Labels

Saturday, April 30, 2011

Ξύπνησα και σήμερα!


Άνοιξα τα μάτια μου και σήμερα στο πρωινό φως, και είπα: δόξα τω Θεώ! Δεν είναι και αυτονόητο ότι ξυπνάμε κάθε μέρα. Η εικόνα της Αναστάσεως πάλι μπροστά στα μάτια μου. Τούτες τις μέρες μ' αυτήν κοιμάμαι, με δαύτην ξυπνώ. Η συγκεκριμένη εικόνα που αγάπησα όταν ήμουν δεκάξι χρονών. Πώς μας σημαδεύουν οι παιδικές μας μνήμες είναι πράγματι εντυπωσιακό.

Ήταν το πρώτο ταξίδι που έκανα εκτός Ελλάδος. Θα πήγαιναν τα μεγάλα μου αδέρφια πρώτη φορά στην Πόλη και είχα παρακαλέσει πολύ τους γονείς μου να πάω μαζί τους. Αν και για τις αντιλήψεις τους ακουγόταν εντελώς παράλογο το αίτημά μου, -για τις αντιλήψεις, αλλά και για την εποχή εκείνη, πριν από εικοσιπέντε χρόνια μιλάμε τώρα-, με άφησαν. Κι έτσι πήραμε το τρένο οι τρεις μας. Δε θυμάμαι πόσες ώρες κάναμε να φτάσουμε, θυμάμαι πως ήταν πολλές κι ακόμα θυμάμαι πως είχαμε πιάσει ένα κουπέ να βγάλουμε τη νύχτα και όταν έφτασε το τρένο στην Κομοτηνή όπου άρχισαν να μαπίνουν μπουλούκια οι μουσουλμάνοι φορτωμένοι τους μπόγους τους, εγώ ξάπλωσα κι έκανα δήθεν πως κοιμόμουν, για να μην τη βγάλω μετά καθιστή στην καρέκλα. Σήμερα ντρέπομαι πολύ για κείνην την παιδική απάτη. Ούτε που σκέφτηκα πως κάποιοι άνθρωποι θα ταξίδευαν μέσα στη νύχτα εξαιτίας μου όρθιοι. Κανένας τους δε με ξύπνησε. Άνοιγαν την πόρτα, έβλεπαν πως κοιμόμασταν και την ξαναέκλειναν ευγενικά.

Όλα πρωτόγνωρα ήταν, όλα μαγικά στα άμαθα μάτια μου. Μα πώς να λησμονήσω τη στιγμή εκείνη που μέχρι σήμερα ζωντανεύει μέσα μου; Πήγαμε στη Μονή της Χώρας. Έκθαμβη κοιτούσα τα ψηφιδωτά στους μικρούς τρούλους του νάρθηκα. Μα όταν προχώρησα στο δεξιό κλίτος κι έφτασα στην τοιχογραφία της Ανάστασης, που εικάζεται πως είναι έργο του Θεοφάνη του Έλληνα, καρφώθηκα κυριολεκτικά στο χρόνο και στον τόπο. Μου κόπηκε η ανάσα. Δεν ήξερα πού βρίσκομαι. Αν είναι μέρα ή νύχτα. Δεν υπήρχαν αδέρφια, δεν υπήρχαν επισκέπτες, σώπασαν όλες οι εξωτερικές φωνές των τουριστών. Δεν υπήρχε τίποτα έξω από εκείνον τον Χριστό που αρπάζει με τόση δύναμη την Εύα και τον Αδάμ πατώντας πάνω στις σπασμένες πλάκες του Άδη. Και θα φανεί ίσως παράδοξο, αλλά περισσότερο κι από τα ιερά πρόσωπα, με κεραυνοβόλησε το φόντο της τοιχογραφίας. Ποτέ μου δεν είχα δει τέτοιο μπλε. Πέρασαν χρόνια για να μάθω πως αυτό είναι το μπλε της Μακεδονικής Σχολής. Χάθηκα μέσα του. Δεν ήθελα τίποτα άλλο έξω απ' το να το κοιτώ. Να το κοιτώ και να κολυμπάω στο πέλαγός του. Ούτε που ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί ακίνητη. Ίσως κι έναν αιώνα...



Η δεύτερη πρωινή εικόνα και σκέψη μου σήμερα ήταν η ανάμνηση του αγίου Ευλογίου που γιορτάζαμε προχθές. Έμεινε στην Ιστορία σαν Ευλόγιος ο Ξενοδόχος και όχι σαν Λατόμος που ήτανε το επάγγελμά του. Το σκληρό και δύσκολο επάγγελμά του. Δεν είχε ξενοδοχείο, είχε ξενοδόχα ψυχή και η Ιστορία επέλεξε να μείνει στα χνάρια της χαρακτηρισμένος από το χάρισμά του και όχι από το επάγγελμα. Έβγαινε, λέει το συναξάρι του, μ' ένα φαναράκι το βράδυ και κατέβαινε στην αγορά αφότου τελείωνε τη δουλειά του για να βρει κανέναν ξένο που δεν είχε πού να μείνει και να τον πάρει στο σπίτι του να τον φροντίσει μοιραζόμενος τα λιγοστά του υπάρχοντα. Το συναξάρι μάλιστα, σημειώνει πως έβγαινε το χειμώνα, δίχως να μας εξηγεί γιατί αναφέρει μόνον αυτήν την εποχή. Προφανώς, σκέφτομαι, πως έβγαινε όλες τις εποχές του χρόνου να βρει τους ταξιδιώτες που κατέφευγαν στα μέρη του, αλλά το έκανε ακόμα και τον χειμώνα που οι συνθήκες ήταν οι πλέον δυσχερείς. Κι έτσι έμεινε να χαρακτηρίζεται ο Άγιος ως Ξενοδόχος. Όχι μόνο δεχόταν να φιλοξενήσει, αλλά πήγαινε ο ίδιος και αναζητούσε τους ξένους. Πήγαινε γυρεύοντας, θα λέγαμε χαριτολογώντας.

