώτο βιβλίο μου εκδίδεται το 2007, Το μοναδικό φιλίεκδίδεται το 2010 και μάλιστα μετά από παρακίνηση φίλων που το είχαν διαβάσει σε χειρόγραφο. Πέρασαν χρόνια για να κατάλαβα πως αυτή η ιστορία ήταν σαν μια προβολή της ζωής μας στο μέλλον, σαν μια ευχή για το πώς θα ήθελα να γεράσουμε μαζί. Σήμερα μοιάζει να μην έπεσα ευτυχώς και πολύ έξω…

Η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι κάτι πρέπει ν’ αλλάξει στην παιδική / εφηβική λογοτεχνία

Άρχισα να διαβάζω πολλά παραμύθια από τον καιρό που σπούδαζα στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δασκάλων και δε σταμάτησα από τότε. Ποτέ όμως δε σκέφτηκα πως κάτι πρέπει να αλλάξει στην παιδική/εφηβική λογοτεχνία. Αυτό όμως που πολλές φορές μου προκαλούσε μεγάλη δυσαρέσκεια σε πολλά τέτοια βιβλία –ακόμα και πολύ πριν ξεκινήσω να γράφω– ήταν το γεγονός ότι υποτιμούσαν τα παιδιά σαν να απευθύνονταν σε ηλίθιους αναγνώστες και συχνά ήταν προχειρογραμμένα και κακογραμμένα.

Η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα πως κάτι έχει αλλάξει ήταν όταν διάβασα το παραμύθι του Χρήστου Μπουλώτη Η παράξενη αγάπη του αλόγου και της λεύκας. Για μένα αυτό το βιβλίο αποτελεί μια τομή στην ιστορία της παιδικής λογοτεχνίας. Όταν το 2007 εκδόθηκε το πρώτο μου παραμύθι, το Αν τ’ αγαπάς ξανάρχονται, κάποιοι είπαν πως κι αυτό το βιβλίο συνιστά μια άλλη τομή. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να το πω εγώ αυτό. Μα όταν διάβασα Το δέντρο που έδινε του Σελ Σιλβερστάιν, ένιωσα πως η λογοτεχνία παίρνει οριστικά έναν άλλο δρόμο που κι εμένα μου ταίριαζε περισσότερο.

Τις αλλαγές όμως δεν τις αποφασίζει κανείς. Ούτε τις προβλέπει ούτε και μπορεί να τις εκβιάσει. Αρκεί ένα μεγάλο ταλέντο για να αλλάξει τον ρου της ιστορίας. Ένα ταλέντο που θα αφουγκραστεί την εποχή του, θα μιλήσει στη γλώσσα της, χωρίς όμως και να υποταχθεί μίζερα ή χρησιμοθηρικά στις ανάγκες της. Ο λόγος της τέχνης είναι κάτι πολύ περισσότερο από εξυπηρέτηση κοινωνικών αναγκών, αναβίωση ζητημάτων της καθημερινότητας, υποταγή σε μόδες και ιδεολογήματα κάθε εποχής. Αν ο λόγος της τέχνης δεν κυοφορείται από υπαρξιακή και μεταφυσική πνοή που σηκώνει τον αναγνώστη λίγο ψηλότερα, είναι καταδικασμένος στη θνησιμότητα…

https://mag.frear.gr/oi-protes-fores-vasiliki-nevrokopli/

https://mag.frear.gr/oi-protes-fores-vasiliki-nevrokopli/https://mag.frear.gr/oi-protes-fores-vasiliki-nevrokopli/

Saturday, September 10, 2022

Ομήρου Οδύσσεια - Το τραγούδι των αιώνων -: Μια σύγχρονη απόδοση της Βασιλικής Νευροκοπλή για νεαρούς αναγνώστες και όχι μόνο (του Γιάννη Σ. Παπαδάτου)

Από τα πιο παλιά κείμενα του κόσμου είναι η Οδύσσεια, το ηρωικό έπος της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, που αναφέρεται στις γοητευτικά μαγικές διαδρομές της μορφής που έχει γίνει γνωστή σε όλη την οικουμένη κι είναι συνώνυμη των λογής ταξιδιών της γνώσης και της ψυχής

