Στην άκρη της μεγάλης πόλης ζούσε ο Τσανγκ αληθινά. Κάθε πρωί έπαιρνε τα καλάθια του και πήγαινε στο δικό του πάγκο που πλάι σε άλλους πάνω στην πέτρινη γέφυρα του μεγάλου ποταμού που διέσχιζε την πόλη αποτελούσαν την πολύβουη αγορά με υφάσματα, αγαλματίδια, οικιακά σκαλιστά σκεύη ξύλινα, μπαχαρικά. Πολλοί πουλούσαν καλάθια σαν κι αυτόν, μα τα δικά του δεν τα έφτανε κανείς.
Κάθε απόγευμα άδειαζε τον πάγκο του, διέσχιζε την αγορά και περπατούσε μία ώρα δρόμο για να φτάσει στο σπίτι του. Στην αυλή του κάθε μέρα τέτοια ώρα όλα ήταν στη θέση τους. Εφτά στοίβες καλάμια σε απόσταση ενός βήματος η μία από την άλλη, από τα οχρώ παιδιά του. Κάθε πρωί κατέβαιναν και τα οχτώ στον βάλτο της μεγάλης κοιλάδας να μαζέψουν καλάμια που το βράδυ ο Τσανγκ και η γυναίκα του έπλεκαν κουβεντιάζοντας τα νέα της ημέρας, τα λόγια των εμπόρων, τις σκέψεις των περαστικών, τις απορίες των παιδιών τους. Το μεγαλύτερο στα δεκαπέντε, τα δύο τελευταία δίδυμα μόλις εφτά χρονών.
Κάθε παιδί έκοβε καλάμια ίσα με το μπόι του και τα δυο δίδυμα μαζί τα έκοβαν, μαζί τα στοίβαζαν, μαζί γελούσαν όταν τα βατραχάκια του βάλτου πηδούσαν απ' το νερό και γαργάλευαν τα πόδια τους.
Έτσι ο Τσανγκ πουλούσε εφτά διαφορετικά μεγέθη καλαθιών που το καθένα δεν είχε μόνο το δικό του μέγεθος αλλά και την δική του απόχρωση, την δική του ηλικία, υφή, τραχύτητα ή πλαστικότητα. Κανείς δεν μπορούσε να τον συναγωνιστεί στην ποικιλία γιατί εκτός των άλλων ο Τσανγκ και η γυναίκα του έπλεκαν τα καλάθια τους έχοντας στο νου τους πάντα το παιδί που μάζεψε τα συγκεκριμένα καλάμια κι έτσι δίχως να το συνειδητοποιούν το ένα καλάθι είχε κάτι απ' τον παλμό της εφηβείας, το άλλο κάτι απ' την αμηχανία του να μεγαλώνεις, το τρίτο μιαν απορία για τα θαύματα του κόσμου, το τέταρτο τη σιγουριά πως ο ήλιος πάντα θα φέγγει, το πέμπτο πως σαν το ρύζι τίποτα δεν είναι πιο νόστιμο, το έκτο πως όλα είναι ένα παιχνίδι και το έβδομο με το όγδοο πως αν σου 'λαχε να έχεις έναν δίδυμο αδερφό στη ζωή ποτέ δε θα γνωρίσεις τι πάει να πει μοναξιά.
Όλα κυλούσαν ήσυχα στην πόλη του Τσανγκ και από το τραπέζι της πολυμελούς οικογένειας ποτέ δεν έλειψε το απλό φαγητό. Μέχρι που ήρθε ένας χρόνος χωρίς βροχές. Οι έμποροι της πέτρινη γέφυρας εξακολουθούσαν να πουλούν υφάσματα, μπαχαρικά, οικιακά ξύλινα σκεύη και αγαλματίδια των μικρών θεών τους. Μόνο ο Τσανγκ έλειπε γιατί ο βάλτος είχε στερέψει και καλάμια δεν φύτρωσαν στις περσινές του όχθες. Τα έξι παιδιά του σκόρπισαν σε πολιτείες ξένες αναζητώντας ξένες δουλειές και μόλις έβγαζαν λίγα χρήματα τα έστελναν στους γονείς τους και τα μικρά δίδυμα αδέρφια τους που είχαν μείνει πίσω. Έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερού τα δυο τους κι ήταν το ένα αγόρι και το άλλο κορίτσι, χαριτωμένα σαν άγγελοι με μάτια σκιστά.