Και τώρα που έκανα την πρωινή μου εξομολόγηση, έχω να ετοιμάσω και να προετοιμάσω τις στιγμές της δικής μου μέρας. Να επιλέξω τι και πώς θα το ζήσω, να υποταχτώ σε ό, τι έρθει που δεν θα έχω προβλέψει και επιπλέον, να παραχωρηθώ στις εκόνες που το μικρό ταξίδι στη Χαλκιδική θα μου επιφυλάξει. Σπίθες σπίθες οι στιγμές μας... σπίθες σπίθες που άλλοτε μας ξυπνούν από ύπνο βαθύ, άλλοτε μας φωτίζουν για όλη μας τη ζωή, άλλοτε μας δίνουν ένα μικρό διαβατάρικο χαμόγελο -καθόλου ευκαταφρόνητο, κι άλλοτε μας προκαλούν εγκαύματα και τις σβήνουμε με τη θέλησή μας γιατί είναι καλύτερα να μην τις θυμόμαστε.
Ας ανάβουν κάθε μέρα, εύχομαι, κι ας είναι όλες για το καλό μας...
Χριστός Ανέστη!

Friday, April 29, 2011

Ζωοδόχος Πηγή





Περὶ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς
Ἡ ἑορτὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς ποὺ γιορτάζουμε τὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου εἶναι γιορτὴ τῆς Παναγίας μας. Γράφει τὸ συναξάρι τῆς ἡμέρας: «Τὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινησίμου ἑορτάζουμε τὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἠμῶν καὶ Θεομήτορος, τῆς Ζωηφόρου Πηγής• ἀκόμη ἐνθυμούμαστε καὶ τὰ ὑπερφυὴ θαύματα ποὺ ἔγιναν στὸν Ναὸ αὐτὸ ἀπὸ τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ».
Ἡ Παναγία ὀνομάζεται Ζωοδόχος Πηγή, ἀφοῦ γέννησε τὴν Ζωή, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Γιὰ πρώτη φορὰ τὸ ἐπίθετο Ζωοδόχος Πηγὴ τὸ ἔδωσε στὴν Παναγία ὁ Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος τὸν 9ο αἰώνα, συνθέτοντας ἕναν ὕμνο του πρὸς τὴν Παναγία.
Ἡ γιορτή, ὅπως προαναφέρθηκε, ἀναφέρεται στὰ ἐγκαίνια τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Παναγίας, γνωστοῦ ὡς «Ἡ Ζωοδόχος Πηγὴ στὸ Μπαλουκλί», ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς Κωνσταντινούπολης, ὅπου ὑπῆρχε πηγὴ ἁγιάσματος ποὺ ἐπιτελοῦσε καὶ ἐπιτελεῖ πολλὰ θαύματα.
Ὁ Ἱερὸς Ναὸς τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στὴν Πόλη ἀνεγέρθηκε κατ’ ἀρχὰς ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Λέοντα τὸν Θράκα, ποὺ ἦταν χρηστὸς καὶ ἐπιεικής, καὶ πρὶν ἀκόμη γίνει αὐτοκράτορας ὡς ἁπλὸς στρατιώτης συνάντησε ἕναν τυφλὸ ἔξω ἀπὸ τὴν Χρυσὴ Πύλη τῆς Κωνσταντινούπολης. Ὁ τυφλός του ζήτησε νερὸ νὰ πιῆ καὶ ὁ Λέων ἀναζήτησε τὴν πηγὴ τοῦ νεροῦ στὴν περιοχή, ἡ ὁποία ἦταν κατάφυτη ἀπὸ δένδρα, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε νὰ τὴν ἀνακαλύψη. Λυπήθηκε πολὺ ποὺ δὲν βρῆκε νερὸ νὰ δώση στὸν τυφλό. Ἄκουσε τότε φωνὴ νὰ τοῦ λέγη: «Βασιλιᾶ Λέοντα» –δηλαδὴ τὸν ἀπεκάλεσε βασιλιά, ἐνῶ ἀκόμη ἦταν στρατιώτης, κάτι ποὺ ἐπαληθεύθηκε– «…νὰ εἰσέλθης βαθύτερα στὸ δάσος, καὶ ἀφοῦ λάβης μὲ τὶς χοῦφτες σου τὸ θολερὸ αὐτὸ νερό, νὰ ξεδιψάσης τὸν τυφλὸ καὶ νὰ πλύνης τὰ μάτια του, καὶ τότε θὰ γνωρίσης ποιὰ εἶμαι ἐγὼ ποὺ κατοικῶ στὸ μέρος αὐτό». Ὁ Λέων ἔκανε ἀμέσως ὅπως τὸν διέταξε ἡ φωνὴ καὶ ὁ τυφλὸς εἶδε τὸ φῶς του. Ἡ φωνὴ ἐκείνη ἦταν τῆς Παναγίας.