«Αυτάρ Οδυσσεύς ήγεν Κεφαλλήνας μεγαθύμους», λέει ο Όμηρος για τον πολύτροπο ήρωά του από την Ιθάκη. Η Οδύσσεια, το έπος των 24 ραψωδιών και των 12.110 στίχων,  μαζί με την Ιλιάδα καταγράφηκαν τον 6ο π.Χ. αιώνα από τον Πεισίστρατο ή τον γιό του Ίππαρχο. Για να περιοριστώ στην Ελλάδα, από τα τέλη του 16ου αι. μ.Χ. έως τις μέρες μας, η Οδύσσειαέχει εκδοθεί ως αρχαίο κείμενο, μεταφραστεί ή διασκευαστεί εκατοντάδες φορές, για ενήλικες αλλά και για παιδιά με διάφορους τίτλους ήδη από τον 19ο αιώνα (π.χ. Αι περιπλανήσεις του Οδυσσέως – Διηγημέναι είς παίδας-1879). Σημειώνω τις μεταφράσεις των Πολυλά, Εφταλιώτη, Καζαντζάκη-Κακριδή, Σιδέρη, Μαρωνίτη. Οι μεταφράσεις και οι διασκευές, μάλιστα και σε πεζή μορφή, για παιδιά και νέους έχουν μακρά ιστορία. Να αναφέρω μόνο τη διασκευή σε πεζή μορφή του Χάρη Σακελλαρίου και σε έμμετρη μορφή του Κώστα Πούλου και του Μιχάλη Γκανά σε έμμετρη και πεζή απόδοση. Κι ίσως, η Οδύσσεια, στις κατά καιρούς «μεταμορφώσεις» της να είναι από εκείνα τα κείμενα που αν κάποιος/κάποια θέλει να παρακολουθήσει την πορεία της γλώσσας μας ανά τους αιώνες, δεν θα βρει ίσως καλύτερο «σύμμαχο» και «καθοδηγητή». Ο γλωσσικός πλούτος της είναι μια ανεκτίμητη παρακαταθήκη και όχι μόνο για την Ελλάδα.

Ως μαθητές των μεταπολεμικών χρόνων γνωρίζαμε την Οδύσσεια ή μάλλον ένα μικρό τμήμα της είτε από το αρχαίο κείμενο είτε, αργότερα, από την κλασική μετάφραση του Ζήσιμου Σιδέρη. Το εκπαιδευτικό σύστημα, άλλωστε, δεν εμβάθυνε  στον πολιτισμικό πλούτο του έπους, αλλά ενδιαφερόταν μόνο για το συντακτικό-όσον αφορά στο αρχαίο κείμενο και για «άγνωστες» λέξεις ή για ξερά γραμματικά και πραγματολογικά στοιχεία, περιλήψεις και άλλα παρόμοια …θαυμαστά. Έτσι η προσέγγιση ήταν κοπιώδης και βραδυκίνητη. Θυμάμαι, έναν σπουδαίο καθηγητή, τον Γεράσιμο Λαμπίρη, στο Γυμνάσιο Σάμης Κεφαλονιάς, που,  πολύ μπροστά από την εποχή του, καυτηρίαζε τη συγκεκριμένη πραγματικότητα προσπαθώντας, μέσα στη μέγγενη του προγράμματος, να μας γνωρίσει τον πολιτισμικό πλούτο του έπους. Παρόλα αυτά, ποιος ή ποια δεν θυμάται έστω και τους δύο πρώτους στίχους του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου: «Τον άνδρα τον πολύτροπο πες μου, θεά, που χρόνια / παράδερνε, σαν πάτησε της Τροίας τ’ άγιο κάστρο…».

