Labels

Wednesday, August 15, 2012

To ιστορικό της κοιήίσεως της Θεοτόκου


Για τὴν Ἐκκλησία μας ἡ Θεοτόκος εἶναι «τοῦ πεσόντος Ἀδὰμ ἡ ἀνάκλησις, τῶν δακρύων τῆς Εὕας ἡ λύτρωσις». Βοήθησε στὴ σάρκωση τοῦ Χριστοῦ, ἐξυπηρέτησε τὴν παγκόσμια σωτηρία γιατί μ’ αὐτὴν πραγματοποιήθηκε ἡ προαιώνια ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ: ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου καὶ ἡ δική μας σωτηρία(Ἰω. Δαμασκηνός).


Ἀπὸ τὶς Θεομητορικὲς ἑορτὲς ξεχωρίζει ἡ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως (15 Αὐγούστου). Μὲ αὐτὴν ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἑορτάζει τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου ποὺ περιλαμβάνει, πρῶτο, τὸ θάνατο καὶ τὴν ταφή της καί, δεύτερο, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴ μετάστασή της στοὺς οὐρανούς. Ὅπως λέει τὸ κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, «τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησε (τὴ Θεοτόκο), ὡς γὰρ ζωῆς μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον». Ὁ Κύριος δηλαδὴ ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, πῆρε τὴν ἀνθρώπινη σάρκα στὴν κοιλιὰ τῆς Θεοτόκου καὶ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτήν. Ἔτσι ἔκαμε τὴν Παναγία Μητέρα του, μητέρα τῆς ζωῆς, πηγὴ τῆς ζωῆς.


Ἀφοῦ ὁ Κύριος μὲ τὸ σταυρικό του θάνατο πάτησε καὶ κατάργησε τὸ θάνατο, ἦταν φυσικὸ νὰ ἀνεβάσει στοὺς οὐρανοὺς τὴ Μητέρα του καὶ νὰ τῆς χαρίσει τὴ δόξα τῆς αἰωνιότητας. Ὅπως λένε τὰ τροπάρια τῆς Κοιμήσεως, ὁ θάνατός της προμνηστεύεται τὴ ζωή. Αὐτὴ ποὺ γέννησε τὴ ζωή, ἔχει μεταβεῖ στὴ ζωή. Ἔτσι ὁ θάνατός της ὀνομάζεται «ἀθάνατος Κοίμησις». Καὶ ὅλα αὐτὰ γιατί ἡ Παναγία πρώτη μεταξὺ τῶν ἀνθρωπίνων πλασμάτων πραγματοποίησε τὴ θεοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι ἡ συνέπεια τῆς σάρκωσης. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ εἶπαν οἱ Πατέρες «Ὁ Θεὸς ἐνηθρώπησεν, ἴνα ἠμεῖς θεοποιηθῶμεν». «Ἄνθρωπος γίνεται Θεὸς ἴνα Θεὸν τὸν Ἀδὰμ ἀπεργάσηται» (Μ. Ἀθανάσιος, ΒΕΠ 30, 119. Δοξαστικὸ αἴνων, 25 Μαρτίου). Αὐτὴν τὴ θεοποίηση ἔδειξε ἡ Θεοτόκος, γιατί, ὅπως λέει ὁ ἱερὸς Καβάσιλας, φανέρωσε τὸν ἄνθρωπο ὅπως ἦταν στὴν ἀρχὴ στὸν Παράδεισο, καὶ ὅπως ἔπρεπε στὴ συνέχεια νὰ γίνει. Μὲ τὴν Κοίμησή της προπορεύτηκε στὴ δόξα ποὺ μᾶς περιμένει. Ὡραία παρατηρήθηκε, «αὐτὴ εἶναι δόξα μεγαλύτερη ἀπὸ ὄλαις τὶς δόξαις, ὁπού ἔλαβε ἡ Θεοτόκος, νὰ ἀναστηθεῖ πρωτύτερα ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς ἀφθαρσίας, νὰ δοξασθῆ προτοῦ νὰ γίνει ἡ κρίσις καὶ ἡ ἐξέτασις, νὰ λάβη τὴν ἀνταπόδοσιν προτοῦ νὰ ἔλθη ἡ ἡμέρα τῆς ἀνταποδόσεως, νὰ τιμηθῆ τέλος πάντων μὲ προνόμια, ὅμοια μὲ ἐκεῖνα τοῦ υἱοῦ τῆς» (Νικήφορος Θεοτόκης). Ἐκεῖνο δηλαδὴ ποὺ θὰ ἀπολαύσουν οἱ πιστοὶ μετὰ τὴ δεύτερη ἔλευση τοῦ Κυρίου καὶ γενικὴ κρίση, προαπολαμβάνει κατεξοχὴν ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ἡ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως εἶναι στὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἕνα δεύτερο Πάσχα. Τῆς «ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου, τὴν ἀπαρχὴν» ποὺ ἑορτάζουμε τὸ Πάσχα, ὁ πρῶτος καρπὸς εἶναι ἡ δόξα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.


Γιὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου δὲν ἔχουμε πληροφορίες ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Γι’ αὐτὴ μαθαίνουμε ἀπὸ τὴν «Ἀπόκρυφον διήγησιν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου περὶ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μαρίας», ἀπὸ τὸ σύγγραμμα «Περὶ θείων ὀνομάτων» τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη, ἀπὸ τὰ «Ἐγκώμια εἰς τὴν Κοίμησιν» Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὅπως τῶν ἁγίων Μόδεστου Ἱεροσολύμων, Ἀνδρέα Κρήτης, Γερμανοῦ Κωνσταντινουπόλεως, Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ κ.α., καθὼς καὶ ἀπὸ τὰ τροπάρια ποὺ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας. Στὰ κείμενα αὐτὰ διασώζεται ἡ «ἀρχαία καὶ ἀληθεστάτη» παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας γι’ αὐτὸ τὸ Θεομητορικὸ γεγονός. Ἕνα κομμάτι τῆς παράδοσης εἶναι ἄλλωστε καὶ ἡ ὀρθόδοξη εἰκονογραφία.


Σύμφωνα μὲ τὶς πληροφορίες ποὺ μᾶς δίνουν τὰ παραπάνω κείμενα, ἡ Θεοτόκος εἰδοποιήθηκε ἀπὸ ἄγγελο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἐπικείμενο θάνατό της. Ἀφοῦ στὴ συνέχεια ἀνέβηκε στὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, κατέβηκε στὸ σπίτι της. Ἐκεῖ γνωστοποίησε στοὺς γνωστούς της τὴν ἀναχώρησή της ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ ἑτοίμασε τὰ τῆς ταφῆς της. Γύρω ἀπὸ τὴν κλίνη τῆς Θεοτόκου συγκεντώθηκαν ὅλοι οἱ ἀπόστολοι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Θωμά. Δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ σχῆμα νεφέλης τοὺς ἅρπαξε ἀπὸ τὰ διάφορα μέρη τῆς οἰκουμένης, ὅπου κήρυσσαν καὶ τοὺς συγκέντρωσε στὰ Ἱεροσόλυμα. «Τὸ δὲ θεοδόχον αὐτῆς σῶμα μετὰ ἀγγελικῆς καὶ ἀποστολικῆς ὑμνωδίας ἐκκομισθὲν καὶ κηδευθέν, ἐν σορῶ τὴ ἐν Γεσθημανὴ κατετέθη, ἐν ὢ τόπω ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας ἡ τῶν ἀγγέλων χοροστασία καὶ ὑμνωδία διέμεινεν ἀπαυστος. Μετὰ δὲ τὴν τρίτην ἡμέραν τῆς ἀγγελικῆς ὑμνωδίας παυσαμένης, παρόντες οἱ ἀπόστολοι, ἑνὸς αὐτοῖς ἀπολειφθέντος (τοῦ Θωμὰ ποὺ ἔλειπε) καὶ μετὰ τὴν τρίτην ἐλθόντος καὶ τὸ θεοδόχον σῶμα προσκυνῆσαι βουληθέντος, ἤνοιξαν τὴν σορόν. Καὶ τὸ μὲν σῶμα αὐτῆς τὸ πανύμνητον οὐδαμῶς εὐρεῖν ἠδυνήθησαν, μόνα δὲ αὐτῆς τὰ ἐντάφια κείμενα εὑρόντες καὶ τῆς ἐξ αὐτῶν ἀφάτου εὐωδίας ἐμφορηθέντες (= γέμισαν ἀπὸ τὴν ἀνείπωτη εὐωδία ποὺ ἔβγαζαν) ἠσφάλισαν τὴν σορόν». (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Β’ Ἐγκώμιον εἰς τὴν πάνσεπτον Κοίμησιν τῆς Θεομήτορος, 18). Ὁ Υἱός της ποὺ εἶχε σαρκωθεῖ ἀπὸ αὐτήν, εἶχε δεχτεῖ στοὺς οὐρανοῦ τὸ ἄχραντο σῶμα της καὶ τὴν ἁγία της ψυχή. Τὴν εὐσεβῆ αὐτὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μᾶς συνοψίζει ἄριστα τὸ ἐξαποστειλάριο τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως, «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε, Γεσθημανὴ τῷ χωρίω, κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα, καὶ σὺ Υἱὲ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα».