Labels

Sunday, February 20, 2022

Κυριακή του Ασώτου (Λουκ. 15,11-32)

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην·

11. ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς,

12. καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον.

13. καὶ μετ’ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως.

14. δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι.

15. καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους.

16. καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ.

17. εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι

18. ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου·

19. οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.

20. καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.

21. εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου.

22. εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας,

23. καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν,

24. ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι.

25. Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν,

26. καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα.

27. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν.

28. ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν.

29. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ·

30. ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν.

31. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν·

32. εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη


https://aerapatera.wordpress.com/2022/02/20/%ce%ba%cf%85%cf%81%ce%b9%ce%b1%ce%ba%ce%ae-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b1%cf%83%cf%8e%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%bb%ce%bf%cf%85%ce%ba-1511-32/

Ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν ἐξορία, (Τοῦ Ἀσώτου) Fr. Alexander Schmemann

Τὴν τρίτη Κυριακή τῆς προετοιμασίας μας γιὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ διαβάζουμε τὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ (Λουκ. 15, 11-32). Ἡ παραβολὴ τούτη μαζὶ μὲ τοὺς ὕμνους τῆς ἡμέρας αὐτῆς μᾶς παρουσιάζουν τὴ μετάνοια σὰν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἐξορία.

Ὁ ἄσωτος γιός, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, πῆγε σὲ μία μακρινὴ χώρα καὶ κεῖ σπατάλησε ὅ,τι εἶχε καὶ δὲν εἶχε. Μία μακρινὴ χώρα! Εἶναι ὁ μοναδικὸς ὁρισμὸς τῆς ἀνθρώπινης κατάστασης πού θὰ πρέπει νὰ ἀποδεχτοῦμε καὶ νὰ τὸν οἰκειοποιηθοῦμε καθὼς ἀρχίζουμε τὴν προσέγγισή μας στὸν Θεό.

Ἕνας ἄνθρωπος πού ποτὲ δὲν εἶχε αὐτὴ τὴν ἐμπειρία, ἔστω καὶ γιὰ λίγο, πού ποτὲ δὲν αἰσθάνθηκε ὅτι εἶναι ἐξόριστος ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωή, αὐτὸς ποτὲ δὲ θὰ καταλάβει τί ἀκριβῶς εἶναι ὁ Χριστιανισμός.

Καὶ αὐτὸς πού νιώθει «σὰν στὸ σπίτι του» σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου τούτου, πού ἔμεινε ἄτρωτος ἀπὸ τὴ νοσταλγία γιὰ μία ἄλλη πραγματικότητα, αὐτὸς δὲν θὰ καταλάβει τί εἶναι μετάνοια.

Ἡ μετάνοια συχνὰ ταυτίζεται μὲ μία «ψυχρὴ καὶ ἀντικειμενικὴ» ἀπαρίθμηση ἁμαρτιῶν καὶ παραβάσεων, ὅπως μία πράξη «ὁμολογίας ἐνοχῆς» ὕστερα ἀπὸ μία νόμιμη μήνυση. Ἡ ἐξομολόγηση καὶ ἡ ἄφεση ἁμαρτιῶν θεωροῦνται σὰν νὰ ἦταν δικαστικῆς φύσεως.

Ἀλλὰ παραβλέπεται κάτι πολὺ οὐσιαστικὸ χωρὶς τὸ ὁποῖο οὔτε ἡ ἐξομολόγηση οὔτε ἡ ἄφεση ἔχει κάποιο πραγματικὸ νόημα ἢ κάποια δύναμη. Αὐτὸ τὸ «κάτι» εἶναι ἀκριβῶς τὸ αἴσθημα τῆς ἀποξένωσης ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὴ μακαριότητα τῆς κοινωνίας μαζί Του, ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωὴ ὅπως τὴ δημιούργησε καὶ μᾶς τὴν ἔδωσε Ἐκεῖνος.

Ἀλήθεια, εἶναι πολὺ εὔκολο νὰ ἐξομολογηθῶ ὅτι δὲν νήστεψα τὶς καθορισμένες γιὰ νηστεία μέρες, ἢ ὅτι παράλειψα τὴν προσευχή μου ἢ ὅτι θύμωσα.

Ἀλλὰ εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὸ πράγμα νὰ παραδεχτῶ ξαφνικὰ ὅτι ἔχω ἀμαυρώσει καὶ ἔχω χάσει τὴν πνευματική μου ὀμορφιά, ὅτι εἶμαι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸ πραγματικό μου σπίτι, τὴν ἀληθινὴ ζωὴ καὶ ὅτι κάτι πολύτιμο καὶ ἁγνὸ καὶ ὄμορφο ἔχει ἀνέλπιστα καταστραφεῖ στὴ δομὴ τῆς ὕπαρξής μου. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὅμως, αὐτὸ καὶ μόνο αὐτό, εἶναι μετάνοια καί, ἐπὶ πλέον, εἶναι μία βαθιὰ ἐπιθυμία ἐπιστροφῆς, ἐπιθυμία νὰ γυρίσω πίσω, νὰ ἀποκτήσω ξανὰ τὰ χαμένο σπίτι.

Ἔλαβα ἀπὸ τὸν Θεὸ θαυμαστὰ πλούτη: πρῶτα ἀπ’ ὅλα τὴ ζωὴ καὶ τὴ δυνατότητα νὰ τὴ χαίρομαι, νὰ τὴν ὀμορφαίνω μὲ νόημα, ἀγάπη καὶ γνώση: ὕστερα −μὲ τὸ Βάπτισμα− ἔλαβα τὴ νέα ζωὴ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, τὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν εἰρήνη καὶ τὴ χαρὰ τῆς οὐράνιας Βασιλείας.