Κι έρχομαι στην πρόσφατη απόδοση του έπους από την πολυβραβευμένη συγγραφέα βιβλίων για παιδιά και εφήβους Βασιλική Νευροκοπλή, σε ένα καλαίσθητο εικονογραφημένο βιβλίο. Στον εκτενή πρόλογο σημειώνεται ότι η απόδοση βασίστηκε στη μεταγραφή σε πεζό λόγο της Οδύσσειας «Ανωνύμου», στη μετάφραση του Γεωργίου Ψυχουντάκη κι επίσης, στη μετάφραση του Δ. Μαρωνίτη και στα σχόλια του Κ. Σ. Γανωτή. Η συγκεκριμένη έκδοση, που μετρά 6062 στίχους, αποδίδει τις εικόνες και το νόημα του πρωτότυπου και είναι αποτέλεσμα «εξάχρονης μαθητείας» όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται. Παρόλο που οι στίχοι της συγκεκριμένης απόδοσης είναι, σε σχέση με το πρωτότυπο, περίπου οι μισοί, δεν έχει χαθεί η ουσία του έπους και ο   πολύμορφος πλούτος του ιδιαίτερα σκηνές του ιδιωτικού και δημόσιου βίου. Αφαιρέθηκαν ή συμπτύχθηκαν από το πρωτότυπο κυρίως τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα μακροσκελών αφηγήσεων κι επίσης κάποιες βίαιες σκηνές αποδόθηκαν υπαινικτικά. Για παράδειγμα η σκηνή του φόνου του μνηστήρα Αντίνοου, στο πρωτότυπο, είναι σκληρή. Ανάμεσα στ’ άλλα αναφέρεται ότι το βέλος του Οδυσσέα τον τρύπησε από τον αυχένα ως τη μύτη κι απ΄ τα ρουθούνια του το αίμα ξεπήδησε ρυάκι. Η Νευροκοπλή «αποφεύγει» δίχως όμως να αποσιωπά τον συγκεκριμένο φόνο, ως εξής: «Τεντώνει τότε τη χορδή και εκτοξεύει βέλος /κι ο νεαρός Αντίνοος άδοξο βρίσκει τέλος….Ο Αντίνοος παραπατά, λιγοθυμά και πέφτει,/τον κόσμο αποχαιρετά τον άπονο και ψεύτη» (χ, στ. 7-8, 13-14). Το αξιοσημείωτο είναι ότι πολλές φράσεις ή και έννοιες του πρωτότυπου αντικαταστάθηκαν με επιτυχία από άλλες διαχρονικές φράσεις και παροιμίες π.χ. «Κι είν’ η πνοή του στεναγμός κι ο στεναγμός του δάκρυ,/ δάκρυ που βγαίνει ποταμός απ’ της καρδιάς την άκρη» (χ, στ. 296-297). Ένα πρόσθετο σημαίνον στοιχείο που βοηθά τον αναγνώστη και την αναγνώστρια, αλλά και τους/τις εκπαιδευτικούς, ώστε να προσεγγίσουν το έργο, ανάλογα με τις εκπαιδευτικές ανάγκες και προπάντων την αναγνωστική τους επιθυμία, αποτελούν οι έμμετροι τίτλοι  που αποδίδουν το νόημα της κάθε ραψωδίας. Σταχυολογώ: η ραψωδία α΄ φέρει τον τίτλο «Η συνεδρία των θεών, της Αθηνάς κελεύσεις», η ραψωδία η΄: «Στον βασιλιά Αλκίνοο με θάρρος προχωράει», η τ΄: «Συνομιλούν» οι βασιλείς, ονείρου αγωνία» και η ω΄: «Έρχεται συμφιλίωση κι αγάλλονται οι τόποι».

Η ανάγνωση είναι απολαυστική για διάφορους λόγους. Η Οδύσσεια στην απόδοση της Νευροκοπλή σέβεται απόλυτα το πρωτότυπο. Προσφέρεται σε μια γλώσσα σύγχρονη, απλή και ζωντανή, που κάνει το έπος προσιτό στις μικρές ηλικίες αλλά και στις μεγαλύτερες. Με πρόσθετο μορφολογικό στοιχείο τη ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, αναδύονται ανάγλυφα, ανάλογα με τα στιγμιότυπα της πλοκής με λυρισμό ή ρεαλισμό, εικόνες του έπους που μαγνητίζουν τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες. Η συγγραφέας ξέρει να εισχωρεί δημιουργικά σε πολλές «ποιητικές εποχές» και χαρακτηριστικά ύφη της γλώσσας. Για παράδειγμα στο ύφος της κρητικής παράδοσης είναι οι στίχοι: «Κι αφού τα συμφωνήσανε κι όλα συντελεστούνε / οι φίλοι οι αχώριστοι θε ν’ αποχωριστούνε» (ν, στ. 225-226) ή στο ύφος των δημοτικών τραγουδιών οι στίχοι: «Τον έλουσαν, τον έντυσαν και το τραπέζι στρώσαν,/σε θρόνο τη βασίλισσα να υφαίνει καμαρώσαν» (ρ, στ. 41-42).  Η εικονογράφηση είναι εξόχως ενδιαφέρουσα στο ύφος αρχαϊκών μοτίβων και διακείμενων από εικονιστικές παραστάσεις της αρχαιότητας.

Καταλήγοντας, παραθέτω τους πρώτους δέκα στίχους   με την εξής ευχή: μακάρι το συγκεκριμένο βιβλίο να υπάρχει στις βιβλιοθήκες των σχολείων της πρωτοβάθμιας και  δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης «προς ανάγνωσιν και χρήσιν των ανήβων», όπως θα έλεγε ένας συγγραφέας του 19ου αιώνα, αλλά κυρίως των εφήβων και, γιατί όχι, των ενηλίκων.

(ραψωδία α΄, στ. 1-10

Τον άντρα τον πολύτροπο, Μούσα, ν΄ανιστορήσεις,

τι είδε και τι έζησε στα πέρατα της κτίσης.

Πολλών ανθρώπων γνώρισε και τόπων ιστορία,

αφού το ιερό καστρί εκούρσεψε στην Τροία.

Και μύρια πάθη πέρασε για να τα καταφέρει

τους ακριβούς συντρόφους του στον τόπο να τους φέρει.

Μα δεν τους γύρισε ποτέ, μιας κι οι μωροί τα ζώα

τα ιερά κατέφαγαν του Ήλιου τα αθώα.

Του Δία κόρη, Μούσα μου, απ’ όπου θες ξεκίνα

κι ό,τι μου λες θα τραγουδώ, και τούτα μα κι εκείνα.

 

———————————————

 (*) Ο Γιάννης Σ. Παπαδάτος είναι αν. καθηγητής του παν/μίου Αιγαίου, κριτικός βιβλίων για παιδιά και εφήβους.

https://www.oanagnostis.gr/omiroy-odysseia-mia-sygchroni-apodosi-gia-nearoys-anagnostes-kai-ochi-mono-toy-gianni-s-papadatoy/?fbclid=IwAR1SVscU2H8FjvVEhe3I6mAp8MKEOKXvk1neGn5wwEOIhyqhFHinu4Yj2Hs


Friday, September 2, 2022

Tο ρόδον της Ανατολής - Μουσικοαφηγηματική παράσταση - Μουσική: Κυριάκος Καλαϊτζίδης, κείμενα-στίχοι: Βασιλική Νευροκοπλή






