Έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τον άγιο Παντελεήμονα. Κατά κάποιο τρόπο συγγενική. Ανήμερα της γιορτής του πηγαίνει στον ναό του, ένα από τα κοσμήματα της Θεσσαλονίκης, πλάι σ' αυτό των Δώδεκα Αποστόλων και του αγίου Νικολάου του Ορφανού. Ναοί της ίδιας μάνας εποχής, της Παλαιολόγειας. Στη συμβολή των οδών Αρριανού και Ιασονίδου, βρίσκεται ο ναός που ταυτίζεται με το προγενέστερο καθολικό της βυζαντινής μονής της Θεοτόκου Περίβλεπτου, γνωστής και ως μονής του κυρ Ισαάκ από τον ιδρυτή της το μητροπολίτη Θεσ/νίκης Ιάκωβο, μετέπειτα μοναχό Ισαάκ. Η μονή αποτέλεσε πνευματικό κέντρο του 14ου αι. και συνδέθηκε με τη συγγραφική και διδακτική δραστηριότητα των κορυφαίων ελληνιστών Θωμά Μάγιστρου και Ματθαίου Βλάσταρη.
Μπαίνοντας στην περποιημένη αυλή που γνωρίζει ένα ένα όλα της τα λουλούδια και τα δέντρα, όχι όμως και τον κηπουρό που τα φροντίζει με φανερή αγάπη, στα δεξιά της μέσα σ' ένα ορθογώνιο μεγάλο ταψί, -πώς να το πεις αλλιώς;- γεμάτο άμμο, βλέπει πλήθος αναμμένα κεριά. Ανάβει το ένα, από τα τέσσερα που κρατά, για ένα παιδί άρρωστο και έναν φίλο της αγαπημένο που μετά από χρόνια αρρώστειας φαίνεται πως σβήνει.
Γυρίζει και κοιτά προς την είσοδο του ναού. Δεξιά της εισόδου έχουν στησει σε καβαλέτο την μεγάλη εικόνα του αγίου και δίπλα της ένα κανονικό μανουάλι που δέχεται κι αυτό τα κεριά των πιστών. Καλύτερα να ανάψω εκεί τα υπόλοιπα, σκέφτεται με το παιδικό μυαλό της, όσο πιο κοντά τόσο το καλυτερο. Αναρωτιέται μήπως πρέπει να πάρει κι αυτό που μόλις άναψε, όχι,, δεν έχει σημασία, το αφήνει. Προσκυνά την εικόνα που είναι ίσαμε το μπόι της και καθώς πάει ν' ανάψει τα υπόλοιπα κεριά της, βλέπει μια καμπουριασμένη γριά. Τα βλέμματά τους συναντιούνται. Σηκώνει η γριά το χέρι με τα τρία κεριά που κι αυτή κρατά και το ξανακατεβάζει. Ξανακοιτάζονται. Η νεαρή γυναίκα περιμένει με τα δικά της στο χέρι. Δεν φτάνω, της λέει η γριά και χαμογελά με συγκατάβαση. Θέλετε να σας τα ανάψω εγώ; ρωτά η νεαρή και η γριά της τα δίνει. Τα χίλια καλά να σου δώσει ο Θεός κορίτσι μου, τα χίλια καλά, σ' ευχαριστώ, και μπαίνει στον ναό. Η νεαρή γυναίκα ανάβει πρώτα τα κεριά της γιαγιάς βάζοντάς τα το ένα δίπλα στο άλλο και μετά ανάβει τα δικά της.
Μπαίνει στον ναό και πάει κατευθείαν αριστερά να προσκυνήσει την παλιά εικόνα του αγίου που 'ναι ντυμένος με ασημένιο πουκάμισο. Την ξέρει καλά αυτήν την εικόνα. Την έχει εμπιστευθεί πολλές φορές. Ακούει το τροπάριο του αγίου, και αθλοφόρος και ιαματικός, σκέφτεται. Και μετά ο νους της πηγαίνει στην καμπουριασμένη γριά, ήταν δεν ήταν ένα μέτρο άνθρωπος. Ο συνειρμός της σκηνής που έζησε την οδηγεί στην σκηνή που συχνά επαναλαμβάνεται στις ταινίες του Κισλόφσκι, μια άλλη καμπουριασμένη μικρόσωμη γριά να προσπαθεί να βάλει ένα μπουκάλι σ' έναν κάδο ανακύκλωσης. Στο νου της κι αυτή η σκηνή εκφράζει ένα άλλο κερί που μια άλλη γριά σ' εναν άλλο τόπο προσπαθεί με τον δικό της τρόπο ν' ανάψει. Κι ακόμα σκέφτεται πως τα παιδιά, δεν φτάνουν, και τα σηκώνουμε αγκαλιά ν' ανάψουν τα κεριά τους. Ύστερα μεγαλώνουν και φτάνουν. Μετά από αρκετά χρόνια, πάλι δεν φτάνουν. Συχνά οι συγγένειες των παιδιών με τους ηλικιωμένους είναι πολλές. Και οι ενδιάμεσες ηλικίες δεν έχουν παρά να βοηθούν τις μικρότερες και τις μεγαλύτερες, να φτάσουν. Όλα αυτά σκέφτεται η νεαρή γυναίκα σαν μια προγύμναση που λίγο λίγο θα αφήσει πίσω της για να μπει δειλά δειλά στην ευχαριστιακή και παρακλητική της προσευχή για τα άρρωστα παιδιά, τους άρρωστους φίλους της, τους άστεγους, τους ψυχικά ασθενείς, τους πένητες και τους πενθούτες, και όσους ακόμα θυμάται.