Καὶ ὁ Λέων, ὅταν ἔγινε αὐτοκράτορας, μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ φιλότιμο ἔκτισε στὸ μέρος ἐκεῖνο τοῦ ἁγιάσματος Ἱερὸ Ναὸ πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας, τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς. Ὅταν κατέρρευσε ὁ Ἱερὸς αὐτὸς Ναὸς ἀπὸ τὸν χρόνο, ἄλλοι αὐτοκράτορες –ὁ Ἰουστινιανός, ὁ Βασίλειος ὁ Μακεδών– ἀνέλαβαν καὶ ἔκτισαν ἐκ νέου τὸν Ναό, πιὸ μεγαλοπρεπῆ ἀπὸ τὸν παλαιότερο.
Μία δεύτερη παράδοση ἀναφέρει ὅτι τὸν πρῶτο Ναὸ τὸν ἔκτισε ὁ Ἰουστινιανός, βλέποντας ἐκεῖ ποὺ κυνηγοῦσε σὲ ὅραμα ἕνα μικρὸ παρεκκλήσι καὶ ἕναν Ἱερέα μπροστὰ σὲ μία πηγή, λέγοντάς του ὅτι εἶναι ἡ πηγὴ τῶν θαυμάτων. Στὸν τόπο ἐκεῖνο ἔκτισε μοναστήρι μὲ τὰ ὑλικὰ ποὺ περίσσεψαν ἀπὸ τὴν Ἁγία Σοφία.
Ὁ Ναὸς αὐτὸς στὴν Βασιλεύουσα κατέρρευσε τὸν 15ο αἰώνα. Σύμφωνα μὲ μαρτυρίες τὸ 1547 ὁ Ναὸς δὲν ὑπῆρχε πιά. Ὑπῆρχε μόνον τὸ ἁγίασμα. Τὸ 1833 ὁ Πατριάρχης Κωνστάντιος Ἃ μὲ ἄδεια τοῦ Σουλτάνου ξαναέκτισε τὸν Ναὸ πάνω στὰ ἐρείπια τοῦ παλαιοῦ. Ἔτσι, στὶς 2 Φεβρουαρίου τοῦ 1835, ὁ Πατριάρχης Κωνστάντιος, μὲ 12 ἀκόμη Ἀρχιερεῖς ἐγκαινίασαν τὸν νέο Ναὸ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, στὸ Μπαλουκλί. Μπαλουκλὶ σημαίνει τόπος μὲ ψάρια, ἀφοῦ στὴν δεξαμενὴ τῆς Πηγῆς ὑπάρχουν ψάρια.
Στὸν ναὸ αὐτὸ ἐπιτελοῦνταν πολλὰ θαύματα καὶ μάλιστα καὶ σὲ οἰκογένειες εὐγενῶν της αὐτοκρατορίας, μὲ χαρακτηριστικὸ παράδειγμα αὐτὸ τῆς λύσεως τῆς στειρώσεως τῆς αὐτοκράτειρας Ζωῆς, ἡ ὁποία μετὰ ἀπὸ θαῦμα τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς γέννησε τὸν Κωνσταντῖνο τὸν Πορφυρογέννητο, ποὺ ἔγινε αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου. Στὸν ναὸ αὐτὸ θεραπεύθηκαν ἐπίσης οἱ αὐτοκράτορες Ἰουστινιανός, Λέοντας ὁ Σοφός, Ρωμανὸς Λεκαπηνός, ὁ Ἀνδρόνικος Γ , ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Στέφανος, ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Ἰωάννης, πολλὲς βασίλισσες καὶ πολλοὶ ἀνώτατοι ἀξιωματοῦχοι τῆς αὐτοκρατορίας, ἀλλὰ καὶ κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ καὶ πολλοὶ ἁπλοὶ Χριστιανοί. Τὸν 14ο αἰώνα ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος γράφοντας γιὰ τὸ ἁγίασμα τῆς Πηγῆς, παραθέτει ἕναν κατάλογο 63 θαυμάτων.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς παρουσιάζει τὴν Παναγία μέσα σὲ ἕνα συντριβάνι ἀπὸ τὸ ὁποῖο χύνεται ἄφθονο νερό, νὰ βαστάη στὴν ἀγκαλιὰ τῆς τὸν Χριστὸ ποὺ εὐλογεῖ. Δύο ἄγγελοι τὴν στεφανώνουν κρατώντας εἰλητάριο ποὺ γράφει: «Χαῖρε ὅτι ὑπάρχεις βασιλέως καθέδρα, χαῖρε ὅτι βαστάζεις τὸν Βαστάζοντα πάντα». Γύρω ἀπὸ τὸ συντριβάνι εἰκονίζονται ὁ αὐτοκράτορας καὶ πολλοὶ ἀσθενεῖς μὲ ποικίλες ἀσθένειες. Δέχονται τὸ ἁγίασμα μὲ τὸ ὁποῖο τοὺς ραντίζουν οἱ ὑγιεῖς. Στὴν ἄκρη ζωγραφίζεται μία δεξαμενὴ μὲ ψάρια, ἀφοῦ ὅπως εἴπαμε Μπαλουκλὶ σημαίνει τόπος ψαριῶν.
Ἡ εὐλάβεια καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ λαοῦ τῆς Κωνσταντινούπολης πρὸς τὴν Ζωοδόχο Πηγὴ μεταδόθηκε σὲ ὅλους τους Ὀρθοδόξους καὶ ἔτσι σὲ πολλὰ μέρη, ὅπως καὶ ἐδῶ στὴν Ναύπακτο, καὶ ἀπέναντι στὸ Αἴγιο, τὴν Παναγία τὴν Τρυπητή, ἀνηγέρθησαν Ναοὶ πρὸς τὴν τιμὴ τῆς Παναγίας, τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ὅπου καὶ ἐκεῖ ἐπιτελοῦνται θαύματα, ποὺ στηρίζουν τοὺς ἀνθρώπους στὴν καθημερινή τους ζωὴ καὶ στὴν πίστη τους στὸν Θεό.
(πηγή:εφημ.Εκκλησιαστική Παρέμβαση)