Πλησιάζει η ώρα έναρξης της παράστασης «Το Ρόδον τηςς Ανατολής». Το κοινό κάθεται στις καρέκλες της ανακαινισμένης αίθουσας «Β. Πυρσινέλλας» του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Ιωαννιτών, τα φώτα χαμηλώνουν, μπαίνουν στη σκηνή οι συντελεστές της παράστασης, χειροκροτούνται, κάθονται στις θέσεις τους. Σκοτάδι απόλυτο.
Ακούγεται από τα ηχεία η παλαιά γνωστή ραδιοφωνική φωνή αναζητήσεων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού για τους αγνοούμενους της Μικρασιατικής καταστροφής σε μορφή κανόνα. Η μία αναζήτηση μπαίνει μέσα στην άλλη, η ένταση κορυφώνεται. Ακούγονται οι πρώτες νότες απ’ το ούτι του συνθέτη του εν λόγω έργου, Κυριάκου Καλαϊτζίδη που σιγά σιγά δυναμώνουν. Πρώτο άκουσμα είναι η «Εξορία». Με το που τελειώνει το μουσικό κομμάτι η συγγραφέας και στιχουργός της παράστασης, Βασιλική Νευροκοπλή σηκώνεται όρθια και διαβάζει την αρχή ενός γράμματος. Η κόρη ενός πρόσφυγα ταξιδεύει με το τρένο από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα σ΄ένα κουπέ με πρόσφυγες, γύρω στο 1950, που διηγούνται τους καημούς και τα πάθη τους. Μια τραγουδίστρια σιγοτραγουδά κι είναι το τραγούδι της που ωθεί την κόρη να γράψει στον πατέρα της όσα ακούει, ελπίζοντας πως οι λέξεις της θα μεταμορφωθούν από μαύρα σημάδια στο χαρτί σε αστέρια που θα τη φέρουν και πάλι κοντά του τώρα που η καλή νυχτιά έρχεται αλαφροπατώντας.
Ακολουθεί ο «Μανές της καληνυχτιάς», ένα παραδοσιακό τραγούδι που τραγουδά ο Νίκος Ανδρίκος.
Μετά το τέλος του τραγουδιού, η αφηγήτρια περιγράφει έναν κομψό κύριο που βγάζει από την τσάντα του ένα πακέτο εφημερίδες που γράφουν για το αφεντικό του, που γεννήθηκε στην Καππαδοκία, μεγάλωσε ξυπόλυτος και με την εργατικότητα και το πείσμα του κατάφερε να γίνει μεγάλος επιχειρηματικός παράγοντας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πώς με την καταστροφή έχασε όλη του την περιουσία, ήρθε στην Ελλάδα, ξεκίνησε απ’ την αρχή, τα έχασε όλα δεύτερη φορά στην περίοδο του πολέμου του ’40 και πάλι τα κατάφερε χαρίζοντας στην πατρίδα του αναρίθμητα φιλανθρωπικά και φιλεκπαιδευτικά έργα.
Η Μαρία Φαραντούρη ερμηνεύει το τραγούδι «Το πρώτο χώμα»:
«Τι ’ναι πατρίδα, με ρωτάς,
μήπως ο πρώτος ήλιος,
η πρώτη μήπως η νυχτιά,
μάνα, πατέρας, φίλος…»
Η κόρη του πρόσφυγα θυμάται το όνομα του επιχειρηματία από διηγήσεις της γιαγιάς της και πράγματι ανακαλύπτει πως γνωρίζονταν με τον πατέρα της. Ξετυλίγει τη δική της ιστορία. Πώς έμεινε πίσω, ποιος ήταν ο πατέρας της, τι τράβηξαν απ’ τους Τσέτες. Μόνο ένα περιστατικό δεν αναφέρει, το πλέον επώδυνο, το επεισόδιο της σπηλιάς όπου είχαν καταφύγει οι άντρες του χωριού της και οι Τσέτες ανάγκασαν τις γυναίκες να τη στομώσουν με κλαδιά για να τ’ ανάψουν ακολούθως και να πνιγούν όλοι απ’ τον καπνό…
Ο Νίκος Ανδρίκος τραγουδά «Τ’ αηδόνι»:
«Αηδόνι της Ανατολής, τι θες σ’ αυτά τα μέρη;
Ψάχνεις να χτίσεις μια φωλιά στο φτερωτό σου ταίρι;
Έχασα ταίρι και φωλιά, δάσος να φτερουγήσω,
για κείνους που χαθήκανε ήρθα να τραγουδήσω…»
Η Μαρία Φαραντούρη τραγουδά το παραδοσιακό νανούρισμα της Σμύρνης "Μαργαριταρένια μου».
