Labels

Wednesday, December 19, 2012

Δυο ταινίες - δυο κόσμοι: "Amour" & "Ταξίδι στα Κύθηρα"

-


Πάει καιρός που είδα την ταινία "Amour". 

Πρόσφατα είδα την δεύτερη, "Ταξίδι στα Κύθηρα".

Η πρώτη, Αυστριακή - Γαλλική- Γερμανική συμπαραγωγή, σε σκηνοθεσία Μίκαελ Χάνεκε με τους: Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, Εμανουέλ Ριβά, Ιζαμπέλ Ιπέρ. Οι ογδοντάχρονοι Ζορζ και Αν, συνταξιούχοι δάσκαλοι μουσικής, έρχονται ξαφνικά αντιμέτωποι με το τέλος τής για δεκαετίες κοινής τους διαδρομής. Στο αθηνόραμα, ο Χρήστος Μάντης έγραψε: Ο Μικάελ Χάνεκε ενώνει με πρωτότυπο, συναπαρστικό και απόλυτα συγκινητικό τρόπο τον έρωτα και το θάνατο, τη σκληρότητα της ζωής και την τρυφερότητα της αγάπης. Χρυσός φοίνικας στο φεστιβάλ των Κανών.





Το Ταξίδι στα Κύθηρα είναι ελληνική ταινία, σε σκηνοθεσία του Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Βγήκε στις αίθουσες το 1984.

Ο Αλέξανδρος (Giulio Brogi) είναι στην αναζήτηση ενός ηλικιωμένου ηθοποιού. Τον συναντά τελικά σε ένα οπωροπωλείο και η ταινία του μπορεί να αρχίσει. Ο Αλέξανδρος υποδέχεται τον πατέρα του, Σπύρο (Μάνος Κατράκης), πρώην κομμουνιστή που επιστρέφει στην Ελλάδα μετά από 32 χρόνια εξορίας στην ΕΣΣΔ χάρη στην αμνηστία που αποδόθηκε με την πτώση της δικτατορίας το 1974. Ο Σπύρος ξαναβρίσκει τη γυναίκα του, Κατερίνα (Δώρα Βολανάκη), το σπίτι του και κάποιους παλιούς συντρόφους. Έχοντας περάσει 32 χρόνια ονειρευόμενος την ημέρα της επιστροφής του, αδυνατεί να προσαρμοστεί στον τόπο καταγωγής του και να επικοινωνήσει με τους γύρω του. Μόνο η γυναίκα του τον καταλαβαίνει.



Οι πληροφορίες για την πρώτη ταινία είναι από το αθηνόραμα, για τη δεύτερη από τη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ. Κι εγώ γιατί επιλέγω να βάλω δίπλα δίπλα τώρα δυο ταινίες με εξ' ολοκλήρου διαφορετικό θέμα και χρονική απόσταση μεταξύ τους σχεδόν τριάντα χρόνια; Γιατί ενώ η πρώτη διαπραγματεύεται την αγάπη, ενώ η δεύτερη την εξορία ενός πολιτικού κρατούμενου, τις βάζω στο ίδιο τραπέζι της σκέψης μου;

Καταρχάς, διότι επιτέλους μπορώ τώρα να γράψω για την πρώτη, -πράγμα που θέλω από τότε που την είδα-, και το μπορώ επειδή είδα τη δεύτερη. Αυτά είναι τα μυστήρια της γραφής που έχει τον δικό της χρόνο και όχι τον δικό μας. Αυτή αποφασίζει κι εμείς υπακούμε, -αν τύχει κι έχουμε ανοιχτά τ' αφτιά μας...

Το πρώτο που αντιλαμβανόμαστε όταν προσεγγίζουμε ένα καλλιτεχνικό έργο είναι ο τίτλος του. Αυτός φέρει τη σφραγίδα του έργου. Ο τίτλος οφείλει καταρχάς να συμπυκνώνει το κέντρο κάθε δημιουργίας. Είναι ο άξονας και το πρίσμα βάσει του οποίου διαβάζουμε, βλέπουμε, επεξεργαζόμαστε κάθε έργο. Εϊναι το όχημα πάνω στο οποίο κινείται η σκέψη, το συναίσθημα, το βλέμμα μας. Οφείλει να μας πηγαίνει μέχρι το τέλος. Οφείλειι και να δικαιώνεται, 
-έστω και με ειρωνικό τρόπο.