Thursday, April 28, 2011

Tα Χάρτινα Όνειρα των παιδιών


Σε μια από τις τελευταίες παρουσιάσεις των βιβλίων μου στα σχολεία δέχθηκα αυτό το πολύτιμο δώρο από τα παιδιά. Δε θα ονομάσω το σχολείο γιατί πιστεύω πως τα παιδιά πρέπει να είναι απολύτως προστατευμένα από τη δημόσια έκθεση. Εξάλλου, τα παιδιά είναι παιδιά, όπου κι αν βρίσκονται, σε όποιο σχολείο κι αν φοιτούν. Αφού διάβασαν τα δικά μου "Χάρτινα Όνειρα", τους έδωσε η καλή δασκάλα τους από ένα μικρό χαρτάκι να γράψουν και να ζωγραφίσουν τα δικά τους. Τα τύλιξαν σαν περγαμηνές, τα έδεσαν με μπορντώ και γαλάζιες μεταξωτές κορδέλες, τα κρέμασαν σ' ένα αυτοσχέδιο δέντρο που στεκόταν στη μέση της σκηνής όπου παραβρέθηκα και μετά τη συζήτησή μας, τα ξεκρέμασαν και μου τα χάρισαν. Ψες βράδυ τα άνοιξα. Διαβάζοντάς τα, γέλασα, βούρκωσα, συγκινήθηκα, διασκέδασα. Δεκαεννιά ευχές, δεκαεννέα όνειρα, δεκαεννιά ψυχές οχτάχρονες και αιώνιες, κάθε μια ξεχωριστή, κάθε μια αγγελική... Δε θα σχολιάσω τίποτα απ' αυτά. Περιττεύουν τα σχόλια. Απλώς σας τα χαρίζω με τη σειρά μου γιατί πώς αλλιώς να το πω; Τα παιδιά μας οδηγούν. Αυτά μας δείχνουν τον δρόμο... Κι αν μελετήσουμε λίγο προσεκτικά τα όνειρά τους θα δούμε πως μάλλον μας ετοιμάζουν έναν καλύτερο κόσμο...



1. Εύχομαι να βγει η νονά μου από το νοσοκομείο.
2. Θέλω να έχω φίλο τον Χρίστο.
3. Θέλω να γίνω αστυνόμος.
4. Θέλω να βοηθάω τους ανθρώπους.
5. Θέλω να έρθει γρήγορα ο Μάιος για να πάρω το κουτάβι μου.
6. Θέλω να βρει δουλειά ο μπαμπάς μου.

7. Εύχομαι να μπορώ να δίνω στους ανθρώπους αυτό που θέλουν.
8. Θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω ψυχολόγος.
9. Θέλω να βοηθάω τους ανθρώπους.
10. Θέλω να γίνω η καλύτερη μαθήτρια.
11. Εύχομαι όταν μεγαλώσω να γίνω γιατρός.
12. Θέλω να γίνω ο καλύτερος τερματοφύλακας.
13. Εύχομαι να γίνω δασκάλα.
14. Θέλω να βοηθάω τους ανθρώπους.



15. Θέλω να γίνω καλός ποδοσφαιριστής σαν τον Ρονάλντο.
16. Εύχομαι να πάω το καλοκαίρι στη Χίο.
17. Θέλω να συναντήσω τον Κ. Ρονάλντο.
18. Θέλω να δω και άλλους λύκους.
19. Θέλω να γίνω δασκάλα.
20. Εύχομαι όλοι οι φίλοι μου να γίνουν πλούσιοι.
21. Εύχομαι να γίνω εθελόντρια για τα ζώα.

Wednesday, April 27, 2011

En Chordais & ERT Orchestra Istanbul 2011.wmv, Άλκης Ζοπόγλου και Κυριάκος Καλαϊτζίδης



Αυτή είναι η κορυφαία στιγμή της συναυλίας που έδωσε στην Κωνσταντινούπολη το μουσικό συγκρότημα Εν Χορδαίς μαζί με την ορχήστρα της ΕΡΤ. Η πρώτη σύνθεση: Beyoglou Tango, είναι του Άλκη Ζοπόγλου που παίζει κανονάκι, και η δεύτερη: Oriental Vals, του Κυριάκου Καλαϊτζίδη παυ παίζει ούτι και είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εν Χορδαίς.

