Οι δρόμοι του μεταξιού
1.Συλλογισμοί και όνειρα του Κουμπλάι Χαν
Ο Κουμπλάι Χαν μπορεί να μην πιστεύει ό,τι του λέει ο Μάρκο Πόλο, αλλά
καθώς ο νεαρός Βενετσιάνος του περιγράφει τις πολιτείες που γνώρισε στις
αποστολές του, ο αυτοκράτορας των Ταρτάρων δεν παύει ν’ ακούει με περιέργεια
και προσοχή που δεν δείχνει σε κανέναν άλλον αγγελιοφόρο ή εξερευνητή του…
Μόνο στις περιγραφές του Μάρκο Πόλο ο Κουμπλάι Χαν καταφέρνει να διακρίνει
μέσα από τείχη και πύργους προορισμένους να καταρρεύσουν, τα ίχνη ενός σχεδίου
τόσο λεπτού που θα μπορούσε να διασωθεί από τους αδηφάγους τερμίτες.
«Είναι πια καιρός –σκεφτόταν ο Χαν- η αυτοκρατορία μου, τόσο μεγαλωμένη προς
τα έξω, ν’ αρχίσει να αναπτύσσεται και μέσα της»….
Τώρα πολλές εποχές αφθονίας έχουν ξεχειλίσει τους σιτοβολώνες. Τα πλημμυρισμένα
ποτάμια έχουν κατεβάσει δάση από δοκάρια προορισμένα να υποστυλώσουν
μπρούτζινες στέγες ναών και παλατιών. Καραβάνια σκλάβων έχουν μεταφέρει
βουνά από πολύχρωμο μάρμαρο διασχίζοντας όλη την ήπειρο… «Είναι το ίδιο της
το βάρος που πάει να συντρίψει την αυτοκρατορία», σκέφτηκε ο Κουμπλάι και τώρα
στα όνειρά του εμφανίζονται πόλεις ανάλαφρες σα χαρταετοί, πόλεις διάτρητες σα
δαντέλες, πόλεις διάφανες σα κουνουπιέρες…
2. Στα διχτυα των λέξεων οι μνήμες του Μάρκο Πόλο
Το ανάκτορο του Κουμπλάι Χαν δεσπόζει μέσα στην περίλαμπρη πόλη σαν το
μεταξωτό του ένδυμα, σαν τη δικαιοσύνη του, τη φιλανθρωπία, το φωτεινό μυαλό του.
Η μέρα του θα κυλήσει γεμάτη μέριμνες, συζητήσεις με τους συμβούλους του,
αποφάσεις δύσκολες, αγωνίες, χαρές, απογοητεύσεις. Καθώς δύει ο ήλιος θα
σταματήσουν όλα για να υποδεχθεί τον νεαρό Βενετσιάνο έμπορο. Θα του
περιγράψει τα μέρη που επισκέφτηκε όπως κανείς δε μπόρεσε ποτέ να κάνει.
Θα του μιλήσει για τους λαούς και τις συνήθειές τους, τα διπλωματικά του
κατορθώματα. Αυτή είναι η ώρα του Μάρκο Πόλο και του αυτοκράτορα.
Μετά τη δύση στις ταράτσες του παλατιού ο Πόλο παρουσίαζε στο μονάρχη
τα αποτελέσματα των αποστολών του. Συνήθως ο Μέγας Χαν τελείωνε
τις βραδιές του απολαμβάνοντας με μισόκλειστα μάτια αυτές τις διηγήσεις
ώσπου το πρώτο του χασμουρητό να δώσει το σήμα στην ακολουθία
των νεαρών πριγκίπων ν’ ανάψει τις δάδες για να οδηγήσει τον
μονάρχη στο περίπτερο του Σεπτού Ύπνου…
«Κύριε σου έχω μιλήσει για όλες τις πόλεις που γνωρίζω», λέει ο Μάρκο.
«Μένει μία που δεν μιλάς ποτέ γι’ αυτήν» είπε ο Κουμπλάι. Ο Μάρκο έσκυψε
το κεφάλι.
«Τη Βενετία», είπε ο Χαν. Ο Μάρκο χαμογέλασε: «Και γιατί άλλο νομίζεις
πως σου μιλώ τόσον καιρό;
Οι εικόνες της μνήμης μόλις αιχμαλωτιστούν απ’ τις λέξεις σβήνουν», είπε ο Πόλο.