Ἔλαβα τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ μέσα ἀπ’ αὐτή, τὴ δυνατότητα νὰ γνωρίσω καθετὶ καὶ τὴ δύναμη νὰ εἶμαι «τέκνον Θεοῦ». Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔχασα, τὰ χάνω καθημερινά, ὄχι μόνο μὲ τὶς «συγκεκριμένες ἁμαρτίες» καὶ τὶς «παραβάσεις» ἀλλὰ μὲ τὴν ἁμαρτία ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν:

τὴν ἀπομάκρυνση τῆς ἀγάπης μου ἀπὸ τὸν Θεό, προτιμώντας τὴν «μακρινὴ χώρα» ἀπὸ τὸ ὄμορφο σπίτι τοῦ Πατέρα.

Ἡ Ἐκκλησία ὅμως εἶναι ἐδῶ παροῦσα γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τί ἔχω ἐγκαταλείψει, τί ἔχω χάσει. Καὶ καθώς μοῦ τὰ ὑπενθυμίζει μὲ τὸ Κοντάκιο τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ἀναλογίζομαι ὅτι: Τῆς πατρώας, δόξης σου, ἀποσκιρτήσας ἀφρόνως, ἐν κακοῖς ἐσκόρπισα, ὅν μοι παρέδωκας πλοῦτον· ὅθεν σοὶ τὴν τοῦ Ἀσώτου, φωνὴν κραυγάζω·

Ἥμαρτον ἐνώπιόν σου Πάτερ οἰκτίρμον, δέξαι με μετανοοῦντα, καὶ ποίησόν με, ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.

Καί, καθὼς ἀναλογίζομαι, βρίσκω μέσα μου τὴν ἐπιθυμία τῆς ἐπιστροφῆς καὶ τὴ δύναμη νὰ τὴν πραγματοποιήσω: «ἀναστάς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῶ, πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου, ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου».

Θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ ἀναφέρουμε εἰδικὰ μία λειτουργικὴ λεπτομέρεια τῆς Κυριακῆς τοῦ Ἀσώτου. Στὸν Ὄρθρο, μετὰ τὸν γιορταστικὸ καὶ χαρούμενο ψαλμὸ τοῦ Πολυελαίου, ψέλνουμε τὸν λυπηρὸ καὶ νοσταλγικὸ 136ο ψαλμό:

Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθήσαμεν καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών… πῶς ἄσομαι τὴν ὠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλότριας; ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου Ἱερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου· κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λαρύγγί μου, ἐὰν μὴ σοῦ μνησθῶ, ἐὰν μὴ προανατάξωμαι τὴν Ἱερουσαλὴμ ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου.

Εἶναι ὁ ψαλμὸς τῆς ἐξορίας. Τὸν ἔψαλλαν οἱ Ἑβραῖοι κατὰ τὴ βαβυλώνια αἰχμαλωσία τους καθὼς σκέφτονταν τὴν ἱερὴ πόλη τους, τὴν Ἱερουσαλήμ.

Ἀπὸ τότε ὁ ψαλμὸς αὐτὸς ἔγινε ὁ ψαλμὸς τοῦ ἀνθρώπου πού συνειδητοποιεῖ τὴν ἀποξένωσή του ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ συναισθανόμενος αὐτὴ τὴν ἐξορία γίνεται πάλι ἄνθρωπος. Γίνεται ἐκεῖνος πού ποτὲ πιὰ δὲν θὰ νιώσει βαθιὰ ἱκανοποίηση μὲ τίποτε στὸν «πεπτωκότα» αὐτὸν κόσμο, γιατί ἀπὸ τὴ φύση καὶ ἀπὸ τὴν κλήση του εἶναι ἕνας ἀναζητητὴς τοῦ Τέλειου.

Ὁ ψαλμὸς αὐτὸς θὰ ψαλεῖ δύο ἀκόμα φορές: τὶς δύο τελευταῖες Κυριακὲς πρὶν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή· καὶ τὴν παρουσιάζει σὰν ἕνα μακρινὸ ταξίδι, σὰν μετάνοια, σὰν ἐπιστροφή.

Ἁπό τό βιβλίο:Μεγάλη Σαρακοστὴ-Πορεία πρὸς τὸ Πάσχα,

 ἔκδ. Ἀκρίτας


https://aerapatera.wordpress.com/2022/02/20/%e1%bc%90%cf%80%ce%b9%cf%83%cf%84%cf%81%ce%bf%cf%86%e1%bd%b4-%e1%bc%80%cf%80%e1%bd%b8-%cf%84%e1%bd%b4%ce%bd-%e1%bc%90%ce%be%ce%bf%cf%81%ce%af%ce%b1-%cf%84%ce%bf%e1%bf%a6-%e1%bc%80%cf%83%cf%8e%cf%84-2/

ΛΕΥΚΙΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ 1948 -19/2/2022 -ΠΟΙΗΜΑ

Ασθμαίνοντας πορεύεται το ποίημα
κι οι λέξεις δύσκολα μπαίνουν
στον στίχο
παιδιά που συλλαβίζουν
ή τρέχουν στην αυλή
μην ξέροντας από πού να πας
κοντά τους
Το ποίημα αποτυπώνει
τη μέσα μας ζωή πολύ δύσκολα
το φτάνεις
Όπως σε νύχτα μακελειού
οχυρώνεσαι πίσω απ’ τον θάνατο των άλλων
έτσι και το ποίημα εκτεθειμένο
πριν από μας
κερδίζει τις λέξεις.

Monday, February 14, 2022

Father And Daughter 2000 Oscar Winning Animated Short Film [HD]

duende στο ημίφως - της Όλγας Ντέλλα

Εnduendado λέει ο Λόρκα, για τον ένθεο βίο ενός ποιητή. Εν και Θεός και Ουσία. Ενθουσιασμένος, εκστατικός, από τη θεία μανία -δερβίσικα- κατεχόμενος.