Monday, April 25, 2011

Η ζωή μου σήμερα μετρά 42 Πασχαλιές



Είναι μια ηλικία που τα πρωταντικρίζεις όλα πρώτη φορά και μένεις έκθαμβος. Είναι μια δεύτερη που ψηλαφείς και ονομάζεις τον κόσμο. Μια τρίτη που δοκιμάζεις τον εαυτό σου και τους άλλους. Μετά επαναστατείς. Ύστερα διαγράφεις. Γράφεις, σβήνεις, ξαναγράφεις. Ερωτεύεσαι, χωρίζεις, ελπίζεις, απογοητεύεσαι. Πετάς στους ουρανούς και βυθίζεσαι στα καταχθόνια. Δε σ’ αγαπάει κανείς. Δε θες κανέναν. Έρχεται μια ηλικία που πορεύεσαι μέσα σε ύπνο βαθύ. Όλα διαδραματίζονται μέσα σ’ ένα όνειρο. Αποφεύγεις την πραγματικότητα ίσως για να μην πονέσεις άλλο. Ίσως όμως, και κυρίως, επειδή στο προστατευτικό κουκούλι του ονείρου μεγαλώνει αυτό που θα ξυπνήσει αύριο πεταλούδα. Θα ορμήξει με απαράμιλλη ορμή να ρουφήξει χυμούς απ’ όσα περισσότερα άνθη μπορεί και όλες της οι δυνάμεις, όλος ο πόθος και το πάθος θα ξυπνήσουν σαν ηφαιστειογενής έκρηξη, -αν είσαι άνθρωπος παθιασμένος και πυρετώδης.
Κι απ’ ότι αντιλαμβάνομαι στη δική μου περίπτωση, έρχεται καθώς φαίνεται και μια άλλη ηλικία. Εισαγωγή στην έβδομη επταετία της ζωής. Λίγο πολύ μια γεύση από τα παράδοξα, τα αντιφατικά και ανερμήνευτα είναι αρκετά εμπεδωμένη, αν και οι εκπλήξεις πάντα καραδοκούν όποιον νομίζει πως ξέρει και έζησε πολλά. Λίγο πολύ όμως έχεις μια σχετική ψυχραιμία κι έχεις μάθει να μη ζητάς εξηγήσεις σε όλα. Να μην παθαίνεις από το παραμικρό. Αποκτάς μια εμπιστοσύνη σε ό, τι έρχεται και όλως παραδόξως, ανασφαλής νιώθεις ασφαλέστερος. Ούτε να αποδείξεις τίποτα θέλεις σε κανέναν, ούτε εξαρτάσαι από την αποδοχή των άλλων. Ό, τι μπορείς κι ό, τι μπορούν. Εξασκείται το εσωτερικό σου μάτι να ξεχωρίζει το λίγο, το κρυμμένο, το ίχνος της ομορφιάς μέσα στα σκουπίδια. Και ζεις γι’ αυτό το ελάχιστο που είναι ακριβό και πολύτιμο όσο ένας κόκκος σιταριού. Τότε, λοιπόν, αναγνωρίζεις άφοβα το παρελθόν σου, σκύβεις και ψαυεις τις ρίζες σου με ευλάβεια. Τις ριζες που σε ανάθρεψαν και σ’ έφτασαν μέχρι το σήμερα, το τώρα, τούτη τη στιγμή που γράφεις.
Γυρίζω το βλέμμα μου πίσω αυτό το Αναστάσιμο δειλινό του 2011. Και μετρώ σαράντα δύο Πασχαλιές της ζωής μου. Της αρκετά ασυνήθιστης ζωής μου μιας και μου έμελλε να γεννηθώ μέσα στην αγκαλιά της εκκλησίας. Σήμερα καταλαβαίνω πως περισσότερο κι από την ίδια την οικογένεια στην οποία μεγάλωσα, οικογένειά μου ήταν πάντα οι ναοί στους οποίους ο ιερέας πατέρας μου υπηρετούσε, όπως και εκείνες στις οποίες κατέφυγα αφότου έφυγα από την πατρική εστία. Αυτή είναι η αλήθεια μου. Οικογένειά μου ήταν οι Δώδεκα Απόστολοι, η Ζωοδόχος Πηγή, ο Άη Δημήτρης, οι Άγιοι Πάντες. Και στην ενήλικη ζωή μου ο Όσιος Δαυβίδ, η Μονή Βλατάδων και τα τελευταία σχεδόν είκοσι χρόνια, ο Άγιος Νικόλαος ο Ορφανός.
Οικογένειά μου ήταν τα κτίσματα όλων αυτών των ναών, οι άγιοι στις τοιχογραφίες τους, οι ψάλτες τους, οι παπάδες τους, οι δεσποτάδες τους, τα κεριά, τα λιβάνια, οι λαμπρές ή οι φτωχικές ιερατικές στολές, οι νεωκόροι, οι κάθε λογής απλές κυράδες, οι καμπουριασμένες πιστές γριές, οι κηπουροί. Και μαζί με όλο αυτό το ένσαρκο και άσαρκο “υλικό”, το υλικό του εκκλησιαστικού έτους, οι Κυριακές, οι μεγάλες εορτές, οι αγρυπνίες, τα Χριστούγεννα και όλες οι Μεγάλες Εβδομάδες, όλες οι Αναστάσεις.