Βγαίνει από τον ναό και πηγαίνει στο αριστερό μέρος της αυλής να δροσιστεί και ν' ακουμπήσει σ' έναν τοίχο λιγάκι να ξεκουραστεί. Σηκώνει τα μάτια θαυμάζοντας την τοιχοποιία του. Ο θαυμασμός της μεγαλώνει καθώς σ' ένα από τα κτιστά του παράθυρα έχουν φυτρώσει εκατέρωθεν πρασινάδες μέσα απ' την πέτρα. Χαμογελά. Ακόμα κι οι πρασινάδες σ' αυτόν τον ναό δεν ξεφυτρώνουν στην τύχη, σκέφτεται παρατηρώντας την αισθητική ισορροπία που αντικρίζει.
Η νεαρή γυναίκα φεύγει να συνεχίσει τη μέρα της που θα φανερώσει τις ελάχιστες νίκες και τις πολλαπλές ήττες της στο διάβα των στιγμών και των αδυναμιών τους, ελπίζοντος σ' αυτό το διπλό χάρισμα του αγίου: αθλοφόρος και ιαματικός...
Kατά τη διάρκεια των διωγμών του Νέρωνα, ο Απόστολος Πέτρος διέφυγε από τη Ρώμη. Ενώ περπατούσε στην Αππία Οδό είχε ένα όραμα του Χριστού ο οποίος κουβαλούσε το Σταυρό του. Τότε ρώτησε, “Κύριε, πού πηγαίνεις;” Η απάντηση που έλαβε ήταν πως ο Χριστός πήγαινε στη Ρώμη για να σταυρωθεί και πάλι.
ReplyDeleteΔυστυχώς, ούτε ο άγιος Παντελεήμονας, ούτε κανένας άλλος δεν μπορεί να μας σώσει, όσο διακείμεθα φοβικά... προς τους ‘ισχυρούς’ αυτού του κόσμου και όσο περιγελούμε και αδικούμε εκείνους που τηρούν ηθικές αρχές και πίστη, καταβάλλοντας το αναλογούν προσωπικό κόστος.
http://1.1.1.3/bmi/upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/a/a5/Domine%2C_quo_vadis.jpg/300px-Domine%2C_quo_vadis.jpg
Γιάτρεψε ένα τυφλό ο άγιος, όπως έκανε και ο Χριστός. Και ο τυφλός δεν "είδε μόνο με τούς νοητούς οφθαλμούς"μετά το θαύμα,άνοιξαν τα μάτια της ψυχής του και κοινώνησε μεγάλα μυστικά, αόρατα σε μας. Γι¨αυτό όταν το ρώτησαν επί Μαξιμιανού "ποιός σε γιάτρεψε", φυσικά έδειξε το άγιο - και τον εκτελέσανε αμέσως. Τον άγιο το "περιποιήθηκαν" περισσότερο. Συλλήψεις, φυλακές ανήλιαγες, μαστιγώματα - μέχρι που του κόψανε τελικά και το κεφάλι. Βοήθειά μας ο φίλος μας - και του χρόνου γεροί και δυνατοί!
ReplyDeleteΥΠΕΡΟΧΟ!!!
ReplyDeleteΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ!!!
Να σαι πάντα καλά και για χρόνια πολλά να γράφεις τέτοια όμορφα κείμενα.
ReplyDeleteKαλέ μου Ανώνυμε, εγώ είμαι απ' αυτούς που πιστεύουν πως και ο άγιος Παντελεήμονας και πρώτος απ' όλους ο Χριστός θα μας σώσου οπωσδήποτε... θα μας σώσουν κι απ' τους φόβους μας και από την απιστία μας και γενικώς...
ReplyDeleteΔεν την ήξερα την ιστορία Άρη μου... σ' ευχαριστώ πολύ... γεροί κι όπως χθες...
ReplyDeleteΝα είσαι πάντα χαρούμενη Όλγα μου!!!!
ReplyDeleteΤι ωραία που το έθεσες Sot μου.. σ' ευχαριστώ πολύ!!!
ReplyDeleteΕχθές γιόρτασα τα ωραιότερα γενέθλια της ζωής μου... Δόξα τω Θεώ! Κάθε φέτος και καλύτερα!!!