Όπως ο Πλάτωνας στον “Φαίδρο”, όποιος χωρίς τη μανία των Μουσών φτάνει στις θύρες τις ποιητικές, πεπεισμένος ότι χάρη στην τεχνική του θα γίνει ικανός ποιητής, ατελής θα παραμείνει, και αυτός και η ποίησή του.

Κάπως έτσι.

Και αυτή η σκέψη ήρθε μετά την αναχώρηση του Γιώργου Μπρουνιά -τέσσερις μέρες τώρα.

Υπάρχει τρόπος να' χεις το duende έτσι -αθόρυβα, διακριτικά, χαμηλόφωνα. Να παραμένεις βολβός, να συνομιλείς με τα χώματα, άνθη σου να' ναι αυτές οι μικρές εκρήξεις μεταφορικού λόγου, αιφνίδια φευγαλέα περάσματα, “πεταρίσματα” πάνω στην ομορφιά, συνοπτικά βλέμματα, που τρέχεις ακάλυπτος, με όλες σου τις αισθήσεις ορθάνοιχτες, με λέξεις μοναχά -κι αφού την ενδυθείς- να την ποιήσεις.

Ο Μπρουνιάς χρειάστηκε τον μεταφορικό λόγο να μιλήσει, ισορροπώντας, θα' λεγα, σε μια τραμπάλα παιδική. Πότε από εδώ πότε από εκεί. Μην αντέχοντας και πολλή πραγματικότητα. Γι' αυτό και την είδε μέσα σε μια καινή ονοματοδοσία. Και έπειτα την αφήνει στην άκρη, για να δει τον κόσμο όπως είναι. Προτού ή αφού τον ονομάσει.

Τα έφερε όλα κοντά μας με τα δικά του μάτια, όπως το έκανε ο Όμηρος και μετά ο Κορνάρος, εκτενή περάσματα από το “όπως” στο “έτσι”. Το ανοίκειο κοντά με το οικείο. Αυτά που στα δικά του μάτια ήταν συγγενή, και στους υπόλοιπους όχι, προτού η δική του ματιά τα συνενώσει.

Συμμετέχει έτσι με τον δικό του τρόπο σ' αυτό που συντελείται κατά το ξάφνιασμα που σε συνεπαίρνει μέσα στην καθημερινότητα και που σε κάνει να ανακαλύπτεις λιθαράκια ομορφιάς, όπως περίπου ο Κοντορεβιθούλης, ξαναβρίσκοντας κάθε φορά και το χαμένο μονοπάτι προς αυτήν. Έτσι, σα να δραπετεύεις την ίδια ώρα από ό,τι δε συνάδει με αυτήν. Ακόμα και από τη μοναξιά. 

Παραμένει ενθουσιασμένος. Τα ποιήματά του είναι εκμυστηρεύσεις αυτού του ενθουσιασμού.

Άλλοτε μικρές αφηγήσεις -ημερολογιακές σχεδόν- σκέψεις που σαρκώθηκαν μέσα σε στίχους, στοχασμοί πολύτιμοι.

Αγαπώ αυτά και τα ακαριαία, λιτά, υπαινικτικά ποιήματα, και προπάντων αυτά που σε πιάνουν εξαπίνης. Αλλά και εκείνα τα εκτενή. Που απνευστί σχεδόν τα φτάνεις ως το τέλος. Σα να τον έχεις μπροστά και να σου μιλά, ενώ στην πραγματικότητα μονολόγους αφήνει προς ανάγνωση. 

Αγαπούσα ιδιαίτερα αυτά τα υπέροχα τρία κοσμήματα -τις ποιητικές συλλογές- πρώτα ως βιβλίο μέσα σ' αυτό το αγαπητικό σχήμα, της αγκαλιάς. Ήταν μια είσοδος που πάντα με έθελγε να την περπατήσω. Μετά διέσχιζα το δώμα. Και το δώμα παραμένει η ραχοκοκκαλιά της εστίας.