Γυρίζοντας σήμερα πίσω το βλέμμα βλέπω το παιδί, το εφηβάκι, την ενήλικη, όλα όσα ήμουν και όλα αυτά που είμαι, μέσα στην τρυφερή αγκαλιά της εκκλησίας που σαν κι αυτή δεν είναι άλλη. Νιώθω σήμερα πρώτη φορά τόσο καθαρά πως υπήρξα ένα πολύ χαϊδεμένο παιδί, παράδοξα κι αλλιώτικο χαϊδεμένο από πολλά άλλα.
Καθόλου εύκολη δεν ήταν η ζωή μου, καθόλου ήσυχη και ανώδυνη, τέτοια που ήμουν κι άλλα τόσα που μου έτυχαν… Πολυς ο πόνος, πολλές οι ρήξεις, οι απογοητεύσεις, οι πτώσεις, οι θλίψεις και τόσα άλλα… Μα μέσα σε όλα αυτά, γύριζα πάντα εκεί. Στην δική μου οικογένεια που είναι βέβαια και οικογένεια όλου του κόσμου. Την οικογένεια της εκκλησίας που δεν κλείνει ποτέ την αγκαλιά της. Δεν την αρνείται ό, τι κι αν είμαστε, ό, τι κι αν κάνουμε, ό, τι κι αν μας συμβαίνει. Πάντα εκεί γύριζα και μέχρι σήμερα εκεί γυρνώ. Στον άγιο Παντελεήμονα θα κλαφτώ, τον άγιο Νικόλαο θα ικετεύσω, μπροστά στην Παναγία θα τα μαρτυρήσω όλα και θα νιώσω πως χάνομαι στη φιλόστοργη αγκαλιά της.
Σαράντα δύο χρόνια δεν είναι και τόσο λίγα, λέω. Όλη μου η παιδική ζωή μέσα στα ράσα, -και έχουν πολλές πτυχές τα ράσα, σε κρύβουν, σε φυλούν, σε παρηγορούν, σε προστατεύουν. Ό, τι κι αν έζησα, σε όποια δυσκολία κι αν βρέθηκα, πάντα ένας καλός παπάς κοντά μου βρέθηκε να με στηρίξει, να ξανανάψει τη φλόγα της καρδιάς μου. Όσο κι αν πονεσα πάντα ένας άγιος σ’ ένα εικόνισμα με περίμενε έτοιμος να με ακούσει. Όσο κι αν απελπίστηκα πάντα ένας στίχος από ένα εκκλησιαστικό μέλος, μια φράση του Ευαγγελίου, θα με στήριζαν απροσδόκητα. Όσο κι αν έπεσα, -και έπεσα πολυ χαμηλά-, πάντα ο φιλεύσπλαχνος Κύριος με καταδεχόταν παρέχοντας την άφεση…
Δεν ξέρω γιατί τα γράφω σήμερα όλα αυτά. Ίσως γιατί νιώθω μεγάλη και βαθιά ευγνωμοσύνη προς τον Αναστημένο μας Κύριο. Ίσως γιατί ψες βράδυ την ώρα της Ανάστασης σκέφτηκα πρώτη φορά πως θα έρθει καιρός που ο Χριστός δε θα σταυρώνεται, δε θα πεθαίνει. Θα είναι Αναστημένος διαρκώς, -όπως βέβαια είναι στην πραγματικότητα-, και μαζί Του θα είμαστε και όλοι εμείς αναστημένοι. Δε θα υπάρχει πλέον θάνατος.
Και ίσως γιατί είδα πιο καθαρά σήμερα πως όλα μου τα ανθρώπινα, περασμένα, τωρινά και μελλοντικά, όσο φωτίζονται από το Φως της Αναστάσεως γλυκαίνουν, αποκτούν ξαφνικά την πραγματική τους διάσταση που είναι τόσο μικρή και φευγαλέα μπροστά στη σημερινή μεγάλη και αληθινή χαρά.
Είθε, λέω, με φόβο και με πάθος τώρα, ν’ αξιωθώ κι άλλες Πασχαλιές, κι εγώ και όλοι μας. Είθε να επιστρέφουμε πάντα ή, ακόμα καλύτερα, να μην αποχωριζόμαστε ποτέ την αγκαλιά της εκκλησίας που είναι κάτι πολύ περισσότερο από ανθρώπινα πρόσωπα και συμπεριφορές που καμιά φορά ίσως και να μας ενοχλούν.
Κι αν είμαι μια φορά ευγνώμων στον πατέρα μου που ήταν ιερέας και στη μητέρα μου που μας ανάθρεψε ακούραστη μέσα στους ναούς, είμαι απείρως ευγνώμων στον Θεό που συνεχίζει να ανασταίνεται και που μας αρπάζει από το χέρι μόλις πέσουμε… Είθε το Φως της Αναστάσεως να μας φωτίζει πάντα!