Τις νύχτες ο Τσανγκ και η γυναίκα του κουβέντιαζαν ώρες ατελείωτες για να βρουν μια λύση που θα τους έβγαζε από τη δύσκολη θέση, αλλά λύση δεν έβρισκαν. Δεν είχαν γη δική τους, άλλη τέχνη δεν ήξεραν, δεν ήταν μαθημένοι να πλάθουν όνειρα που θα τους παρηγορούσαν και τα δίδυμά τους ήταν ακόμα πολύ μικρά και έπρεπε να φάνε για να μεγαλώσουν.
Τις μέρες γυρνούσαν στους δρόμους της πόλης ψάχνοντας μια δουλειά να βγάλουν ένα μεροκάματο. Κάτι να κουβαλήσουν στην πλάτη, να συγυρίσουν ένα πλούσο σπίτι, να μαζέψουν τα σκουπίδια της πέτρινης γέφυρας που άφηναν πίσω τους οι έμποροι που πουλούσαν τις πραμάτειες τους.
Τα δίδυμα περνούσαν τις ώρες τους συζητώντας τι μπορούν να κάνουν για να βοηθήσουν τους γονείς τους, ώσπου μια μέρα ο νους τους φωτίστηκε κι αποφάσισαν να πάνε στον βασιλιά. Πιάστηκαν λοιπόν χέρι χέρι κι έφτασαν στο παλάτι του. Ο καλός βασιλιάς τα δέχτηκε μιας και ήταν η πρώτη φορά που δυο μικρά παιδιά ζητήσαν να τον δουν.
-Μεγαλειότατε, του είπαν χωρίς περιστροφές, είστε ευτυχισμένος;
- Δεν ξέρω τι θα πει ευτυχία παιδιά μου. Περνώ τις ώρες μου ανιαρά και βαρετά. Όλα τα έχω και τίποτα δεν με ευχαριστεί. Κάθομαι στον θρόνο μου και κουράζομαι. Ξαπλώνω στο κρεβάτι μου και ύπνος δεν με πιάνει. Βγαίνω με την άμαξα στους δρόμους της πόλης να δω πώς ζουν οι υπήκοοί μου και αντί να βρω απαντήσεις στα ερωτήματα που με βασανίζουν επιστρέφω γεμάτος ακόμα περισσότερες απορίες. Ξέρετε πού πουλούν την ευτυχία για να την αγοράσω; Θα την πλήρωνα δίνοντας ευχαρίστως το μισό μου βασίλειο.
- Θα μείνουμε κοντά σου ένα χρόνο, απάντησαν αποφασιστικά τα δυο μικρά δίδυμα και θα σου διδάξουμε την ευτυχία. Αν καταφέρεις βασιλιά μας μέχρι το τέλος του χρόνου να ευτυχήσεις τότε θα μας δώσεις το μισό σου βασίλειο;
- Θα σας το δώσω με όλη μου την καρδιά.