ΟΥΡΑΝΟΣ


Δάση. όπως λέμε σκίστηκαν τα ρούχα μου

Νερά. όπως λέμε τρύπησαν τα παπούτσια μου

Σύννεφα. όπως λέμε μ' ανακατωθήκαν τα μαλλιά

Δάση νερά σύννεφα. όπως λέμε

είμαστε όνειρα


ΧΑΡΑΚΤΙΚΟ


Οι σπόροι πέφτοντας στη γη

είναι σαν το μολύβι όταν πρωταγγίζει το χαρτί

για να γίνει χάρτης

με καινούριους τόπους

επάνω του σχηματισμένους, τα πλοία που τους βρήκανε

και τις θάλασσες που διασχίσανε για να φτάσουν ως αυτούς

Μαζί φαίνεται πιο πίσω

και μια κάμαρη με σύνεργα πάνω στο τραπέζι

διαβήτες φακούς και τρίγωνα

κι έξω η νύχτα με τον έναστρο ουρανό και τους πλανήτες

να διαγράφουνε τροχιές

στιγμιαία ορατές στα τηλεσκόπια

και ένα σκελετό στον τοίχο

στην εικόνα μέσα ίσως υπενθύμιση

ότι οι σπόροι πέφτοντας στο χώμα

είναι δέντρα με φύλλα και κλαριά και χρυσά πορτοκάλια

αλλά είναι μαζί και σώματα

το καθένα ένας τόπος

μακρινός και άγνωστος

άλλοτε να προβάλλει κι άλλοτε να σβήσει στο σκοτάδι


ΣΥΝΘΕΣΗ


Ο ποιητής

είναι ένας άνθρωπος

που ξυπνάει το πρωί

βγαίνει

κρατώντας μια τσάντα

συναντιέται με τον κόσμο

και τα πράγματα

στη συναλλαγή της μέρας

μετά γυρίζει σπίτι

κάθεται

ανοίγει την τσάντα

βγάζει λίγο χώμα

το απλώνει στο τραπέζι του

το πλάθει υπομονετικά

κι ύστερα κοιμάται


ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ


Είναι μια χρυσή κλωστή

κρεμασμένη από ψηλά

κι όταν την αγγίξει ένα σύννεφο

βγάζει μια λεπτή μουσική

που διαπερνάει τους ανθρώπους

και τους κάνει

εκεί που αμέριμνοι πάνε στις δουλειές τους

να αναποδογυρίζονται ξαφνικά

και να βαδίζουνε κατόπιν με τα χέρια

κάτω και τα πόδια στον αέρα

Όταν το σύννεφο περάσει

μ' ένα πήδο γυρίζουνε στην παλιά τους θέση

και προχωρούν στο δρόμο τους κανονικά

Είναι ωστόσο κάποιοι που τους αρέσει

αναποδογυρισμένοι να μιλούνε με τη γη

βαδίζοντας στον ουρανό

και μένουνε σ' εκείνη την κατάσταση

ουρανοκατέβατοι

Αυτούς όταν τους βλέπουμε να περπατάνε έτσι

σκύβουμε

και χαμογελώντας λέμε στο διπλανό μας

να οι άνθρωποι με τον τραγουδισμένο νου


ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΡΟΥΝΙΑΣ


Οφείλω να κλείσω αυτά τα απρόσμενα που μου ήρθανε να πω με τον τρόπο του ίδιου του Μπρουνιά. Με άνω τελεία στη μόνη περίπτωση. Και σε καμία περίπτωση με τελεία. Έτσι όπως παραμένει η ποίηση. να ανασαίνει και μετά την τελευταία ανάσα του γραφιά της


[Και τα τέσσερα ποιήματα βρίσκονται στη συλλογή “Η συντροφιά”, εκδόσεις Το Ροδακιό, 2005]



https://alypiaxwra.blogspot.com/2022/02/duende.html?fbclid=IwAR3rMFOHEM2agd49ggbJUUS-mVjFKjef0guiVxmjv4MyjEbGvFbvvWlSW08

Wednesday, February 2, 2022

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ (Αρχιμ.Ανανια Κουστενη)-απο Μπαμπη-


2 Φεβρουαρίου

Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ

2 Φεβρουαρίου, εἶναι ἡ μεγάλη γιορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Xριστοῦ. Σαράντα μέρες μετὰ τὴ Γέννηση τοῦ Xριστοῦ μας, τὴν κατὰ σάρκα Γέννησή Tου ἀπὸ τὴν Παναγία καὶ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, ἦλθε ἡ Kυρία Θεοτόκος μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ καὶ μὲ τὸ Θεῖον Βρέφος στὴν Ἱερουσαλήμ, γιὰ νὰ Σαραντίσουν, γιὰ τὸν Σαραντισμόν.
Nὰ παρουσιάσουν τὸ Θεῖον Βρέφος στὸν Kύριο, καὶ νὰ τοῦ τὸ ἀφιερώσουν.

Ἔτσι ὅριζε ὁ Mωσαϊκὸς Νόμος. Καὶ πῆγαν καὶ δῶρα, τὰ δῶρα τῶν φτωχῶν, ἕνα ζευγάρι τρυγόνια καὶ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν.

Oἱ πλούσιοι πήγαιναν κι ἕναν ἀμνὸ γιὰ τὴ θυσία. 

Ἐκεῖ στὴν Ἱερουσαλὴμ ἦταν ἕνας δίκαιος καὶ εὐλαβὴς ἄνδρας. Ὁ Συμεών. Mεγάλη μορφὴ καὶ ψυχή.
Eἶχε πάρει ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὑπόσχεση πὼς δὲν θὰ πεθάνει, πρὶν ἰδεῖ τὸν Xριστὸ τοῦ Kυρίου, τὸ παιδίον Ἰησοῦς.

Kαὶ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ποὺ πῆγαν στὴν Ἅγια Πόλη ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ Mαριάμ, ποὺ πῆγαν τὸ Παιδίον, παρακινούμενος ἀπ’ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ἦλθε κι ἐκεῖνος στὸ Ἱερό, στὸν Ναό. Kαὶ τοῦ πρόσφερε ἡ Kυρία Θεοτόκος τὸν Ἰησοῦν Xριστόν, ποὺ Ἐκείνη στὴν ἀγκάλη της κρατοῦσε, τὸν ἀγκαλοφορούμενο Kύριο, καὶ Tὸν ἔδωσε στὴν ἀγκάλη τοῦ Συμεών. 

Kι ἔτσι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη παρέδωσε στὴν Kαινὴ Διαθήκη, στὸν Xριστό.

Ὁ Nόμος παρέδωσε στὴ Xάρη. Ἡ σκιὰ παρέδωσε στὴν Ἀλήθεια. Kι ὁ χειμώνας παρέδωκε στὴν Ἄνοιξη.

Στὴν αἰωνία Ἄνοιξη, πού ’ναι ὁ Xριστός μας. Γι’ αὐτὸ καὶ Tοῦ εἶπε: «Nῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, δέσποτα».

Tώρα ἀπόλυσέ με. Nὰ πάω στὴν ἄλλη ζωή, νὰ πῶ καὶ στοὺς ἐκεῖ ὅτι ἦλθες. Ὁ πρῶτος ποὺ πῆγε στὸν Ἅδη καὶ εἶπε πὼς ἦλθε ὁ Λυτρωτὴς ἦταν ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Θεοδόχος. Kαὶ μετὰ ὁ Tίμιος Πρόδρομος, ὅπως γνωρίζομε.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Συμεὼν ἔχει μεγάλη παρρησία στὸν Kύριο. Kαὶ προανήγγειλε καὶ στὴν Παναγία τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Xριστοῦ μας.

Ἦταν καὶ Προφήτης. Καὶ ὕστερα, τὴν ἑπόμενη μέρα, παρεδόθη στὸν Xριστό μας. Στὸν Kύριο. Γιατὶ ὁ Xριστός, ὅταν Tὸν πῆρε ὁ Συμεὼν στὰ χέρια του, τί ἔκανε; Ἐνῷ ὁ Συμεὼν εὐλόγησε τὴν Mαριὰμ καὶ τὸν Ἰωσήφ, ὁ Xριστὸς τί ἔκανε; Εὐλόγησε τὸν Συμεών. «Kαὶ χεῖρας τοῦ Συμεών», λέει ὁ ἅγιος Pωμανός, «εὐλογήσας ὡς ἔπρεπε».

Γιατὶ «τὸ ἔλαττον», ὁ Συμεών, «ὑπὸ τοῦ κρείττονος», πού ’ν’ ὁ Xριστός, «εὐλογεῖται». Kι ἔχει μεγάλη παρρησία ὁ ἅγιος Συμεών.

Eἶναι μεγάλη ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς. Πολὺ μεγάλη. Tρισμεγάλη. Tὴν ἀγαποῦσε καὶ τὴν τιμοῦσε ἰδιαίτερα κι ὁ μέγας αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανός.

Kι ἔκαμαν ἀγρυπνία ἐκείνη τὴν ἡμέρα τὸ βράδυ, στὸν ναὸ τῶν Βλαχερνῶν. 

Ἀρχιμανδρίτης Ἀνανίας Κουστένης,
Χειμερινὸ Συναξάρι, Τόμος Β´.



https://aerapatera.wordpress.com/2022/02/01/%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%b9-%cf%84%ce%b7%cf%83-%cf%85%cf%80%ce%b1%cf%80%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%b7%cf%83-%ce%b1%cf%81%cf%87%ce%b9%ce%bc-%ce%b1%ce%bd%ce%b1%ce%bd%ce%b9%ce%b1-%ce%ba%ce%bf%cf%85%cf%83%cf%84/

Τρεῖς Ἱεράρχες


Τὴν 30η Ἰανουαρίου ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία τὴν μνήμη τῶν τριῶν μεγάλων Ἱεραρχῶν, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.

Δὲν πρόκειται περὶ «μνήμης» μὲ τὴν κυρία ἔννοια τῆς λέξεως, δηλαδὴ ἐπετείου τοῦ θανάτου τῶν Πατέρων αὐτῶν, ἀλλὰ περὶ κοινῆς ἑορτῆς, «συνάξεως» κατὰ τὴν λειτουργικὴ ὁρολογία.

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀπέθανε τὴν 1η Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 379 μ.Χ. καὶ ἡ μνήμη τοῦ ἑορτάζεται, ὡς γνωστὸν , τὴν 1η Ἰανουαρίου.

Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τὴν 25η Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 389 μ.Χ, καὶ τὴν 25η Ἰανουαρίου ἐωρτάσαμε τὴν μνήμη του.

Τέλος ὁ Χρυσόστομος ἀπέθανε στὴν ἐξορία τὴν 14η Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 407 μ.Χ, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ἡ μνήμη τοῦ ὅμως μετετέθη, λόγω τοῦ ὕψους τῆς δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς ἡμέρας αὐτῆς, καὶ ἑορτάζεται τὴν 13ην Νοεμβρίου.

Ἡ ἑορτὴ τῆς 30ης Ἰανουαρίου εἶναι μεταγενεστέρα, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τὴν συναντοῦμε στὰ παλαιὰ ἑορτολόγια. Καθιερώθη κατὰ τὸν ΙΑ΄ αἰώνα ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ἀλεξίου Κομνηνοῦ (1081 -1118 μ.Χ). Τὴν αἰτία τῆς συστάσεως τῆς κοινῆς καὶ γιὰ τοὺς τρεῖς ἑορτῆς μᾶς ἀφηγεῖται ἐκτενῶς τὸ συναξάριο τῆς ἡμέρας.

«Στάσις», διένεξις, ὑπῆρχε στὴν Κωνσταντινούπολι μεταξὺ «τῶν ἐλλογίμων καὶ ἐναρέτων ἀνδρῶν». Ἀπὸ τοὺς τρεῖς Ἱεράρχας ἄλλοι ἐθεωροῦσαν σπουδαιότερο τὸν Χρυσόστομο, ἄλλοι τὸν Βασίλειο, καὶ ἄλλοι τὸν Γρηγόριο, καὶ ὑποτιμοῦσαν τοὺς ἄλλους δύο.

Ἔτσι δημιουργήθηκαν τρεῖς διαμαχόμενες παρατάξεις: τῶν Ἰωαννιτῶν, τῶν Βασιλειτῶν καὶ τῶν Γρηγοριτῶν.

Στὴν ἔριδα ἔθεσε τέλος ὁ μητροπολίτης Εὐχαΐτων Ἰωάννης ὁ Μαυρόπους, λόγιος καὶ εὐλαβὴς κληρικός.

Αὐτός, κατὰ τὴν διήγησι τοῦ συναξαριστοῦ, εἶδε σὲ ὀπτασία τοὺς τρεῖς ἁγίους, πρῶτα τὸν καθένα χωριστὰ καὶ ὕστερα καὶ τοὺς τρεῖς μαζί.