Saturday, April 23, 2011

M. Σάββατο





Μεγάλο Σάββατο
Μεγάλο Σάββατο εἶναι ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας καὶ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Ἀφιερωμένη ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας στὴν κάθοδο τοῦ Ἰησοῦ στὸν Ἅδη. Ἐνῶ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ βρίσκεται στὸν τάφο, ἡ ψυχὴ τοῦ κατέβηκε προσωρινὰ στὸν Ἅδη γιὰ νὰ μεταφέρει στοὺς νεκροὺς τὸν Λόγο Του.
Ἐντωμεταξὺ οἱ Ἀρχιερεῖς μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Πιλάτου, ἐγκαθιστοῦν φρουρὰ ἔξω ἀπὸ τὸ μνῆμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ ἔκαναν γιὰ νὰ μὴν μπορέσουν οἱ μαθητές Του, νὰ κλέψουν τὸ σῶμα Του καὶ νὰ διαδώσουν ὅτι ἀναστήθηκε. Εἶχαν οἱ Ἀρχιερεῖς αὐτὸν τὸν φόβο ἐπειδὴ τὴν ἀνάστασή Του, εἶχε προαναγγείλει ὁ Ἰησοῦς ἐνόσω ἦταν ἐν ζωῇ.


Τὸ πρωὶ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, στὶς ἐκκλησίες μας, τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία τῆς Πρώτης Ἀνάστασης. Ὀνομάζεται ἔτσι, γιατί σὲ κάποιο σημεῖο της, ὁ Ἱερέας προαναγγέλλει τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, λέγοντας: «Ἀνάστα ὁ Θεὸς κρίνων τὴν γῆν…». Ἴσως ἡ ὕπαρξη αὐτῆς τῆς προαναγγελλίας, νὰ εἶναι ὁ λόγος ποὺ τὸ πένθος τῶν πιστῶν τὴν ἡμέρα αὐτὴ εἶναι μικρότερο σὲ σχέση μὲ αὐτὸ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς.
Στὰ Ἱεροσόλυμα, ἡ τελετὴ τῆς Ἁφῆς τοῦ Ἁγίου Φωτὸς καὶ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου, γίνονται τὸ μεσημέρι τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Στὴν Ἑλλάδα ἡ Θεία Λειτουργία τῆς Ἀναστάσεως γίνεται τὸ βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Λειτουργίας, στὶς 12 ἀκριβῶς τὰ μεσάνυχτα, σβήνουν τὰ φῶτα τῆς ἐκκλησίας καὶ ὁ ἱερέας προβάλει στὴν Ὡραία Πύλη, κρατώντας σὲ κάθε χέρι ἀπὸ μία δεσμίδα τριάντα τριῶν κεριῶν μὲ τὸ Ἅγιο Φῶς, καὶ ψάλλοντας τὸ «Δεῦτε λάβετε Φῶς…». Στὴν συνέχεια ἱερεῖς, ψάλτες καὶ πιστοὶ βγαίνουν στὸ περίβολο τῆς ἐκκλησίας ὅπου γίνεται ἡ ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Ἀναστάσεως καὶ ψάλλεται τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτω θάνατον πατήσας καὶ τοὶς ἐν τοὶς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος».


Οἱ πιστοὶ μετὰ τὸ τέλος τῆς λειτουργίας μεταφέρουν τὸ Ἅγιο Φῶς στὰ σπίτια τους καὶ τὸ ἔθιμο θέλει νὰ τὸ φυλᾶνε νὰ μὴν σβήσει γιὰ σαράντα ἡμέρες. Τὸ Μεγάλο Σάββατο, ὅπως καὶ ἡ Μεγάλη Παρασκευή, εἶναι ἡμέρα αὐστηρῆς νηστείας, μὲ τὸ λάδι νὰ ἀνήκει στὶς ἀπαγορευμένες τροφές.

Ὅσοι δὲν ἔχουν φτιάξει κουλούρια ἢ τσουρέκια καὶ δὲν ἔχουν βάψει κόκκινα αὐγὰ τὴν Μεγάλη Πέμπτη, τὸ Μεγάλο Σάββατο ἔχουν τὴν τελευταία τους εὐκαιρία νὰ τὸ πράξουν. Οἱ ἑτοιμασίες τῶν νοικοκυριῶν γιὰ τὸ Πάσχα ἔχουν φτάσει στὸ τέλος τους. Τὸ μόνο ποὺ ἀπομένει εἶναι ἡ κατασκευὴ τῆς μαγειρίτσας ποὺ θὰ φαγωθεῖ μετὰ τὴν ἀνάσταση καθὼς καὶ ἡ προετοιμασία τῆς ψησταριᾶς καὶ τῆς σούβλας γιὰ τὸ ἀρνὶ ἢ τὸ κατσίκι ποὺ θὰ φαγωθεῖ τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα.


Υπόμνημα Τριωδίου:


«Τῶ Αγίω καὶ Μεγάλω Σαββάτω,


τὴν θεόσωμον Ταφήν, καὶ τὴν εἰς Ἄδου Κάθοδον


τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑορτάζομεν


δι’ ὧν τῆς φθορᾶς τὸ ἡμέτερον γένος ἀνακληθέν,


πρὸς αἰωνίαν ζωὴν μεταβέβηκε».
Στίχοι:



Μάτην φυλάττεις τὸν τάφον,κουστωδία.


Οὗ γὰρ καθέξει τύμβος αὐτοζωίαν.


Τὴ ἀνεκφράστω σου συγκαταβάσει, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἠμῶν, ἐλέησον ἠμας Ἀμήν.
Κοντάκιον
«Τὴν ἄβυσσον ὁ κλείσας, νεκρὸς ὁρᾶται,
καὶ σμύρνη καὶ σινδόνι ἐνειλημμένος, ἐν μνημείῳ κατατίθεται,
ὡς θνητὸς ὁ ἀθάνατος.
Γυναῖκες δὲ αὐτὸν ἦλθον μυρίσαι, κλαίουσαι πικρῶς καὶ ἐκβοῶσαι.
Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον,
ἐν ὧ, Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος».
Ὁ Οἶκος
«Ὁ συνέχων τὰ πάντα ἐπὶ σταυροῦ ἀνυψώθη,
καὶ θρηνεῖ πᾶσα ἡ Κτίσις,
τοῦτον βλέπουσα κρεμάμενον γυμνὸν ἐπὶ τοῦ ξύλου,
ὁ ἥλιος τὰς ἀκτῖνας ἀπέκρυψε, καὶ τὸ φέγγος οἱ ἀστέρες ἀπεβάλλοντο,
ἡ γῆ δὲ σὺν πολλῷ τῶ φόβω συνεκλονεῖτο,
ἡ θάλασσα ἔφυγε, καὶ αἱ πέτραι διερρήγνυντο,
μνημεῖα δὲ πολλὰ ἠνεώχθησαν, καὶ σώματα ἡγέρθησαν ἁγίων Ἀνδρῶν.
Ἅδης κάτω στενάζει,
καὶ Ἰουδαῖοι σκέπτονται συκοφαντῆσαι Χριστοῦ τὴν Ἀνάστασιν,
τὰ δὲ Γύναια κράζουσι.
Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον,
ἐν ὧ Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος».


Απολυτίκιον. Ήχος πλ. δ΄
-«Ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ,
ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελῶν τὸ ἄχραντόν σου Σῶμα,
σινδόνι καθαρά, εἰλήσας καὶ ἀρώμασιν,
ἐν μνήματι καινῶ κηδεύσας ἀπέθετο».

