Έρημο χώμα σιωπηλό.
Άφωνο χώμα εξαντλημένο.
Υπομονετικό σε κάθε χτύπημα.
Και πληγωμένο απ’ τη βία των πολιτισμών:
Κοίτα τη ζωή καθώς πετά ψηλά χαρούμενη.
Φυσά αμέριμνη. Βρέχει λυπημένη.
Κι εσύ;
Κάτω απ’ τα πόδια μας που σε πατούν,
να τα στηρίζεις.
Κάτω απ’ το σάλιο που το φτύνουμε,
ν’ ανθίζεις χαμομήλια.
Κάτω από τα σκουπίδια μας
ν’ αντέχεις αδιαμαρτύρητα την μπόχα.
Τα νεκρά σώματά μας να χωράς.
Το θάνατο, τη σήψη, τη φθορά ν’ αντέχεις.
Ποτισμένο το αίμα των πολέμων μας
σ' αγώνα ακατάπαυστο και αθέατο
να μένεις γόνιμο παρ’ όλα αυτά.
Σε αγώνα άηχο, μαρτυρικό, με φωτοστέφανο ορατό
μόνο στα μάτια των αγγέλων τα διάφανα.
Αγιασμένο από τους τοκετούς σου τους αμέτρητους.
Από τους αναρίθμητους θανάτους μας θεραπευμένο.
Κρυστάλλινο από τα χιόνια και καμένο
από τους καύσωνες και τις φωτιές μας τις απάνθρωπες,
απ’ τους σεισμούς του μίσους μας διαμελισμένο,
αγκαλιάζεις πάλι ολάκερη τη θάλασσα,
κι ακόμα υπομένεις στο κορμί σου τα σπαθιά μας.
Κι ακόμα
Κάτω απ’ όλα και για όλα ζεις.
Άμορφο για τα όμορφα υπάρχεις.
Αθόρυβο τους ήχους αντηχείς.
Τάχατες άψυχο πυροδοτείς των εραστών το πάθος.
Διαβασμένο απ’ τους παλιούς προφήτες άντεξες
και ραντισμένο από τις αγιαστούρες τους υπήρξες.
Σπαρμένο πύργους που έσπειραν
αθώα γέλια των παιδιών.
Ανάγλυφο άγαλμα λαμπρό στα χέρια των μαστόρων.
Σπίτι μικρών και ταπεινών κι ελάχιστων,
αδιάφορων για τα τυφλά τα μάτια μας, πλασμάτων.
Χώμα μου εσύ
λευκό και κόκκινο, μαύρο, καφέ, πετρώδες,
που ’χεις φωτιά στα σπλάχνα σου τα μητρικά κρυμμένη,
άσβεστο πυρήνα σου κλειδί της συνοχής του κόσμου
του παράλογου, τόσο μικρού κι απέραντου-
Χώμα μου εσύ,
παιδί σου εγώ απ’ τα σπλάχνα σου γεννήθηκα,
για κει πορεύομαι και πάλι άθελά μου, εκεί πηγαίνω.
Απ’ τη φωτιά σου πλάστηκα κι ήρθε πνοή δροσιάς
του αγγειοπλάστη στο μικρό μου στέρνο
να την αντέξω την υψικάμινο του βίου μου-
Χώμα μου εσύ,
δώσ’ μου μια χούφτα από την ταπείνωσή σου
στην υπερήφανη καρδιά
που δε σε αναγνωρίζει για πατρίδα, για μητέρα,
ούτε τέλος της.
Όμορφος πολύ ετούτος ο ύμνος σου στο χώμα, στη μάνα Γη. Μέρα καλή...
ReplyDeleteΗ κτιστή φύση σε όλο της το μεγαλείο. Αυτό θέλει να περάσει η ιστορία της δημιουργίας του ανθρώπου χρησιμοποιώντας την λέξη Αδάμ (Ο φτιαγμένος από χώμα). Μακάρι να μπορούσαμε να την δεχτούμε. Θα δρούσε θεραπευτικά αυτή η αποδοχή. Θα γινόταν ο κόσμος καλύτερος. Τα πρόσωπα των ανθρώπων πιο χαρούμενα. Η φύση η καλύτερα η κτήση θα ήταν και αυτή χαρούμενη από την χαρά του ανθρώπου. Μα είναι όνειρα που κάποιοι ονειροπόλοι τα έχουν για παρηγοριά.
ReplyDeleteΚι εμένα το όνομα του Αδάμ μου ήλθε στο νου διαβάζοντας το κείμενο.
ReplyDeleteΜάλλον δεν τις έχεις βάλει τυχαία τις δυο τελευταίες αναρτήσεις, που είναι ουσιαστικά μία. Το νερό που δίνει ζωή στο χώμα επιστρέφει σα βροχή σε αυτό.
Θαύματα περιγράφεις μ'ένα θαυμάσιο κείμενο, από τα πιο όμορφα που έχεις γράψει.
Χοϊκοί άνθρωποι ατενίζουμε υποτιμητικά τα "ευτελή" αδιαφορώντας προκλητικά για το μεγαλείο του ασήμαντου που και η φαντασία μας ακόμη αδυνατεί να συλλάβει!!!
ReplyDelete