*
Ο Αλησμόνητος κήπος
Ομήρειο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Χίου
Σάββατο 7 Ιουλίου 2018, ώρα 9.00μμ
Μουσική: Κυριάκος Καλαϊτζίδης
Κείμενο & Στίχοι τραγουδιών: Βασιλική Νευροκοπλή
Μουσικοί: Φώτης Πέζος, βιολί & βιόλα
Παναγιώτης Κραμπής, Πιάνο
Σωκράτης Γιάνναρης, κρουστά
Λαμπρινή Κάμπουρα, κανονάκι
Χριστίνα Καλογερά, κοντραμπάσο
Κυριάκος Καλαϊτζίδης, ούτι
Τραγούδι:
Δροσιέλλα Καλούδη
Νικόλας Βουρνούς
Δημήτρης Δήμαρης
Σταύρος Στείρος
Λέτα Κρίσιλα
Κυριακή Τσικολή.
Ελευθερία Λυκοπάντη
Αφήγηση, Νευροκοπλή Βασιλική
Κείμενο της παράστασης
1. Είσοδος - οργανικό
1. Εισαγωγή
Στις μεγάλες πολιτείες του κόσμου καταφθάνουν άνθρωποι από όλα τα μήκη και πλάτη της γης, πουλιά ταξιδιάρικα, κυνηγημενα, λαβωμένα.
Οι λιγοστές αποσκευές τους, μια ιστορία, η γλώσσα, μια πίστη.
Σαν ρούχο θαλασσοδαρμένου στο σώμα μυρωδιές, γεύσεις, μουσικές της πατρίδας τους.
Μια χούφτα χώμα στην τσέπη, στο βλέμμα μια ψηφίδα ουρανού.
Είναι οι ξένοι. Ξένοι για πάντα. Ξένοι παντού. Παντού, εκτός από τους κήπους.
Εκεί ο ξένος ξαναβρίσκει το σπίτι του. Θυμάται, κλαίει, κάποτε συγχωρεί.
2. Ο πλάνητας - τραγούδι
2. Σέντραλ Πάρκ
Λογής λογής ξένοι περιδιαβάινουν με βήμα αργό, σχεδον ανέμελο, τον κήπο της Νέας Υόρκης σαν να βαδίζουν έξω από το ναρκοπέδιο της ταραχώδους μεγαλούπολης.
Οι ανάσες τους, άλλοτε ανάλαφρες σαν πέταγμα πεταλούδας κι άλλοτε σαν κάρβουνο σβηστό βαρύθυμες, αιχμαλωτίζονται απ’ τα νέφη που πολιορκούν τον ανοιξιάτικο ουρανό.
Στη μάχη τα νέφη ηττώνται.
Στρατιές οι σταγόνες της ανοιξιάτικης βροχής κατέρχονται τροπαιούχες
παραδίδοντας τις ανάσες των ανθρώπων βαφτισμένες στη γη.
Η μπόρα που ξεσπά, υποχρεώνει τους περιπατητές να κκαταφύγουν στο κλειστό κατάλυμα του κήπου.
Οι ψυχές τους σαν αόρατες κλωστές στον αργαλειό της στιγμής, θα υφάνουν το υφαντό μιας συνύπαρξης.
Ο νεωσσός της σχέσης τους θα επωαστεί στο κέλυφος μιας αμήχανης σιωπής.
Και η σιωπή δεν είναι λεωφόρος.
Είναι δρόμος δύσβατος…
3. Οργανικό - Καταιγίδα
4. Ισπανός
Δύσβατος ο δρόμος της σιωπής, λέει ένας νεαρός γεροδεμένος άνδρας σαν να απευθύνεται σε κάποιον μα και σε κανέναν.
Ο πατέρας όμως, έλεγε, συνεχίζει, πως μόνο μέσα στη σιωπή μπορείς να ακούσεις το γέλιο των διψασμένων δέντρων την ώρα της βροχής. Δε Θα μιλάς, μου έλεγε, όταν βρέχει. Μόνο θα ακούς. Κι έχει πολλές φωνές το χώμα. Με τον καιρό θα μάθεις να τις ξεχωρίζεις.
