Labels

Friday, May 6, 2011

Ιώβ, Κεφάλαιο Β΄




1. Μια άλλη μέρα σαν αυτή που προηγήθηκε ήρθαν οι άγγελοι του Θεου να παρουσιαστούν ενώπιον του Κυρίου. Ήρθε ανάμεσά τους και ο διάβολος να παρουσιαστεί ενώπιον του Κυρίου.
2. Και ρώτησε ο Κύριος τον διάβολο: “εσύ από πού έρχεσαι;” Απάντησε τότε ο διάβολος στον Κύριο: “αφού πορεύτηκα τη γη που βρίσκεται κάτω από τον ουρανό και περπάτησα όλη την οικουμένη, να ’μαι εδώ.”
3. Και ρώτησε ο Κύριος τον διάβολο: “πρόσεξες λοιπόν τον δούλο μου Ιώβ που σαν κι αυτόν δεν υπάρχει άνθρωπος πάνω στη γη, άκακος, αληθινός, άμεμπτος, θεοσεβής, ξένος προς κάθε τι το πονηρό; Ακόμα και μέσα σε όλες τις συμφορές παρέμεινε άκακος, ενώ εσύ είχες πει πως αν έχανε όλα του τα υπάρχοντα θα με βλασφημούσε.
4. Παίρνοντας τον λόγο ο διάβολος απάντησε στον Κύριο: “για να σώσει κανείς το τομάρι του δίνει ευχαρίστως άλλο τομάρι, και όλα όσα έχει τα παραχωρεί ο άνθρωπος προκειμένου να μείνει ζωντανός.
5. Άπλωσε όμως το χέρι σου, χτύπα τις σάρκες του και τα κόκκαλά του. Θα βλασφημήσει το πρόσωπό σου.
6. Αποκρίθηκε τότε ο Κύριος στον διάβολο: “Ορίστε, σου τον παραδίδω, αλλά να διαφυλάξεις τη ζωή του.”
7. Χάθηκε ο διάβολος απ’ το πρόσωπο του Κυρίου και χτύπησε τον Ιώβ με πληγές φοβερές από το κεφάλι ίσαμε τα πόδια.
8. Και πήρε ένα κομμάτι από σπασμένο πήλινο αγγείο ο Ιώβ να ξύνει το πύον των πληγών του και καθισε πάνω σε κοπριές έξω απ’ την πόλη.
9. Αφού πέρασε πολύς καιρός του είπε η γυναίκα του: “μέχρι πότε θα υπομένεις λέγοντας, θα περιμένω λίγο ακόμα καιρό με την ελπίδα να σωθώ απ’ τις οδύνες;
9β. Ορίστε, ήδη η ανάμνησή σου σβήστηκε απ’ τη γη, διότιι οι γιοι και οι θυγατέρες, οι ωδίνες και πόνοι της κοιλιάς μου, για τους οποιους μάταια κόπιασα με μόχθους, χάθηκαν.
9γ. Κι εσύ ο ίδιος κάθεσαι πάνω στη σαπίλα των σκουληκιών διανυκτερεύοντας στο ύπαιθρο.
9δ. Κι εγώ περιπλανόμενη και ζητιάνα από τόπο σε τόπο γυρνώ κι από σπιτι σε σπιτι, περιμένοντας πότε θα δύσει ο ήλιος ν’ αναπαυτώ από τους κόπους μου και τις οδύνες που με κατατρέχουν. Πες επιτέλους ένα λόγο εναντίον του Κυρίου και τελείωνε.”
10. Αυτός την κοίραξε κατάματα και είπε: “γιατί μίλησες κατ’αυτό τον τρόπο, σαν μια από τις ανόητες γυναίκες; Εάν δεχτήκαμε τα αγαθά από τα χέρια του Κυρίου, δε θα υπομείνουμε τις συμφορές; Μέσα σε όλα τα δεινά που τον βρήκαν, τα χειλη του Ιώβ δεν αμάρτησαν εναντίον του Θεού.
11. Όταν οι τρεις φίλοι του πληροφορήθηκαν όλες τις συμφορές που τον βρήκαν, ξεκίνησαν καθένας απ’ τη χώρα του και ήρθαν προς αυτόν. Ο Ελιφάζ ο βασιλιάς των Θαιμανών, ο Βαλδάδ ο άρχοντας των Σαιχαίων και ο Σωφάρ ο βασιλιάς των Μιναίων. Και ήλθαν σ’ αυτόν μετά από κοινή συμφωνία όμόψυχα, να τον επισκεφτούν και να τον παρηγορήσουν.
12. Βλέποντάς τον από μακριά δεν τον αναγνώρισαν και βγάζοντας οδυνηρή κραυγή έκλαψαν και καθένας έσχισε τη στολή του. Κι αφού έριξαν στα μαλλιά τους χώμα σαν έκφραση της οδύνης τους
13. κάθησαν εφτά μέρες και εφτά νύχτες κοντά του και κανείς τους δε μίλησε διότι έβλεπαν ότι πληγή του ήταν φοβερή και τρομερά μεγάλη.

Απόδοση κειμένου: Βασιλική Νευροκοπλή

No comments:

Post a Comment

Σχόλια