-«Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον,
ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος, τότε τὸν Ἅδην ἐνέκρωσας,
τὴ ἀστραπὴ τῆς θεότητος,
ὅτε δὲ καὶ τοὺς τεθνεώτας ἐκ τῶν καταχθονίων ἀνέστησας,
πᾶσαι αἱ Δυνάμεις τῶν ἐπουρανίων ἐκραύγαζον.
Ζωοδότα Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοι».

-«Ταὶς Μυροφόροις Γυναιξί,
παρὰ τὸ μνῆμα ἐπιστάς, ὁ Ἄγγελος ἐβόα.
Τὰ μύρα τοὶς θνητοὶς ὑπάρχει ἁρμόδια,
Χριστὸς δὲ διαφθορὰς ἐδείχθη ἀλλότριος».



Friday, April 22, 2011

Περί της Μ. Παρασκευής




Μεγάλη Παρασκευ
Τν Μεγάλη Παρασκευ ο χριστιανο λου του κόσμου, ζον τν κορύφωση το Θείου Δράματος. Εναι μέρα τν Παθν το ησο. φιερωμένη π τν κκλησία μας στς τελευταεςρες πρν τν Σταύρωση, μς πενθυμίζει τ παρακάτω γεγονότα.
Χριστός, μετ τν σύλληψή του στ ρος τν λαιν, δικάστηκε κα καταδικάστηκε π τος ρχιερες. δίκη ταν βέβαια τυπικ φο τυμηγορία εχε ποφασιστε πρν καν συλληφθε. Ο ρχιερες θελαν τν θάνατό Του.
πειδ μως δν εχαν τν νόμιμη ξουσία, πρεπε καταδικαστικ πόφαση ν παγγελθε π τν Ρωμαο διοικητή. Τ χρόνια κενα διοικητς στν ερουσαλμ ταν Πιλάτος. Σ ατν σύρθηκε ησος, ν τ πλθος, μετ ππαρότρυνση τν ρχιερέων, φωνάζοντας, ζητοσε τν Σταύρωσή Του. πρχε τ θιμο, τν μέρα το βραϊκοΠάσχα, ο Ρωμαοι ν πελευθερώνουν ναν κατάδικο βραο. Πιλάτος θέλοντας ν μν χει τν εθύνη τς σταύρωσης τοΧριστο, ζήτησε π τ πλθος ν διαλέξει νάμεσα στν Θεάνθρωπο κα στν Βαραβά, να στασιαστ κα φονιά, ποις θ ταν ατς πο θ πελευθερωνόταν. Τ πλθος, δι βος,πέλεξε ν φεθε λεύθερος Βαραβς.


μέσως μετά, κα μ τν ντολ πλέον το Πιλάτου, Χριστςδηγεται στν σωτερικ αλ το Πραιτωρίου (τοδιοικητηρίου δηλαδ τν Ρωμαίων). κε ο στρατιτες τοφορον μία πορφύρα κα να γκάθινο στεφάνι. Χλευαστικποκαλώντας τν «Βασιλι τν ουδαίων», τν χτυπον κατν φτύνουν. ρα τς Σταύρωσης χει πλησιάσει.
Φορτωμένος ησος μ τν Σταυρ στν ποο θ σταυρωθε,δηγεται πρς τν λόφο το Γολγοθά. Στ δρόμο δν ντέχει τ βάρος το Σταυρο κα πέφτει. Ο Ρωμαοι πιβάλουν στν Σίμωνα τν Κυρηναο, πο διερχόταν π κενο τ σημεο, νμεταφέρει ατς τν Σταυρ το Μαρτυρίου. Τελικ στς 9 ρα τ πρωί, ησος σταυρώνεται. Τ μαρτύριο το Χριστοκράτησε ξι ρες. Στς 3 ρα τ πόγευμα παρέδωσε τπνεμα Του, φο προηγουμένως εχε συγχωρήσει σους εθύνονταν γι τν θάνατό Του.


πειδ μως τ Σάββατο παγορεύονταν ο κηδεες, ωσφπ τν ριμαθαία, κρυφς μαθητς το Χριστο, ζήτησε πτν Πιλάτο ν πάρει τ σμα Του κα ν τ νταφιάσει. δεια ατ το δόθηκε κα τσι τυλίγοντας τ σμα τοΧριστο σ να σεντόνι, τν νταφίασε σ να μνμα λαξευμένο σ βράχο. Τ νοιγμα το μνήματος, κλείστηκε μ μία μεγάλη πέτρα.
τελετ τς ποκαθήλωσης, γίνεται στς κκλησίες μας, τμεσημέρι τς μεγάλης Παρασκευς. ν τ βράδυ τς διαςμέρας τελεται περιφορ το πιταφίου. Ο καμπάνες τνκκλησιν χτυπον πένθιμα λη τν διάρκεια τς μέρας.
νηστεία τς μέρας εναι αστηρότατη κα παγορεύεικόμα κα τ λάδι. Πολλο πιστο συνηθίζουν ν πίνουν τν Μεγάλη Παρασκευ λίγο ξύδι, ες νάμνηση ατο πο δωσαν στν ησο, ταν ζήτησε νερ τς τελευταες στιγμς τςπίγειας ζως Του.
Τ θιμο παγορεύει κάθε ργασία τν μέρα ατή. Σ πολλς περιοχς φτιάχνουν να μοίωμα το ούδα, κα μετ τν περιφορ το πιταφίου τ παραδίδουν στν φωτιά. Τλουλούδια το πιταφίου, μοιράζονται στος πιστούς, οποοι τ φυλον μαζ μ τς εκόνες στ σπίτια τους. Τέλος, τν μέρα ατ συνηθίζεται ο πιστο ν πισκέπτονται τος τάφους τν νεκρν συγγενν κα φίλων.