Είναι το τραγούδι που στην ιστορία μας το λέει η τραγουδίστρια του βαγονιού σ’ ένα μωρό που κλαίει. Κατόπιν, η κυρία αυτή θυμάται ο όνομα του επιχειρηματία για τον οποίο μίλησε ο γραμματικός του καθώς πήγαινε εκείνος και άκουγε τη μητέρα της στην Πόλη που έπαιζε ούτι στους Μεϊχανέδες. Η τραγουδίστρια ήρθε με τη μητέρα της στη Θεσσαλονίκη δίχως τον πατέρα της. Μεγάλωσε πιστεύοντας πως εκείνος πέθανε, αλλά κάποτε, εκεί που τραγουδούσε πλέον στα καφέ Αμάν της Σαλονίκης, πήγε ένας έμπορος και της είπε πως ο πατέρας της ζει. Έτσι θα ξεκινήσει μια μέρα να πάει να τον βρει…
Η Φαραντούρη τραγουδά τη «Διάφανη βροχή»:
«Ξένος στης ζωής τους δρόμους γυρνάω,
ένα κορμί με πήλινη ψυχή,
ράγισε ο πηλός, θρύψαλα στο φως,
πέταξε η πνοή.
Μη με ρωτάς τι 'ναι η αλήθεια,
βούτα κι εσύ στα παραμύθια…»
Η αφήγηση συνεχίζει με έναν νεαρό μαθητευόμενο ενός σπουδαίου αγιογράφου και συγγραφέα απ’ το Αϊβαλί που μιλά για τον δάσκαλό του ο οποίος όποτε ταξιδεύει στη Θεσσαλονίκη πηγαίνει με μια παρέα ψαλτάδων ν’ ακούσουν την τραγουδίστρια του βαγονιού κι έτσι ξεδιπλώνεται η ιστορία του δασκάλου του…
Ο Νίκος Ανδρίκος τραγουδά το ζεϊμπέκικο: «Τ’ Αϊβαλί»:
«Γνώρισα καλούς ανθρώπους, άσημους μα και τρανούς
και γραμματικούς μεγάλους και αγράμματους σοφούς.
Δερβισάδες, καλογέρους, οδοιπόρους ταπεινούς,
ξακουστούς καπεταναίους κι αφεντάδες σπλαχνικούς.
Σαν τη μάνα μου δε βρήκα, μ’ άστρα και λεμονανθούς,
έπλεκε χρυσά στεφάνια στης ζωής τους ναυαγούς…»
Στη συζήτηση μπαίνει μια νεαρή ηθοποιός από την Αμερική που έρχεται να γνωρίσει τους παππούδες της. Εντυπωσιάζεται που όλες οι ιστορίες των προσφύγων μοιάζει να είναι παρμένες από το ίδιο βιβλίο και παρουσιάζει τον σκηνοθέτη της που έφτασε στο Χόλυγουντ απ’ την Καππαδοκία και μεγαλουργεί…
«Ο όρκος της αγάπης» είναι το επόμενο τραγούδι από τη Μαρία Φαραντούρη:
«Του γιασεμιού τα πέταλα
σου ’πλεξα δαχτυλίδι.
Πριν μαραθούν, ορκίστηκα,
να ’ρθω απ’ το ταξίδι.
Αν βρω τ’ αθάνατο νερό,
το χρυφαφένιο μήλο
κι έναν καθρέφτη μαγικό,
πριν έρθω θα στα στείλω…»
Ένας εκδότης δείχνει στους συνταξιδιώτες του ένα χειρόγραφο που ετοιμάζεται να εκδώσει και αφηγείται τη συγκλονιστική ιστορία μιας ομάδας κρυπτοχριστιανών του Πόντου. Είναι αυτοί που στην ανταλλαγή δεν μπόρεσαν να έρθουν στην Ελλάδα επειδή στα χαρτιά φαίνονταν μουσουλμάνο. Έμειναν και θα μείνουν για πάντα εκεί. Μια τέτοια ομάδα, πέντε χρόνια πριν, έφθασε στην Πόλη και ζήτησαν κρυφά έναν πνευματικό. Ήταν Μεγάλη Σαρακοστή… του ζήτησαν να βαφτίσει τα αβάφτιστα παιδιά τους, να τους λειτουργήσει να μεταλάβουν, να διαβάσει χώμα απ’ τα ταφεία τους και στο τέλος να τους κάνει και Ανάσταση…
Η αγωνία και το δράμα αυτών των ανθρώπων αποτυπώνεται στο τραγούδι «Οι αλησμόνητοι» που ακούμε από τον Ανδρίκο:
«Μέρα και νύχτα την ψυχή την τρώει η απορία,
αν λαθεμένη για σωστή τραβήξαμε πορεία.
Αν στον Ιούδα μοιάζουμε ή άραγε στον Πέτρο,
πώς να μετρήσεις τον καημό και που να βρεις το μέτρο…»