Αὐτοὶ τοῦ εἶπαν μὲ ἕνα στόμα: «Ἡμεῖς οἱ τρεῖς εἴμεθα ἕνα, καθὼς βλέπεις, κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ τίποτε δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ μᾶς χωρίζη ἢ νὰ μᾶς κάνη νὰ ἀντιδικοῦμε… Πρῶτος δὲν ὑπάρχει μεταξὺ μας οὔτε δεύτερος… Σήκω λοιπὸν καὶ εἰπὲ σ’ ἐκείνους ποὺ μαλώνουν, νὰ μὴ χωρίζωνται σὲ παρατάξεις γιὰ ἡμᾶς. Γιατί ἡμεῖς καὶ στὴν ζωή μας καὶ μετὰ τὸν θάνατό μας δὲν ἔχομε ἄλλη ἐπιθυμία, παρὰ νὰ εἰρηνεύη καὶ νὰ ὁμονοῆ ὅλος ὁ κόσμος».

Σὰν σύμβολο καὶ ἔκφρασι τῆς ἑνότητος τῶν τοῦ συνέστησαν νὰ συστήση κοινὴ ἑορτὴ καὶ τῶν τριῶν. Ἔτσι ὁ Εὐχαΐτων ἀνέλαβε τὴν συμφιλίωσι τῶν διαμαχομένων μερίδων καὶ συνέστησε τὴν ἑορτὴ τῆς 30ης Ἰανουαρίου.

Ἔκρινε τὸν Ἰανουάριο ὡς καταλληλότερο μήνα γιὰ τὸν ἑορτασμὸ των, ἀφοῦ κατ’ αὐτὸν ἑώρταζαν καὶ οἱ τρεῖς σὲ διάφορες ἡμέρες, τὴν 1η ὁ Βασίλειος, τὴν 25η ὁ Γρηγόριος καὶ τὴν 27η ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ Χρυσοστόμου.

Ἡ σύστασις τῆς ἑορτῆς ἐπέτυχε τοῦ σκοποῦ της. Ἀπετέλεσε τὸ ὁρατὸ σύμβολο τῆς ἰσότητος καὶ τῆς ἑνότητος τῶν μεγάλων διδασκάλων καὶ τῆς συμφιλιώσεως τῶν διισταμένων πρὶν μερίδων.

Κοινὴ ἀκολουθία καὶ γιὰ τοὺς τρεῖς συνέθεσε ὁ Εὐχαΐτων, ἀνταξία τῶν τριῶν μεγάλων Πατέρων. Ἀπὸ τότε σὲ κοινὴ εἰκονογραφικὴ παράστασι περιλαμβάνονται καὶ οἱ τρεῖς, ντυμένοι τὰ ἀρχιερατικὰ τῶν ἄμφια, μὲ τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο στὸ ἕνα χέρι, εὐλογοῦν μὲ τὸ ἄλλο, σὰν νὰ παρευρίσκωνται ὄχι μόνον ἐν πνεύματι, ἀλλὰ καὶ ἐν σώματι μεταξύ μας. Καὶ εἶναι πράγματι οἱ αἰώνιοι καὶ ἀθάνατοι διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Ἐδίδαξαν μὲ τὸν ἅγιο βίο των, μὲ τὴν ἔξοχο δράσι των, μὲ τὰ σοφὰ των συγγράμματα. Σ’ αὐτοὺς ἐνεσαρκώθη τὸ τέλειο χριστιανικὸ ἰδεῶδες τοῦ «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ» πλασμένου καὶ ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένου ἀνθρώπου.

Καὶ πρὸ πάντων στὰ πρόσωπα αὐτῶν τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν συνηντήθη ἡ παιδεία, ἡ μόρφωσις καὶ ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφικὴ κατάρτισις μὲ τὴν χριστιανικὴ ἀλήθεια.

Ἦσαν οἱ σοφοὶ κατὰ κόσμον καὶ σοφοὶ κατὰ Θεόν. Ἁρμονικωτέρα σύζευξις ἑλληνισμοῦ καὶ χριστιανισμοῦ σ’ ὅλη τῶν τὴν τελειότητα δὲν παρουσιάσθηκε ποτὲ στὸν κόσμο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἑορτὴ τῶν ἀπέβη ἑορτὴ τῆς ἑλληνοχριστιανικῆς παιδείας, τῆς ὁποίας διδάσκαλοι καὶ πρότυπα ὑπῆρξαν οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι.

Καὶ τῆς χριστιανικῆς ὅμως λατρείας ὑπῆρξαν δημιουργικὰ στοιχεῖα οἱ τρεῖς Ἱεράρχαι. Ὄχι μόνο τὴν ἐτέλεσαν, ὡς ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ καὶ συνέβαλαν στὴν διαμόρφωσι καὶ ἐξέλιξί της.

Δὲν εἶναι χωρὶς σημασία τὸ γεγονός, ὅτι μὲ τὰ ὀνόματα καὶ τῶν τριῶν ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοσις συνέδεσε τὴν συγγραφὴ τριῶν λειτουργιῶν: τῶν δύο γνωστῶν βυζαντινῶν λειτουργιῶν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ μίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας ποὺ φέρεται ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Γρηγορίου.

Ἐξ ἄλλου καὶ στοὺς τρεῖς, καὶ ἰδιαιτέρως στὸν Μέγα Βασίλειο, ἀποδίδονται σειρὲς ὁλόκληρες εὐχῶν, ποὺ κοσμοῦν τὰ λειτουργικά μας βιβλία. Εἶναι γνωστὴ καὶ ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς πηγὲς ἡ συμβολὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στὴν διαμόρφωσι τῶν «εὐκοσμιῶν τοῦ βήματος» καὶ τῶν διατάξεων τῶν εὐχῶν, καθὼς καὶ ἡ προσπάθεια τοῦ Χρυσοστόμου γιὰ τὴν ἀναζωογόνησι τῆς λειτουργικῆς ζωῆς μεταξύ τοῦ ποιμνίου του στὴν Κωνσταντινούπολι.

