Άφησα πίσω μου
απάνεμα λιβάδια, μη σκουριάσουν αταξίδευτα τα όνειρα. Άφησα τα πολύβοοα χωριά, μην τρομάξει το
σπουργίτι της σιωπής και μείνω το χειμώνα απαρηγόρητο. Άφησα τις μεγάλες υποσχέσεις των εμπόρων που με οδηγούσαν στο σφαγείο, να κρατήσω λέξεις απλές σαν το χορτάρι στην έρημο της μοναξιάς.
Τη θαλπωρή των σχέσεων με τ' άλλα ζώα εγκατέλειψα που ρουφούσαν
λαίμαργα το γάλα της καρδιάς μου, και τον καλωπισμό του
ψέμματος πως ήμουν χρήσιμο αρνήθηκα. Της υποκρισίας τα
μεταξωτά τερτίπια πως ήμουν τάχατες αθώο έσχισα και τα ψιλοτάκουνα της
υπεροψίας πως ήμουν άκακο χάλασα για πάντα. Και πόσα άλλα
άφησα πίσω μου βορρά στους λύκους να τα φάνε να χορτάσουν.
"Ό, τι αφήνεις πίσω, θα το βρεις μπροστά σου", ούρλιαξαν μέσα στη νυχτιά από τα απόκρημνα όρη των
δαιμόνων, αυτοί που
αυτοχρίστηκαν πιστοί, μα ήταν λύκοι, λύκοι της Εξουσίας και του Χρήματος.
Θα το βρω,
απάντησα με βέλασμα που δεν εννόησαν, μα
δε θα μ’ αναγνωρίσει ούτε αυτό, ούτε εκείνο, ούτε κι εσείς. Θα περάσω διάφανο μπροστά σας και "καπου εδώ κάπου
εκεί πρόβατο μυρίζομαι", θα γρυλίζετε, ενώ η φυγή μου θα
με κρύβει κάτω απ’ τα ακονισμένα δόντια σας.
Και τώρα;
Τώρα ένα πρόβατο στυλίτης της
αγωνίας γίνομαι και ης απορίας
αιχμάλωτο, πού καταλήγει άραγε ο δρόμος
που έγινα.
Τώρα τρωω την
πείνα μου και στο πιάτο μου φιλοξενώ μόνο δυο μαύρες κι άραχνες ελιές που δεν τρώγονται
με τίποτα, -αντανάκλαση των ματιών μου στη λίμνη των δακρύων όλων των προβάτων.
Τώρα η δίψα μου με
ξεδιψά και στο ποτήρι οι γουλιές δεν πίνονται, -αντιφέγγισμα
σταγόνων των ματιών μου στον μαύρο ουρανό των λύκων.
Τώρα εισπνέω το παρελθόν του αμνού κι εκπνέω του αγγέλου μέλλον, λευκή σγουρή βαρκούλα
μεσοπέλαγα,
παραδομένο σε άνεμο αγάπης.
Το κείμενο αφιερώνεται στη μνήμη της δασκάλας που έφυγε αυτή την εβδομάδα απ' αυτόν τον κόσμο, την ώρα που προσπαθούσε να κρεμάσει το τελευταίο και ψηλότερο αστέρι στο σχολείο της, που μαζί με τους μαθητές της είχε μεταμορφώσει σε πλανητάριο. Ο Θεός να την αναπαύει...
Φωτογραφία:
Φωτογραφία: