…Να μπω σε όλα τα εμπορικά, στα γραφεία, στα λεωφορεία, σε όλα τα σπίτια, στα καφενεία και στα κομμωτήρια. Να δω πώς ζουν οι άνθρωποι. Πώς ψήνουν καφέ, πώς πιάνουν το κουταλάκι να βάλουν ζάχαρη, πώς χτενίζονται, πώς κοιτούν στον καθρέφτη, πώς ξαπλώνουν, πώς κοιμούνται, πώς γελούν. Ναι, να τους δω και να τους ακούσω να γελούν. Να τους δω να κλαίνε, όσοι απόμειναν να κλαίνε. Πώς δέρνονται και πώς χαϊδεύονται. Να δω, επιτέλους, τι την κάνουν τη ζωή που τους δόθηκε. Το θάνατο τι τον κάνουν; Κι αυτό δεν είναι περιέργεια. Είναι η αφόρητη δίψα να καταλάβω τη ζωή, τους ανθρώπους, εμένα. Όλο αυτό που έχω μέσα μου. Αυτό που μασκαρεύεται στις γενικές συναναστροφές, ντύνεται, μακιγιάρεται και υποδύεται.
Γυμνούς θέλω να δω όλους τους ανθρώπους του πλανήτη. Και να με δουν κι αυτοί. Να μπω στα χειρουργεία την ώρα των επεμβάσεων. Να δω τα σπλάχνα τους. Πόσο διαφέρουν τα σπλάχνα από άνθρωπο σε άνθρωπο θέλω να δω. Πόσο διαφέρει το αίμα. Τι χρώμα έχει το αίμα του καθενός μας. Πώς εκφράζεται και τι ζωγραφίζει..
.........................................................................................................................................................................
Σημείωμα
15/07/09
Καλησπερίζω τους φίλους του μπλόγκιγκ και μπλόγκερς, έχοντας επιστρέψει πια από το ταξίδι μου για το οποίο πιθανόν να γράψω κάποια στιγμή αργότερα. Νομίζω πως τώρα οφείλω να γράψω κάτι γι' αυτό το βιβλίο, αφού σε μια βδομάδα θα είναι με το καλό στις προθήκες των βιβλιοπωλείων.
Είναι, μάλλον, ένα παράξενο βιβλίο. Δεν είναι ένα μυθιστόρημα, αλλά ούτε απλώς μια συλλογή κειμένων διαφορετικών μεταξύ τους. Δεν είναι μυθοπλαστικό ούτε φαντασιακό. Τα σαράντα πέντε κεφάλαιά του διατρέχουν όλα μια κοινή ραχοκοκαλλιά που είναι η απορία και ο θαυμασμός μου για τη ζωή, ο φόβος μπροστά στη θέα του θανάτου και η ελπίδα της ανάστασης μέσα από την προσωπική μου ζωή αλλά και τη ζωή πλήθους ανώνυμων και επώνυμων ανθρώπων. Όταν λέω επώνυμων δεν εννοώ διάσημων. Εννοώ ανθρώπων που γνώρισα για λίγο, απλών και ταπεινών που το συναπάντημά μου μαζί τους αλλοίωσε καλώς τη ζωή μου.
Στο να κατανοήσω τι έχω γράψει στάθηκε σημαντική η συζήτηση που έκανα με την έμπειρη διορθώτριά μου και παντελώς άγνωστη μέχρι αυτή τη στιγμή σε μένα, όταν περνούσαμε τηλεφωνικώς τις τελευαίες και οριστικές διορθώσεις.
Ανάμεσα στα άλλα που μου είπε και που αφορούν την γραφή αυτή καθεαυτή, εκτίμηση ιδιαιτέρως θετική που δεν υπάρχει λόγος να περιγράψω γιατί εδώ μαπίνει πάντα το προσωπικό γούστο του καθενός, μου ξεκαθάρισε πως πρόκειται για ένα φιλοσοφικό κείμενο διαποτισμένο ποίηση. Η ποίηση, μου είπε, ξεχειλίζει από κάθε λέξη. Είναι ένα βαθιά υπαρξιακό κείμενο, που δονεί τις βαθιές και τρυφερές χορδές της ψυχής. Πιστεύω, μου είπε, πως θα ακουμπήσει κυρίως τους νέους ανθρώπους και πως οι μεγάλοι και κατασταλαγμένοι άνθρωποι μάλλον δεν θα καταλάβουν τίποτα. Θα μιλήσει στους νέους που αναρωτιούνται, που ψάχνονται, που ριψοκινδυνεύουν και τολμούν.
Ειδικά αυτό το τελευταίο σχόλιό της μου άρεσε πολύ και το χάρηκα, γιατί τι καλύτερο από το να σε διαβάσουν νέοι άνθρωποι και να έχεις έτσι μαι σχέση μαζί τους. Είδωμεν! Δε θα πω περισσότερα. Ένα ατελεύτητο περπάτημα είναι το βιβλίο, στους δρόμους της Θεσσαλονίκης του παρόντος και του παρελθόντος, στους δρόμους πόλεων του εξωτερικού όπου ταξίδεψα, στους δρόμους των σωμάτων και των ψυχών ανθρώπων και αιώνων.
Τώρα συγκεντρώνομαι σε διάβασμα βιβλίων που από καιρό ήθελα να κάνω και αφορούν την επόμενη εργασία μου. Προσπαθώ να βάλω σε μια τάξη τα μέσα μου γιατί η αφαίρεση και έκθεση των τελευταίων δέκα χρόνων της ζωής μου στο "σε τέμπο κόκκινο" έχει αφήσει ένα ακατάστατο σκηνικό εσωτερικών ανακατατάξεων που θέλουν την φροντίδα τους. Έτσι, λοιπόν, αποσύρομαι στα ιδιαίτερα εν εαυτώ διαμερίσματά μου και αφού σας ευχαριστήσω όλους για την αγάπη, το ενδιαφέρον και την στήριξή, σας εύχομαι ολόψυχα:
Καλό Καλοκαίρι!