Ὁ Γρηγόριος ἦταν καὶ ποιητὴς καὶ οἱ ὕμνοι του, ἂν καὶ δὲν ἔχουν εἰσαχθῆ στὴν λατρεία μας, μποροῦν νὰ καταταγοῦν μεταξὺ τῶν καλλιτέρων καὶ ὡραιοτέρων προϊόντων τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ποιήσεως.

Μπορεῖτε νὰ ἰδῆτε στοὺς βυζαντινούς μας ναοὺς νὰ εἰκονίζωνται οἱ τρεῖς ἱεράρχαι στὴν κόγχη τοῦ ἁγίου βήματος, μὲ τὰ εἰλητάρια τῆς Θείας Λειτουργίας στὰ χέρια, νὰ περιβάλλουν τὸ θυσιαστήριο σὰν νὰ λειτουργοῦν ἀδιαλείπτως, ὄχι μόνο στὸ ὑπερουράνιο, ἀλλὰ καὶ στὸ ἐπίγειο θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ, μαζὶ μὲ τοὺς ἱερεῖς ποὺ τελοῦν τὰ μυστήρια σήμερα.

Σὰν νὰ παρακάθηνται μαζὶ μὲ ἡμᾶς στὴν ἴδια κοινὴ ἱερὰ τράπεζα καὶ νὰ μετέχουν τῆς ἰδίας πνευματικῆς τροφῆς.

Καὶ σὲ μία ἄλλη εἰκονογραφικὴ παράστασι θὰ συναντήσετε τοὺς τρεῖς Ἱεράρχας. Στὴν μεγάλη ἐξεικόνησι τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου, ποὺ ζωγραφεῖται ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς ζωγράφους στοὺς νάρθηκας τῶν ναῶν ἐπάνω καὶ γύρω ἀπὸ τὴν κυρία πύλη τοῦ ναοῦ.

Στὴν ὁμάδα τῶν σεσωσμένων, ποὺ εἰσέρχονται στὸν Παράδεισο τοῦ Θεοῦ, θὰ διακρίνετε εὔκολα τὶς τρεῖς σεβάσμιες μορφὲς των, ὅπως μᾶς τὶς διέσωσε ἡ εἰκονογραφικὴ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ὅπως περιγράφονται στὸ συναξάριο τῆς ἑορτῆς των: 

«Ἦσαν δὲ τὴν θέσιν τοῦ σώματος καὶ τὴν μορφὴν οἱ ἅγιοι οὗτοι, ἔχοντες οὕτως: Ὁ μὲν θεῖος Χρυσόστομος, τὴν ἰδέαν τοῦ σώματος ἦν βραχὺς πάνυ τὴν ἡλικίαν, μεγάλην κεφαλὴν τοῖς ὤμοις αἰωρῶν, ἰσχνὸς εἰς τὸ ἀκριβέστατον, ἐπίρρινος, εὐρύς τούς μυκτήρας, ὠχρότατος μετὰ τοῦ λευκοῦ, κοίλους τούς κόχλους τῶν ὀφθαλμῶν ἔχων καὶ βολβοῖς τούτων κεχρημένος μεγάλοις, ἐφ’ οἷς καὶ συνέβαινε, χαριέστερον, ταῖς ὄψεσιν ἀποστίλβειν, εἰ καὶ τῷ λοιπῷ χαρακτήρι τὸν ἀχθόμενον παρεδήλου· ψιλὸς καὶ μέγας τὸ μέτωπον καὶ πολλαῖς ταῖς βολίσι κεχαραγμένος· ὦτα περικείμενος μεγάλα καὶ τὸ γένειον μικρὸν καὶ ἀραιότατον, ὑποπολιαῖς ταῖς θριξὶν ἐξανθῶν, τὰς σιαγόνας πεπιεσμένας εἴσω ἔχων τῇ νηστείᾳ εἰς τὸν ἀκρότατον…

Ὁ δὲ μέγας Βασίλειος ἦν τὴν θέσιν τοῦ σώματος εἰς πολὺ μῆκος ἐπὶ τοῦ ὀρθίου σχήματος ἀναδραμῶν· ξηρὸς καὶ λιπόσαρκος, μέλας τὸ χρῶμα, ὠχρότητι τὸ πρόσωπον σύγκρατος· ἐπίρρινος, εἰς κύκλον τὰς ὀφρὺς περιηγμένος· τὸ ἐπισκύνιον συνεσπακῶς, φροντιστικῷ ἐοικῶς, ὀλίγαις τὸ πρόσωπον ἁμαρυγαῖς ρυτιδούμενος· ἐπιμήκης τὰς παρειᾶς· κοῖλος τούς κροτάφους, ἠρέμα ἔχων ἐν χρῷ κουρίας· τὴν ὑπήνην ἀρκούντως καθειμένος καὶ μεσαιπόλιος… Ὁ δὲ γὲ ἱερὸς Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, κατὰ τὸν τύπον τῆς ἡλικίας τοῦ σώματος ἐτύγχανε μέτριος· ὑπωχρὸς βραχὺ μετὰ τοῦ χαρίεντος· σιμός, ἐπ’ εὐθείας τὰς ὀφρὺς ἔχων· ἥμερον βλέπων καὶ προσηνὲς θάτερον, τῶν ὀφθαλμῶν, ὃς ἦν δεξιός, στυγνότερον κεκτημένος,ὅν καὶ οὐλὴ κατὰ τὸν κανθὸν συνῆγε· τὸν πώγωνα οὐ βαθύς, δασὺς δὲ ἐπ’ εὐθείας, ἱκανῶς φαλακρὸς ταῖς θριξί, τὰ ἄκρα τῆς γενειάδος ὡς περικεκαπνισμένα ὑποφαίνων».