Βλέπετα τα δίδυμα ήξεραν καλά πως οι βασιλιάδες περνούν μια πάρα πολύ βαρετή ζωή. Ήξεραν όμως και το μυστικό της ευτυχίας που ήταν κρυμμένο στο σώμα τους από τη στιγμή που γεννήθηκαν. Ήταν μόλις οχτώ χρονών αλλά είχαν καταλάβει πως η ευτυχία είναι μια ζυγαριά. Μια ζυγαριά που ισορροπεί ανάμεσα στα αντίθετα. Αν στο ένα ζύγι βρίσκεται η χαρά στο άλλο θα βρίσκεται η λύπη και πρέπει να κάνεις τα πάντα αν δεν μπορεί να γείρει προς τη χαρά τουλάχιστον να μη βαρύνει προς τη λύπη. Αν στο ένα βάλεις το αγόρι στο άλλο πρέπει να βάλεις το κορίτσι. Αν το ένα κρατήσει το όνειρο το άλλο δεν μπορεί παρά να έχει την πραγματικότητα. Κι αν το ένα έχει το μίσος το άλλο πρέπει οπωσδήποτε να έχει την αγάπη. Ήξεραν πως κάθε άνθρωπος διαλέγει κυρίως ένα ζύγι από τα δύο και μ' αυτό πορεύεται στη ζωή του δίνοντας μεγαλύτερο βάρος σ' αυτό. Αλλά ήξεραν ακόμα κάτι που δεν το γνώριζαν πολλοί όπως αυτό που μολις είπα. Πως για να ευτυχήσει ένας άνθρωπος δεν αρκεί να διαλέξει το ζύγι το καλό, δηλαδή της χαράς, του φύλου που προτιμά να είναι, του ονείρου και της αγάπης. Γιατί σίγουρα έτσι άρχιζε ο δρόμος προς την ευτυχία: διαλέγοντας το καλό απ' το κακό. Αυτό δεν μπορεί κανείς να το αμφισβητήσει.
Μα τα δυο παιδιά επειδή ήταν δίδυμα είχαν καταλάβει πως η ευτυχία σαν ζευγάρι, είναι μια ζυγαριά από πράγματα που συμπληρώνονται και αν δεν ισορροπήσουν, ευτυχία δεν υπάρχει. Το πρόσωπο της ζωής ήταν διπλό κι όσο κι αν ήταν απαράδεκτο το αντιπαθητικό πρόσωπο της κακίας, της ζήλιας, του φθόνου, της λύπης και της πείνας αν το αγνοήσεις και δεν βρεις το ισοζύγιό του ποτέ δεν θα ευτυχήσεις ούτε εσύ ούτε ο κόσμος όλος.
Κι έτσι άρχισαν να διδάσκουν στον βασιλιά το μάθημα της ευτυχίας μέσα από το παιχνίδι. Τις νύχτες διάλεγαν τους ρόλους τους φτιάχνοντας μια ιστορία κάθε βράδυ και τη μέρα την παρουσίαζαν στον βασιλιά. Όσο περισσότερο λυπημένο ήταν το αγόρι τόσο πιο χαρούμενο γινόταν το κορίτσι. Όσο πιο φτωχό ήταν το κορίτσι τόσο πιο πλούσιο γινόταν το κορίτσι. Όσο πιο κακό ήταν το ένα τόσο πιο καλό ήταν το άλλο. Και στο τέλος η ιστορία τους έμενε πάντα δίχως τέλος. Ζητούσαν από τον βασιλιά να δώσει τη λύση. Αυτός έπρεπε να διαλέξει πώς θα τελείωνε η ιστορία γιατί μόνο αν αποφάσιζε ο ίδιος θα είχε νόημα το μάθημα. Κάθε φορά που κατέληγε ο βασιλιάς στο ζύγι το καλό, τα μικρά παιδιά του έλεγαν να κάνει πράξη τα συμπέρασμά του: να βοηθήσει τους φτωχούς, να ταϊσει τους πεινασμένους, να δώσει χαρά στους λυπημένους και ο βασιλιάς τα άκουγε με υπακοή τυφλή και η ευτυχία γεννιόταν στην καρδιά του. Αν τυχόν διάλεγε το ζύγι το κακό γιατί ξεπηδούσε η τσιγκουνιά από μέσα του ή ο φθόνος του για τους εχθρούς του, τα παιδιά του έλεγαν να κάνει πάλι αυτό που νομίζει και μετά καθώς τον έβλεπαν δυστυχισμένο του εξηγούσαν πως δυστύχησε γιατί η ζυγαριά είχε γείρει προς το ζύγι της συμφοράς. Βλέπετε τα δυο μικρά δίδυμα ήξεραν και κάτι ακόμα: πως το κακό έχει πολύ μεγάλο βάρος, ενώ το καλό είναι ελαφρύ σαν πούπουλο. Για να ευτυχήσεις πρέπει πλάι στο λίγο κακό να βάλεις πολύ καλό. Στον λίγο πόνο να βάλεις πολλή χαρά. Στην μεγάλη πείνα πολλές μερίδες φαγητό, για να έρθει πάλι η ζυγαριά της ευτυχίας στην ισορροπία της. Κι αυτό συνήθως απαιτεί μεγάλη προσπάθεια από τον άνθρωπο που πρέπει να νικήσει μέσα του πάθη άγρια που τον εμποδίζουν.