«Ίσως φοβάμαι μήπως χάσω τη Βενετία διαμιάς αν μιλήσω γι’ αυτήν.
Ή ίσως μιλώντας για άλλες πόλεις την έχω ήδη χάσει λίγο λίγο»…
3. Η αυτοκρατορία των ξένων
Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα του στην Χαν- μπαλίκ. Χίλια κάρα φορτωμένα μετάξι
θα μπούνε στην πόλη και σήμερα να πουληθούν στις αγορές της, να υφανθούν
στα εργαστήρια τα χρυσοκέντητα και τα μεταξωτά.
Πολλές χιλιάδες άλλα κάρα θα φέρουν εμπόρους απ’ όλες τις άκρες του κόσμου
με τις πραμάτειες τους: πολύτιμες πέτρες, κοσμήματα, μαργαριτάρια, χαλιά,
μπαχάρια, αλάτι και πιπέρι, βόδια λευκά, αραβικά άλογα, αχάτες
και όνυχες, υφάσματα γαλαζοκόκκινα. Οι συναλλαγές θα γίνουν με το
επίσημο νόμισμα της αυτοκρατορίας φτιαγμένο από φύλλα μουριάς,
την τροφή των μεταξοσκώληκων.
Όλα τα εμπορεύματα θα εκτεθούν πρώτα στην αυλή του Μεγάλου Χαν και θα
διατιμηθούν από τους ειδικούς του που θα αγοράσουν πληρώνοντας
καλά όσα κρίνουν πως αξίζουν να μείνουν στο παλάτι. Στη διάρκεια ενός
χρόνου περνούν από την πόλη εμπορεύματα που αξίζουν περισσότερο από
400.000 βυζαντινάτα.
Από την Χαν-μπαλίκ οι δρόμοι αχτινωτά οδηγούν στις περισσότερες επαρχίες
της μεγάλης αυτοκρατορίας. Από δω ξεκινούν κι εδώ καταλήγουν
οι ταχυδρομικές άμαξες με τους αγγελιοφόρους που μεταφέρουν τα μηνύματα
του αυτοκράτορα.
Εδώ καταλήγουν και πάλι από εδώ ξεκινουν οι Απεσταλμένοι, Πέρσες, Αρμένιοι,
Σύριοι, Κόπτες, Τουρκομάνοι: ο αυτοκράτορας ήταν ο ξένος στον κάθε του
υπήκοο και από τα ξένα μόνο αφτιά και μάτια η αυτοκρατορία μπορούσε
να του φανερώσει την ύπαρξή της.
Πώς να μην αγαπάει ο λαός τον Μεγάλο Αφέντη; Πώς να μην του είναι ευγνώμων;
Τριάντα χιλιάδες κούπες ρυζιού μοιράζει καθημερινά στους πεινασμένους.
Μια μέρα την εβδομάδα τα εργαστήρια για χάρη του υφαίνουν βαμβακερά ρούχα
που θα δοθούν δωρεάν στους φτωχούς. Κανείς δε θα μείνει γυμνός και πεινασμένος.
4. Μεταξωτό κορδόνι από δύο κλωστές, μια χρυσή μια γαλάζια.
Για χάρη του Κουμπλάι ο νέος θα γίνει παρατηρητικός. Για χάρη του Πόλο ο Χαν
του αφιερώνει τις πιο δικές του ώρες της μέρας. Τις ώρες που η ψυχή ζητά
παρηγοριά, η σκέψη ανάσα.
Ο αυτοκράτορας θα εμπιστευτεί την σύνεση του ξένου. Ο ξένος δεν θα προδώσει
την εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα. Δεν καταχράται την εξουσία του ο Αφέντης.
Δεν υποκύπτει στην φιλοχρηματία ο έμπορος. Ο Χαν τιμά τον Πόλο τοποθετώντας
τον πάνω απ’ όλους τους βαρώνους του. Ο Πόλο τιμά τον Χαν βάζοντάς τον λίγο
πιο πάνω απ’ την πατρίδα του.
Ένα καινούριο είδος διαλόγου αναπτύχθηκε στην αρχή ανάμεσά τους εκεί
που οι λέξεις απουσίαζαν: τα άσπρα χέρια του μεγάλου Χαν, φορτωμένα
δαχτυλίδια απαντούσαν με κινήσεις μετρημένες σε κείνα τα ροζιασμένα
και ανήσυχα του εμπόρου. Καθώς η συνεννόηση γινόταν μεταξύ τους
καλύτερη, τα χέρια άρχισαν να παίρνουν τυποποιημένες θέσεις που κάθε
μια ανταποκρινόταν σε μια ψυχική διακύμανση μέσα στην εναλλαγή και
επανάληψή τους. Κι ενώ το λεξιλόγιο των πραγμάτων ανανεωνόταν
με τα νέα δείγματα των εμπορευμάτων, το ρεπερτόριο των βουβών
σχολιασμών κόντευε να κλείσει και να σταθεροποιηθεί. Η ευχαρίστηση
να ανατρέχουν πίσω σ’ αυτό λιγόστευε και στους δύο. Στις συζητήσεις
έμεναν τον περισσότερο καιρό σιωπηλοί και ακίνητοι.
Μέσα από τη σχέση των δύο αντρών φωτίζονται οι χιλιοπερπατημένοι δρόμοι
του μεταξιού. Η γνώση που κομίζει στον αυτοκράτορα ο Μάρκο Πόλο τον
εξοικειώνει με τους άγνωστους οικείους του. Η ίδια γνώση επιστρέφοντας
στη Βενετία θα εξοικειώσει τους ευρωπαίους, -έστω και με τη μορφή
απίστευτου παραμυθιού- με την μακρινή, άξενη Ανατολή.
Ο Κουμπλάι ρωτάει τον Μάρκο: «όταν θα ξαναγυρίσεις στη δύση
θα επαναλάβεις στους ανθρώπους σου τις ίδιες ιστορίες που λες σε μένα;»
«Εγώ μιλάω και μιλάω» απαντά ο Μάρκο, «όμως ο ακροατής συγκρατεί
μόνο τις λέξεις που περιμένει. Άλλη είναι η περιγραφή του κόσμου που
το καλοπροαίρετο αυτί σου ακούει με προσοχή, άλλη εκείνη που θα κάνει
το γύρο των εκφορτωτών και των γονδολιέρηδων έξω απ’ το σπίτι μου
τη μέρα της επιστροφής μου, άλλη εκείνη που θα μπορούσα να
υπαγορεύσω στα γεράματά μου αν πιανόμουν αιχμάλωτος
από Γενοβέζους πειρατές και φυλακιζόμουν στο ίδιο κελί μ’ έναν
συγγραφέα περιπετειωδών ιστοριών. Αυτό που κυβερνάει την αφήγηση
δεν είναι η φωνή, είναι το αυτί»
5. Το ταξίδι γέφυρα του κόσμου
Για να ενωθεί η Ανατολή με την Δύση αρκούσε το καλοπροαίρετο αυτί ενός
μεγάλου ηγέτη και ο λόγος ενός ευρωπαίου εμπόρου.
Ο Μάρκο Πόλο περιγράφει μια γέφυρα πέτρα πέτρα. «Όμως ποια είναι η πέτρα
που στηρίζει τη γέφυρα»; Ρωτάει ο Κουμπλάι Χαν.
«Η γέφυρα δε στηρίζεται απ’ αυτήν ή την άλλη πέτρα», απαντάει ο Μάρκο,
«αλλά απ’ τη γραμμή της αψίδας που αυτές σχηματίζουν».
Ο Κουμπλάι Χαν μένει σιωπηλός και σκέφτεται. Ύστερα προσθέτει:
«Γιατί μου μιλάς για πέτρες; Εμένα μ’ ενδιαφέρει μόνο η αψίδα».
Ο Πόλο απαντά: «χωρίς πέτρες δεν υπάρχει αψίδα».
Η γέφυρα του κόσμου χτίζεται από έναν αυτοκράτορα που διανύει την έβδομη
δεκαετία της ζωής του κι έναν Βενετσιάνο που μόλις βγήκε από την εφηβεία του.
6. Γέφυρα χρόνου το ταξίδι
Στη μέση της Χαν-μπαλίκ υψώνεται ένα πελώριο παλάτι. Σε λίγο όπως κάθε
βράδυ η μεγάλη καμπάνα του θα σημάνει τρεις φορές. Θα σταματήσει
η κυκλοφορία στους δρόμους. Θα καταλαγιάσουν οι μέριμνες.
Η τρεχούμενη ζωή θα αναπαυθεί για λίγο. Οι δύο άντρες μένουν για
λίγο σιωπηλοί με μάτια μισόκλειστα, πλαγιασμένοι σε μαξιλάρια μέσα σε
αιώρες που τους λίκνιζαν, καπνίζοντας μαύρες πίπες από κεχριμπάρι.
