"Στον Παληό Σταθμό μεγάλωσα, κάτω από μια λαμαρίνα. Από εφτά χρονώ πουλούσα κουλούρια. Τη βδομάδα έβγαζα πολλά περισσότερα απ' τον πατέρα μου που όλη μέρα σκυμμένος πάνω απ' το βελόνι έραβε.
Γύρω γύρω ήτανε τα μπορντέλα. Ένα σκάρτο παιδί δε βγήκε απ' όλη την παρέα κι ας ήταν τέτοια η γειτονιά. Άλλοι γίνανε δικηγόροι, άλλοι γιατροί, εγώ μαραγκός, δόξα τω Θεώ!
Δε θα ξεχάσω όμως μια πουτάνα. Μάνα του Φάνη ήτανε του γυαλαμπούκα, μαζί μας έπαιζε, τον ήξερα καλά. Κάθε Κυριακή με φώναζε η μάνα του πρωί πρωί ν' αγοράσει κουλούρι. Πήγαινα και της έδινα. Μου 'δινε πέντε δραχμές να της δώσω τέσσερις ρέστα να πάει στην εκκλησία ν' ανάψει κερί. Δεν ήθελε να ρίξει χρήματα απ' τη δική της δουλειά, τα θεωρούσε βρώμικα. Έπαιρνε τα δικά μου τα ρέστα. Του κουλουρτζή τα λεφτά ήταν τίμια. Μ' αυτά ήθελε ν' ανάβει το κερί της."
Μερικές φορές δεν μπορείς ούτε να σχολιάσεις..
ReplyDeleteΌταν η ηθική ανάβει ακόμα τα φανάρια της..
μ' εκείνον τον παράξενο τρόπο..
Την καλησπέρα μου!
Kαλησπέρα Στρατή και σ' ευχαριστώ για την όμορφη αμηχανία...
ReplyDeleteΝα είσαι καλά Βασιλική,
ReplyDeleteπολύ όμορφο κείμενο!
Πόσο αγνή αυτή που πουλούσε το σώμα της (ποιος ξέρει κι από ποιες ανάγκες) και ντρεπόταν γι αυτό, μπροστά σ' αυτούς που πούλησαν και πουλούν ψυχή και σώμα αφήνοντας παντού θύματα στο πέρασμά τους και καμαρώνουν για τη "μαγκιά" τους.
ReplyDeleteΈτσι είναι αδερφέ μου... τα μαθήματα μας έρχονται από κει που δεν το περιμένουμε.... Καλημέρα!!!!
ReplyDeleteείναι αξιοπερίεργο πώς αντιλαμβάνεται κάθε φορά ο κάθε άνθρωπος ορισμένα γεγονότα...
ReplyDeleteτο δίχως άλλο σκύλος!!
ReplyDelete