Ό,τι είχε να ειπωθεί ειπώθηκε… αλλά το έργο δεν τελείωσε. Δεν θα μπορούσε να απουσιάζει η οπτική ενός ντόπιου και αυτός είναι ο ελεγκτής των εισιτηρίων. Θα υπερασπιστεί την αφιλόξενη στάση των γηγενών μέσα από το επιχείρημα πως κι αυτοί βγαίναν από πόλεμο κι ήταν κακομοίρηδες και φτωχοί, δεν ήταν μια αγγελική κοινωνία. Και τότε σαν από μηχανής θεός, ο ελεγκτής θα λύσει το δράμα του έργου. Θα πει σε όλους ποιος άνθρωπος του άλλαξε τον νου και του χρωστά τη μεταστροφή του. Διηγείται, λοιπόν, τη συνάντησή τους και την ιστορία ενός επιβάτη που συνάντησε πριν λίγα χρόνια και περιγράφει την τραγική ιστορία της σπηλιάς του χωριού του. πρόκειται για την ιστορία που η κόρη στην αρχή του έργου δεν τόλμησε να περιγράψει. Αυτός είναι ο πρόσφυγας που του έμαθε πως ξένος δε σημαίνει απαραίτητα εχθρός, μπορεί να σημαίνει και φίλος…
Η Φαραντούρη ερμηνεύει τον «Ξένο»:
«Ξένος ἤρθα στὴ ζωή, ἕνα πρωΐ,
τόσο πείνασα, τόσο δίψασα, ἔμεινα παιδί.
Μιὰ θάλασσα πλατειά, κόσμος προσπερνᾶ, τρέμω μὴ πνιγῶ,
Μιὰν ἀγκαλιὰ Θεέ, ἄνοιξε νὰ μπῶ…»
Ο αφηγηματικός επίλογος είναι της κόρης που αναζητά τον πατέρα της τριάντα χρόνια μετά την ανταλλαγή. Η ευχή της εκπληρώθηκε… μπορεί να πλέον να τον βρει…
«Στάλα γλυκόπικρη η ζωή, μας. λέει… κι όμως ζωή… κι εμείς ακόμα ζούμε… κι όσο ζούμε προχωράμε… έτσι μάθαμε… κάνουμε το σταυρό μας και προχωράμε… όπου βρεθούμε, με ό,τι μας απομένει… ίσως επειδή γεννηθήκαμε στην καρδιά ενός ρόδου που όπου κι αν βρεθεί ανθίζει και μοσχοβολά… το ρόδον της Ανατολής…»
Το χασάπικο «Ο Αχθοφόρος» θα αποτελέσει το πανηγυρικό φινάλε της παράστασης από τη Μαρία Φαραντούρη και όλους τους μουσικούς:
«Σαν πεφταστέρια της νυχτιάς γλιστρήσαμε
σε μια πλανεύτρα πλάση,
που θα μας ξεγελάσει.
Στο ’να της ζύγι δράμια δυο τα θαύματα,
οκάδες στ’ άλλο πόνοι,
στην αγκαλιά της την αυγή,
το δειλινό στην εξορία μόνοι…»
Τα φώτα ανάβουν, το κοινό ξεσπά σε θερμά χειροκροτήματα, όλοι σηκώνονται απ’ τη θέση τους, δε σταματούν. Ένα κοινό ιδιαίτερα καλλιεργημένο που για ογδόντα λεπτά κρατούσε την ανάσα του. Κανείς δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση του, κανείς δεν διέκοψε τη ροή της παράστασης ούτε με την παραμικρή απόπειρα χειροκροτήματος -παρόλο που δεν υπήρξε σχετική ανακοίνωση στην έναρξη. Ο κόσμος έγινε ένα με τους συντελεστές της παράστασης, μπήκε μέσα στο βαγόνι των προσφύγων και ταξίδεψε μαζί τους, άκουσε τις ιστορίες και τα τραγούδια τους, συγκινήθηκε, έκλαψε, αλλοιώθηκε…
Πολλοί απ’ τους θεατές-ακροατές ήρθαν στα καμαρίνια δακρυσμένοι. Μα η συγκίνηση δεν συνεπήρε μόνο τους ανθρώπους που έχουν καταγωγή από κείνα τα μέρη, αλλά και όλους τους άλλους. Συνεπήρε και τους τεχνικούς του θεάτρου που φρόντιζαν τον ήχο, το φως και την εικόνα. Κι αυτό μένει στην καρδιά μας ως μέγα δώρο...
Ευχαριστούμε θερμά τον Υπουργείο Πολιτισμού για την εμπιστοσύνη που μας έδειξε με την ανάθεση του έργου. Ευχαριστούμε την ανυπέρβλητη ερμηνεύτρια Μαρία Φαραντούρη που μας τίμησε με τη συνεργασίας της. Ευχαριστούμε έναν προς έναν όλους τους κορυφαίους μουσικούς του μουσικού σχήματος «Εν Χορδαίς», τη σκηνοθέτιδά μας Δέσποινα Σαραφείδου και την εταιρεία Myrtaly Congress για την αγαπητική και τόσο φιλότιμη υποστήριξη.
Μα περισσότερο απ’ όλους ευχαριστούμε εκείνους που δεν είναι πια εδώ... Τους πατέρες και τις μητέρες μας που γεννήθηκαν κι έζησαν σ’ εκείνα τα μέρη... Όλους εκείνους που ερχόμενοι εδώ μας έφεραν το άρωμα του τόπου τους και μας δίδαξαν πως ό,τι κι αν φέρει η ζωή, στο τέλος νικούν πάντα η υπομονή, η εργατικότητα και η αγάπη…