Στο κουκούλι της ψυχής τους γεννήθηκε μεταξοσκώληκας η εμπιστοσύνη.
Δεκαεφτά χρόνια την τάϊσαν τα φύλλα του νου τους ώστε να υφανθεί
η μεταξωτή κλωστή που ένωσε σαν αψιδα τους κόσμους τους.
Χρειάστηκαν χρόνια, ταξίδια μεγάλα, γνώση γλωσσών. Χρειάστηκαν
κίνδυνοι, αρρώστιες και πόλεμοι. Θάλασσες, ποτάμια, έρημοι, βουνά.
Ήλιος καυτός και καταιγίδες ανάλγητες. Όλα υποταγμένα στη σχέση
αυτών των δύο ανδρών που αποφάσισαν να οικειωθούν κάθε τι ξένο,
να ενώσουν το χωρισμένο.
«Ταξιδεύεις για να ζήσεις το παρελθόν σου;» ήταν η ερώτηση εκείνη τη στιγμή
του Χαν που θα μπορούσε να έχει διατυπωθεί κι έτσι: «Ταξιδεύεις για να ξαναβρείς
το μέλλον σου;» Κι η απάντηση του Μάρκο: «τα ξένα μέρη είναι ένας καθρέφτης
αρνητικός. Ο ταξιδιώτης αναγνωρίζει το λίγο που είναι δικό του, ανακαλύπτοντας
το πολύ που δεν είχε και που ποτέ δεν θα έχει».
7. Η κατατρόπωση του εφιάλτη
Ο αυτοκράτορας θα αποσυρθεί για να κοιμηθεί πιο σοφός. Πέρασε κι ο Φλεβάρης.
Αύριο πάνω στην πλάτη τεσσάρων ελεφάντων θα αναχωρήσει για το Κότσαρ
Μαντού να κυνηγήσει την Άνοιξη.
Άγρυπνος θα μείνει ο Βενετσιάνος. Μετά από δεκαεφτά χρόνια στο πλευρό του Χαν,
αύριο μαζί με τον πατέρα και τον θείο του, θα συνοδεύσει την πριγκίπισσα Κοκατσίν
στον Άργκουν για να παντρευτεί. Μόλις την παραδώσουν θα προχωρήσουν
νότια της Μαύρης Θάλασσας να πλεύσουν με καράβι προς την Κωνσταντινούπολη
κι από κει στο Νέγκροποντ για να φτάσουν κάποτε πάλι πίσω στην αγαπημένη Βενετία.
Προτού αποσυρθεί ο Μέγας Χαν ξεφυλλίζει για τελευταία φορά σήμερα στον
άτλαντά του τους χάρτες των πόλεων που τον απειλούν μέσα στους εφιάλτες και
τις κατάρες: Ενόχ, Βαβυλώνα, Γιάχου, Μπούτσουα, Γενναίος Νέος Κόσμος.
«Όλα είναι ανώφελα αν ο τόπος της τελικής άφιξης δε μπορεί παρά να είναι
η κολασμένη πόλη, κι είναι εκεί που μας τραβάει το ρεύμα, με κύκλους που όλο και
στενεύουν».
Και ο Πόλο: «Η κόλαση των ζωντανών δεν είναι κάτι που θα υπάρξει. Αν υπάρχει μία
είναι αυτή που βρίσκεται ήδη εδώ, η κόλαση που κατοικούμε κάθε μέρα, που
φτιάχνουμε με το να ζούμε μαζί. Δύο τρόποι υπάρχουν για να γλιτώσεις από το
μαρτύριό της. Ο πρώτος είναι εύκολος σε πολλούς: δέξου την κόλαση και γίνε μέρος
της έτσι που να μην τη βλέπεις πια. Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος και απαιτεί συνεχή
επαγρύπνηση και γνώση: ψάξε και μάθε να αναγνωρίζεις ποιος και τι, στη μέση της
κόλασης, δεν είναι κόλαση, κι αυτά κάνε να διαρκέσουν, δώσ’ τους χώρο».
Το 1295 οι δύο άντρες χωριζουν αφού κατάφεραν να ένωσαν την Δύση με την
Ανατολή με το πιο εκλεκτό μετάξι της καρδιάς τους πλέκοντας ένα κορδόνι από δυο
κλωστές, μια χρυσή, μια γαλάζια.