Μέρα με τη μέρα ο βασιλιάς καταλάβαινε όλο και πιο βαθιά το μυστικό της ευτυχίας και την τελευταία μέρα του χρόνου πανευτυχής φώναξε τα δυο δίδυμα αποφασισμένος να τους χαρίσει το μισό του βσίλειο. Ήταν μια μέρα βροχερή. Τόσο νερό έβρεξε ο ουρανός εκείνη τη μέρα που το ποτάμι φούσκωσε και ο βάλτος γέμισε τόσο πολύ που αμέσως πρόβαλαν τα πρώτα καλάμια στις όχθες του. Τα δυο παιδιά υποκλίθηκαν βαθιά και είπαν με όλο τους το σεβασμό στον βασιλιά:
- Κράτησε το μισό σου βασίλειο βασιλιά μας. Θα σου φανεί χρήσιμο τώρα που θα ξαναγυρίσουμε στο σπίτι μας και στους γονείς μας. Η ευτυχία τους μεγάλωσε τόσο που κατάφερε να φέρει βροχή στη χώρα και να αλλάξει τον καιρό που τόσο βασάνισε την οικογένειά μας. Είναι μεγάλη η χώρα που κυβερνάς βασιλιά μας και το μισό αυτό βασίλειο που θέλεις γενναιόδωρα να μας χαρίσεις είναι το ένα ζύγι της ζυγαριάς που τώρα έμαθες καλά να χειρίζεσαι. Θα το χρειαστείς σε ώρες δύσκολες που πάντοτε έρχονται και μόνο εσύ που κρατάς στα χέρια σου και το άλλο μισό είσαι σε θέση να ισσοροπήσεις αυτό που συμβαίνει ερήμην σου μ' αυτό που θα αποφασίσεις να συμβεί, αυτό που φέρνει η μοίρα μ' αυτό που εσύ θα διαλέγεις, αυτό που γεννά η συμφορά μ' αυτό που την μεταμορφώνει σε χαρά. Κανένα βασίλειο δεν μπορεί να χωριστεί στη μέση και καμιά ζυγαριά δεν μπροεί να χωρίσει τα ζύγια της. Εσύ έχεις τη δική σου και είναι η χώρα ολόκληρη. Κάθε άνθρωπος έχει τη δική του ζυγαριά μέσα του, εσύ όμως έχεις να χειριστείς μέσα απ' της καρδιάς σου τα ζύγια και τη ζυγαριά όλων των υπηκόων σου και μόνο εσύ μπορείς να βοηθήσεις ώστε η δική σου ευτυχία να γίνει ευτυχία και των άλλων ανθρώπων. Τα ζύγια είναι δίδυμα, βασιλιά μας, όπως και μεις. Δεν μπορούμε να χωριστούμε γιατί αλλιώς θα πεθάνουμε μένοντας μισοί.