Και τι ήταν ο πατέρας σου; τον ρωτά κάποιος που κρατά σαν μωρό στην αγκαλιά του μια κιθάρα.
Ήταν ο κηπουρός του άρχοντα της Γρανάδας.
Κι εσύ κηπουρός;
Εγώ σχεδιάζω κήπους.
Ποιον είχες δάσκαλο σ’ αυτήν την παράξενη δουλειά, ρωτά και πάλι ο μουσικός.
Δάσκαλο; Το χώμα. Μόνο αυτό μπορεί να σε διδάξει την ανασεμιά των φυτών, ποιο θέλει να μεγαλώνει πλάι σε ποιο, ακριβώς όπως τό λεγε ο πατέρας.
…
Εδώ ο Ισπανός σταματαά. Η παύση του είναι τόση όση χρειάζεται για να δραπετεύσει το βλέμμα του από το παράθυρο και να ανηφορίσει από τη γη που θυμίζει ναυάγιο έως τον ουρανό που μοιάζει θάλασσα φουρτουνιασμένη.
Πού να είναι τώρα η ανάσα του πατέρα; ψελλίζει.
Πλάι σε ποιον ανασαίνει;
4. Τραγούδι - Ισπανός
5. Ιταλός
Δική μου πατρίδα, το Κόμο στον ίσκιο των Άλπεων, είπε ο μουσικός.
Έχει πράγματι πολλές φωνές το χώμα, ο πατέρας σου είχε δίκιο.
Και είναι όλες σε οκτάβα χαμηλή.
Με τις μπάσες φωνές του τραγουδά τα υψίφωνα τραγούδια του ουρανού. Τραγούδια που αν στους τσιμεντένιους δρόμους πνίγονται, σε έναν κήπο μπορείς να τα ακούσεις.
Κάθε κήπος είναι και μια επίγεια σκηνή της ακατάπαυστης ουράνιας συναυλίας.
Στον κήπο τραγουδούν οι μούσες τις μουσικές που γυρεύω. Γι’ αυτό και πάντα απ’ αυτόν ξεκινώ.
Αλλά και σ’ αυτόν επιστρέφω όταν σβήνουν τα φώτα της σκηνής
Πρώτα να ευχαριστήσω τις μούσες για τα δώρα τους κι ύστερα να θάψω βαθιά στο χώμα τα πλάνα χειροκροτήματα.
Να τα πάρουν τα υπόγεια σιωπηλά ρυάκια πέρα μακριά να τα λησμονήσω για να μπορέσω να αρχίσω πάλι απ’ την αρχή…
5. Τραγούδι Ιταλός
6. Ιρανή
Γεμάτη δέντρα ήταν η αυλή μας. Καθισμένη στα κλαδιά τους διάβασα τα πρώτα μου παραμύθια, είπε μια γυναίκα με εβένινα μάτια.
Οι αόρατες ευωδιές των λουλουδιών, εκεί, στη μακρινή Σιράζ, γέννησαν μέσα μου τα πρώτα μου όνειρα.
Όταν ήρθε ο πόλεμος, τα χάλασε όλα.
Τα σπίτια, τους κήπους, τα όνειρα.
Αποφάσισα, τότε, πως όταν μεγαλώσω θα μάθω να φτιάχνω αρώματα των κήπων,
για όλους αυτούς που δεν ονειρεύονται πια. Κι έτσι ήρθα ως εδώ.
Μπορείς ομως σε μια χώρα που έχει όλες τις μυρωδιές της γης, και καμιά δική της, να φτιάξεις μιας πατρίδας το άρωμα;
6. Τραγούδι Ιρανή
7. Αιγυπτιώτισσα
Μιλάτε για πατρίδες, είπε αργά και κουρασμένα σαν γραία χιλιόχρονη μια ηλικωμένη γυναίκα κρατώντας
το ποτήρι του κρασιού της κολλημένο στα χείλη.