Ἔτσι ἀκριβῶς μᾶς παρουσιάζει ἡ Ἐκκλησία μας τὰ τρία μεγάλα αὐτὰ τέκνα της. Σοφοὺς διδασκάλους καὶ Πατέρας, ποὺ μᾶς ἐδίδαξαν καὶ μᾶς διδάσκουν διαρκῶς μὲ τὴν θεία σοφία τῶν λόγων καὶ τῶν παραδειγμάτων τῶν· ἱερουργοὺς ἐνθέους τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας, συλλειτουργοῦντας μαζί μας καὶ συνδοξολογοῦντας τὸν Θεό· πολίτας τοῦ οὐρανοῦ καὶ οἰκήτορας τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς. Καὶ πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸν ὑπηρετοῦν ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς λατρείας μας. Τὸ ἑορτολόγιο, ποὺ φέρνει στὴν μνήμη μας τὰ ἱερὰ αὐτὰ πρόσωπα κατ’ ἔτος.

Ἡ ὑμνογραφία, ποὺ μὲ τοὺς ὕμνους τῆς ἐγκωμιάζει τοὺς ἀγώνας καὶ τὴν δόξαν των. Τὰ συναξάρια, ποὺ μᾶς περιγράφουν τὸν βίο καὶ τὰς ἀρετᾶς των.

Ἡ εἰκονογραφία ποὺ ἀνιστορεῖ τὶς ἱερὲς μορφὲς των καὶ μᾶς δίδει τὴν δυνατότητα νὰ βλέπωμε σὰν ζωντανὰ τὰ πνευματικὰ αὐτὰ ἀναστήματα.

Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα καὶ ὁ σκοπὸς τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων στὴν Ἐκκλησία μας. Νὰ δείξη αὐτὴ τὴν ἀδιάλειπτο καὶ ἀδιάσπαστο κοινωνία τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Κοινωνία ζώντων ἐν Χριστῷ πιστῶν, εἴτε στὴ γῆ αὐτὴ εἴτε στὴν μακαρία κατάστασι τοῦ οὐρανοῦ. Κοινωνία γιὰ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχουν νεκροί, ἀλλὰ μόνο ζῶντες, ἐφ’ ὅσον ὅλοι ὅσοι ἀποτελοῦν μέλη τῆς ἡνώθησαν διὰ τῶν μυστηρίων μὲ τὸν αἰώνιο καὶ ἀθάνατο χορηγό τῆς ζωῆς, τὸν Χριστό.

Ὅλοι μαζὶ συνδοξολογοῦν καὶ συνυμνοῦν τὸν Θεὸ καὶ δέονται οἱ ζῶντες γιὰ τοὺς κεκοιμημένους καὶ οἱ κεκοιμημένοι γιὰ τοὺς ζώντας. Ὅλοι εἶναι πολίται τῆς Βασιλείας, μὲ τὴν σφραγίδα τῆς ἀθανασίας, μὲ τὰ ὀνόματα τῶν γραμμένα στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς.

Ἡ ἀκολουθία τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν ἀποδίδεται ἀπὸ τὸν συντάκτη τοῦ συναξαρίου τῆς ἑορτῆς τῶν στὸν Ἰωάννη τὸν Μαυρόποδα, μητροπολίτη Εὐχαΐτων, ποὺ «τὴν ἑορτὴν ταύτην παρέδωκε τὴ Ἐκκλησία ἑορτάζειν Θεῷ» καὶ συνέταξε γι’ αὐτὴν κανόνες, τροπάρια καὶ ἐγκώμια.

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὸν Μαυρόποδα συνέβαλαν καὶ ἄλλοι ὑμνογράφοι στὴν ὁλοκλήρωσι τῆς ὑμνογραφίας τῆς ἑορτῆς. Τὰ ἰδιόμελα τῆς λιτῆς καὶ τὰ στιχηρὰ τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ ἀποδίδονται στὸν Νεῖλο Ξανθόπουλο, τὸ δὲ ἰδιόμελο στὸ «Καὶ νῦν» τῶν ἀποστίχων εἶναι ποίημα τοῦ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γερμανοῦ. Ρητῶς στὸν Ἰωάννη ἀποδίδονται οἱ τρεῖς κανόνες.

Θὰ παρατεθοῦν τὸ πρῶτο στιχηρὸ τοῦ ἑσπερινοῦ του δ΄ ἤχου, προσόμιό του «Ὡς γενναῖον ἐν μάρτυσι», «Τὰ τῆς χάριτος ὄργανα…». Τὸ πρῶτο τῶν ἀποστίχων τοῦ πλ. Α΄ ἤχου, προσόμοιό του «Χαίροις ἀσκητικῶν», «Χαίροις Ἱεραρχῶν ἡ τριάς…».

Τὸ πρῶτο τῶν στιχηρῶν τῶν αἴνων τοῦ β΄ ἤχου, προσόμοιό του «Ποίοις εὐφημιῶν», «Ποίοις εὐφημιῶν στέμμασι στεφανώσωμεν τοὺς διδασκάλους…» καὶ τὸ δοξαστικὸ τῶν στιχηρῶν τοῦ ἑσπερινοῦ, ἰδιόμελο τοῦ πλ. Α΄ ἤχου, «Σαλπίσωμεν ἐν σάλπιγγι ἀσμάτων…».

Εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ χαρακτηριστικὰ τροπάρια τῆς ἑορτῆς.

Ἰωάννης Μ. Φουντούλης

https://www.kathimerini.gr/opinion/geyma-me-thn-k/561693061/maria-farantoyri-eimai-tycheri-poy-ezisa-mia-anagennisi/?fbclid=IwAR0ZgOWNeORIbg-ymhUJerqDqy6e8UtUbD8SlIbgAId7cTIM7Ga82t6tK44