Ο βασιλιάς συγκινήθηκε. Τα γέμισε χρυσάφι και επέστρεψαν στο σπίτι τους. Ο Τσανγκ ήτανε στην αγορά της πέτρινης γέφυρας και πουλούσε τα πρώτα καλάθια της χρονιάς που μόλις είχε φτιάξει από τα πρώτα καλάμια του βάλτου. Του είχαν λείψει πολύ τα δυο μικρά παιδιά του που ήξερε πως ζουν καλά στο παλάτι, αλλά πολύ μακριά του. Η γυναίκα του είχε κιόλας βράσει το ρύζι και όλα ήταν πάλι στη θέση τους όταν το βράδυ μαζεύτηκαν όλα τα παιδιά που είχαν επιστρέψει από τα ξένα μόλις τα νέα κυκλοφόρησαν πως τα αδέρφια τους επέστρεψαν στο σπίτι πλούσια.
Άρχισαν να στοιβάζονται σιγά σιγά πάλι οι στοίβες τα καλάμια και ο Τσανγκ με τη γυναίκα του όπως έκαναν τόσα χρόνια άρχισαν να τα πλέκουν. Κάθε πρωί ο Τσανγκ πήγαινε στην αγορά και τα πουλούσε και είναι αλήθεια πως τα δικά του καλάθια δεν έμοιαζαν με κανενός. Μόνο τα μικρά δίδυμα καθώς μεγάλωναν δεν πήγαιναν παι στον βάλτο για καλάμια γιατί η μοίρα τους άλλαξε κι έπρεπε να την ακολουθήσουν.
Βλέπετε, καμιά φορά διδάσκοντας μαθαίνεις κι εσύ πράγματα που δεν τα γνώριζες πιο πριν. Και αυτό που είχαν μάθει από τον βασιλιά τους τα δυο παιδιά ήταν να ακούνε τους άλλους με όλη τους την καρδιά. Έτσι με το που ξημέρωνε έπαιρναν μαζί χέρι χέρι τους δρόμους κάθε μέρα και συζητούσαν με τους ανθρώπους. Άκουγαν τις δυσκολίες και τα βάσανά τους και πάντα τους παρηγορούσαν. Είχαν πάντα μαζί τους κάτι από τον θησαυρό του βασιλιά και πάντα έβρισκαν τον τρόπο να βοηθούν όσους είχαν ανάγκη, γιατί αν τη μία χρονιά δεν είχε καλάμια, την άλλη δεν είχε μπαχαρικά ή είχαν αρρωστήσει τα δέντρα και ξύλινα σκεύη δεν μπορούσαν να φτιαχτούν, υφάσματα δεν μπορούσαν να φτιάξουν αφού οι μουριές ξεράθηκαν και οι μεταξωσκώληκες δεν είχαν να φάνε. Αφού τα ζύγι της φτώχιας αλλάζει χέρια όπως εξάλλου και της πλούτου, έπρεπε να είναι πάντα έτοιμα τα δυο παιδιά να τα ισορροπούν.
Τη μέρα που ο θησαυρός τελείωσε τα δυο μικρά δίδυμα ήταν πια μεγάλα. Ήταν η μέρα που τα φώναξε ο βασιλιάς στο παλάτι βαριά άρρωστος λίγο πριν κλείσει τα μάτια του. Τους παρέδωσε όλο του το βασίλειο ευτυχισμένος και ήσυχος πως η χώρα του θα πήγαινε σε πολύ καλά χέρια. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία του κόσμου που δυο αδέρφια, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι έγιναν βασιλιάδες. Ήταν η πρώτη φορά που δυο δίδυμα κάθησαν πλάι πλάι σε δύο θρόνους ισσοροπώντας για πολλά χρόνια τη ζυγαριά της εξουσίας που επί της βασιλείας τους ταυτίστηκε με τη ζυγαριά της ευτυχίας.
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!
Αφιερωμένο το παραμυθάκι αυτό, που έγραψα σήμερα το πρωί 2 Σεπτεμβρίου του 2009, σε όλους τους φίλους αυτού του μπλογκ, στους φίλους του Facebook, σε γνωστούς και άγνωστους και για διαφορετικούς λόγους
στον Κυριάκο, στον Ζαχαρία και στον πρώην Δημήτρη.