Κερδισμένες ή χαμένες, οι πατρίδες σας ήταν ζωντανές.
Ελάτε ως την Αίγυπτο. Όχι των Φαραώ και των σοφών, την Αίγυπτο των τάφων.
Σπίτι μου στάθηκε μια κρύπτη στη γειτονιά των νεκρών.
Παρέα μου τα ασπρόμαυρα πρόσωπα στις φωτογραφίες των τάφων.
Τα γράμματα που ‘μαθα, ονόματα σκαλισμένα στα μάρμαρα.
Αφαίρεση και πρόσθεση
στις ημερομηνίες γέννησης, θανάτου.
Μιλάτε για φωνές, μουσικές και αρώματα που σας χάρισαν όνειρα σαν ήσασταν παιδιά…
Έφτασα δώδεκα χρονώ για να πρωτοαντικρίσω τον κήπο του Αλ Αζχάρ κι ήταν η πρώτη φορά που έβγαινα από τη νεκρόπολη του Καϊρου.
Είχε λοιπόν η ζωή χρώμα, είχε άρωμα, φωνή; Και όμως είχε.
Ξέρετε πως είναι να πηγαίνεις από την πόλη των νεκρών στων ζωντανών τον κήπο;
Ένα συνεχές πήγαινε έλα μεταξυ παραδείσου και κόλασης είναι.
Δεν άργησα να βρεθώ σε σπίτια αληθινά, και αληθινές αγκαλιές…
Ξεπούλησα φτηνά τον θάνατό μου για μια στάλα ζωής…
Μιας ζωής πιο νεκρής κι από των πεθαμενων.
Πόσο αθώα είναι τα δέντρα…
Ποιος έρωτας μπορεί να συγκριθεί με τον δικό τους;
Γέρασα, μα δεν έπαψα να αποζητώ τους κήπους. Λέω πως μια μέρα, δεν μπορεί, θα τον βρω τον ομορφότερο.
Και εκεί δε θα μου ζητά τίποτα κανείς,
μόνο θα μου χαρίζει αυτό που πάντα στερήθηκα.
Πως να το πω, δεν ξέρω.
Ξέρω μόνο πως αξίζει ακόμα και μια παλιοζωή σαν τη δική μου, αν πρόκειται να σου δοθεί στ' αληθεια αυτό που υπόσχεται.
Η γυναίκα υψώνει το ποτήρι της και αφού τους κοιτάζει όλους έναν έναν στα μάτια, χαμογελά.
Στην υγειά σας, φίλοι μου, λέει.
7. Τραγούδι - Αιγύυπτιώτισσα
8. Οργανικό - Καταλλαγή
9. Χιώτης
Σε ένα νησί της Ελλάδας, εγώ έχω έναν δικό μου κήπο, είπε ένας μεσήλικας άντρας βγάζοντας το καπέλο του σαν να ήθελε να πάρουν οι σκέψεις του ανάσα.
Όσο κι αν τον διαφέντευε η Ζωή, δεν άργησε να καταφθάσει ο αιώνιος εραστής της. Ο θάνατος, διάλεξε να χτυπήσει ένα μικρό μικρό δεντρί.
Στέκεται ακόμα εκεί να θυμίζει πως κάποτε ήταν κι αυτό γεμάτο υποσχέσεις.
Ακόμα κι οι φωνές των δέντρων, φίλοι μου, μπορεί να σωπάσουν για πάντα.
Για πάντα; τον ρωτά αμφιβάλοντας η γυναίκα απ’ την Αίγυπτο.
Ο καπετάνιος γνέφει καταφατικά.
Γυρνούσα τον κόσμο, με τα ποντοπόρα. Το ‘χαμε παλιό συνήθειο στη Χίο, όταν περιμέναμε παιδί, να φέρνουμε από το ταξίδι μας ένα μικρό δέντρο να μεγαλώνει μαζί του. Έφερα ένα κι εγώ για τον γιο που περίμενα. Έξω απ’ το παραθύρι του το φύτεψα.