Όσες  κριτικές κι αν διάβασα για την ξένη ταινία "Αγάπη" εκθειάζαν την παραγωγή, τονίζοντας πως κατάφερε να συμπυκνώσει το νόημα της αληθινής αγάπης. Αν κάποιος κάνει αναζήτηση στο Coogle, η κυρίαρχη φωτογραφία της ταινίας θα δει πως είναι αυτή που ανέβασα. Δεν θα δει καμιά φωτογραφία από το φινάλε του έργου, όπου ο γέρος πνίγει την γριά άρρωστη γυναίκα του με το μαξιλάρι της, για να τη "σώσει" από την αρρώστεια και τους πόνους γιατί δεν αντέχει άλλο να την βλέπει να υποφέρει, και μετά να αυτοκτονεί και ο ίδιος, -πράγμα που ευτυχώς υπαινίσσεται η ταινία και δεν μας δείχνει πώς συμβαίνει. 

Λίγο πριν φτάσουμε σ' αυτό το φινάλε, θαύμασα κι εγώ τον χειρισμό του σκηνοθέτη, για το πώς στηρίζει ο παππούς την γυναίκα του στην αρρώστεια. Όταν όμως τον είδα ξαφνικά να παίρνει το μαξιλάρι και να σκεπάζει το πρόσωπό της για να πάψει αυτή να αναπνέει, κόντεψα κυριολεκτικά να κάνω εμετό κι έκανα να συνέλθω αρκετές ώρες. Θύμωσα αφάνταστα, και όχι γιατί δεν κατανοώ μια ανάλογη αντίδραση, ή γιατί μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης αδυναμίας δεν μπορώ να δικαιολογήσω ακόμη και τον φόνο, αλλά γιατί ο τίτλος της ταινίας ήταν "Αγάπη" και αυτός ο τίτλος δεν δικαιώνεται, αλλά αντίθετα αυτοακυρώνεται. Αν η ταινία είχε τίτλους όπως: "Όρια", "Αντοχές", "Αδυναμία", "Θάνατος" ή ό, τι άλλο εκτός από "Αγάπη", ούτε εγώ θα έφτανα να θέλω να κάνω εμετό, ούτε και θα είχα μάλλον κανένα λόγο να γράψω τώρα μια τέτοια κριτική σαν αυτή που επιχειρώ. Θεωρώ όμως απαράδεκτο, εξωφρενικό, διαστροφικό και ολότερλα απάνθρωπο -έως δαιμονικό-, να τιτλοφορείται αυτή η ταινία "Αγάπη" και να εκθειάζεται από όλους τους κριτικούς ως υποδειγματική αγάπη μια σχέση ηλικιωμένων που οδηγεί στο να σκοτώσει ο ένας τον άλλον και μετά να αυτοκτονήσει και ο ίδιος, προκειμένου να αποφύγουν τον πόνο, την παιδαγωγία του, την φιλαδελφία στην οποία οδηγεί μαζί με όλες τις άλλες αρετές που σου παρέχει τη δυνατότητα, ο πόνος, να αναπτύξεις, υπομένοντας τα πάντα για χάρη του αγαπημένου. Αν αυτό είναι το νόημα της αγάπης για τους φίλους Ευρωπαίους, τότε δεν έχουμε ουδεμία σχέση μαζί τους. Το θεμελιώδες δώρο της ζωής, εμείς έχουμε διδαχθεί -από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα, εν μέσω ενός Χριστιανισμού που ο Θεάνθρωπος υπομένει τον Σταυρό και ανασταίνεται,- πως δεν έχει δικαίωμα κανείς να το καταλύει και μάλιστα ακριβώς εν ονόματι αυτής της αγάπης. Μπορείς να πεθάνεις για τον αγαπημένο, όχι όμως να τον σκοτώσεις.

Σε απόλυτη αντίθεση μ' αυτή την ταινία είναι η ταινία του συχωρεμένου πλέον, Θεόδωρου Αγγελόπουλου, που θα μπορούσε κάλλιστα να φέρει τον ίδιο τίτλο "Αγάπη" αντί "Ταξίδι στα Κύθηρα" και να αντιπροσωπεύει αυτό που ως Έλληνες, αλλά και ως απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων, μα και Ορθόδοξοι, πιστεύουμε, αισθανόμαστε, ακολουθούμε καθένας όσο μπορεί. 
Σε αντίθεση με την ξένη ταινία, αναζητώντας πάλι στο Coogle μαι αντιπροσωπευτική φωτογραφία της ταινίας, η κυρίαρχη είναι αυτή που ανέβασα εδώ, και επίσης σε αντίθεση με την ξένη ταινία, δεν είναι απλώς ένα στιγμιότυπο της ταινίας, αλλά το φινάλε της. Είναι μάλλον περιττό να υπενθυμίσω την αρχαία ρύση: "μηδένα προ του τέλους μακάριζε". Καί είναι περιττό να πω πως εμείς μακαρίζουμε τα ζευγάρια που τελειώνουν έτσι την ζωή τους. Γιατί στο "Ταξίδι στα Κύθηρα" ο εξόριστος για 32 χρόνια από την χώρα του, εξορίζεται ακόμη μια φορά και επειδή δεν τον παίρνει ένα ξένο πλοίο που περνά εκείνη την ώρα που δίνεται η νέα εντολή εξόδου του από τη χώρα και ταυτόχρονα δεν μπορεί να παραμείνει μετά την εντολή ούτε στα χωρικά ύδατα της Ελλάδας, τον αφήνουν σε μια πλατφόρμα μέσα στα διεθνή ύδατα παραμονές Χριστουγέννων. Παρ' όλο που η ταινία φαίνεται να διαπραγματεύεται την επιστροφή του πολιτικού εξόριστου στην πατρίδα του και την νέα του εξορία, στην πραγματικότητα διαχειρίζεται απ' την αρχή μέχρι το τέλος, όπως και η ξένη, τη σχέση ηλικιωμένου ζευγαριού. 

Παρ' όλο που η γυναίκα έχει να δει τον άντρα της 32 ολόκληρα χρόνια, παρ' όλο που αυτός ξαναπανττρεύτηκε στα ξένα κι έχει κάνει εκεί κι άλλα παιδιά, γιατί δεν άντεξε τη μοναξιά και όπως λέει, βρέθηκε μια γυναίκα να του ράψει ένα κουμπί και να του προσφέρει ένα πιάτο ζεστό φαγητό, η ελληνίδα γυναίκα του, όχι μόνο τον συγχωρεί, όχι μόνο εξακολουθεί να τον νοιάζεται και να τον πονά, αλλά ακόμα και στο τέλος που τον εξορίζουν και πάλι και στέκει μέσα στη θάλασσα ολομόναχος μέχρι να βρει η αστυνομία τι θα τον κάνει, αυτή ζητά να πάει μαζί του, να μείνει μαζί του, ό, τι κι αν συμβεί, ό, τι κι αν του μέλλεται. 

Ο υποκριτικά ανυπέρβλητος Κατράκης σηκώνεται όρθιος στην πλατφόρμα μετά τη νύχτα που περνούν αγκλιασμένοι στην πλατφόρμα και λέει, "Ξημερώνει". Σηκώνεται και η γυναίκα του και το μόνο που απαντά είναι, "είμαι έτοιμη". Έτοιμη για όλα όσα είναι να έρθουν, αρκεί να είναι μαζί. Εκείνος λύνει τότε το παλαμάρι που δένει την πλατφόρμα στο λιμάνι κι αυτή απομακρύνεται. Ταξιδεύουν μέσα στην ομίχλη και τ' αγιάζι μακριά από την αδικία και τη σκληρότητα των ανθρώπων. Μπορεί να ταξιδεύουν προς τον θάνατο, μπορεί σε μια νέα ζωή που θα ξεπροβάλλει. Κανείς δεν ξέρει. Αναλαμβάνουν την ευθύνη της αγάπης τους μαζί. Ελεύθεροι και με δική τους βούληση, αποφασίζουν να ζήσουν αυτό που θα τους βρει, παραδομένοι σ' αυτό που έρχεται, και χωρίς κανέναν εκβιασμό της πραγματικότητας. 
Αυτό, λοιπόν, εγώ μπορώ να το δεχτώ ως Αγάπη. Την ίδια την ταινία μπορώ να της δώσω αυτόν τον τίτλο με όλο το τραγικό, αλλά και τόσο ανθρώπινο, ουσιαστικό, μα και μεγαλειώδες περιεχόμενο που μπορεί να σηκώσει.

Δυο ταινίες - δυο κόσμοι. Μόνο που το νόημα της αγάπης το κερδίζει η ταινία του Αγγελόπουλου και ο ίδιος, και το χάνει εντελώς, το ακυρώνει η ταινία του Χάνεκε, ο ίδιος και όσοι τον επικροτούν.