Τι τα θες;
Μαχαίρια από τότε οι κήποι στην καρδιά μου…
9. Τραγούδι - Χιώτης
10. Οργανικό - Το μοιρολόι του δέντρου
11. Σερβιτόρα
Κυρίες και κύριοι,
η καταιγίδα κόπασε, λέει στους ταξιδιώτες η σερβιτόρα καθώς μαζεύει τα άδεια ποτήρια τους.
Κοιτάξτε τον κήπο!
Δεν λάμπει τώρα περισσότερο από πριν;
Εσείς έρχεστε από μακρινές πατρίδες, ζωντανές ή νεκρές, μ’ έναν καημό που ο κήπος θα απαλύνει ή και θα πυρώσει.
Πάντα οι καταιγίδες θα έρχονται
και πάντα θα επιστρέφουμε σε έναν κήπο
να ονειρευτούμε, να λησμονήσουμε,
να παρηγορηθούμε
Εγώ γεννήθηκα σε τούτον τον παράξενο τόπο που μαζεύει ανθρώπους από όλη τη γη. Κι όσο η γη γίνεται πατρίδα μου
κι οι άνθρωποί της με τις ιστορίες τους, δικοί μου, τόσο η πατρίδα γιγαντώνεται και φτάνει στα ουράνια.
Τότε νοσταλγώ την μόνη πατρίδα που μας γέννησε όλους.
Τον κήπο εκεκίνο που πρωτοπαίξαμε παιδιά
κι όταν θα ξαναγίνουμε πάλι παιδιά θα επιστρέψουμε μετά απ’ τη μπόρα της ζωής.
Η σερβιτόρα σωπαίνει.
Σωπαίνουνε κι οιι ταξιδιώτες.
Κι η καταιγίδα σώπασε.
Λίγο πριν σβήσει ο ήλιος
Αγκαλιάζει τα πρόσωπα όλα
με ένα φωτοστέφανο χρυσό.
11. Ομολογία - Τραγούδι - Σερβιτόρα
12. Φινάλε
Ύστατος στίχος στο Ποίημα της Ζωής
από τα ακροδάχτυλα της Πρώτης Ποίησης γεννήθηκα
Κήπος λουσμένος ανέσπερο φως καθρεφτίστηκε στα αθώα μου μάτια
Και άνθη και δέντρα, καθάρια νερά
παιχνίδια μου δόθηκαν
Και άρχισα να περπατώ στη χλόη
μιας ατέλειωτης άνοιξης
με βάδισμα ελαφρύ σαν των αγγέλων
Κι ήταν η μοίρα μου, μοίρα αθανάτων,
μοίρα των θεών.
Ἕως ότου ο Πλάνος
Την ανεπίγνωστη αθωότητά μου πλάνεψε
Κι έμεινα στίχος ξεκομμένος απ’ το ποίημα
Να περπατώ σε χέρσα γη
Με βάδισμα βαρύ σαν πέτρα.
…
Απόγευμα Άνοιξης
πνιγμένο στα νέφη.
Νυχτώνει και βρέχει
κι εγώ περπατώ
Τον πρώτο μου κήπο
κρυφά νοσταλγώ
Θεόρατα τείχη
Ο εχθρός έχει υψώσει
Τη θέα του κήπου
Δεν φτάνω να δω
Και βέλη εκτοξεύει
Ο Φονιάς της ψυχής
Παιδί λαβωμένο
Μιας έρημης γης
Τον χάρο προσμένω
Του λέω “μην αργείς”
Μα σαν ξημερώνει
Κι ορθώνεται εμπρός μου
Παλλάδα Αθηνά
Ασπίδα και δόρυ και κράνος
Μακριά τα πετά
Και πέπλο ανεμώνης
Γαλάζιο φορεί
Το πώς μ’ ανασταίνει
Δεν ξέρει να πει
Ντυμένη σαν Μοίρα
Παρθένος Μαρία
Με λούζει με μύρα
Αμάραντων ρόδων
και κρίνων λευκών
12. Τραγούδι - Νέος κηπουρός - Φινάλε