Κανείς δε μιλά σ' αυτήν την πόλη παρόλο που όλοι έχουν να διηγηθούν μια ιστορία που νομίζουν δική τους.
Σαν αξιοθέατο μιας ηδονής λησμονημένης,
πηγάδι μνήμης με σπασμένο κουβά.
Γειτονιές σιαμαίες διατηρούν κεφάλι την Ακρόπολη με σώμα λερναίας ύδρας που κανείς δεν μπορεί να σκοτώσει.
Ο Ηρακλής ζητιανεύει έξω απ' το μετρό για ένα ξεροκόμματο ανδρείας.
Η Βουλή πολλών τετραγωνικών αγωνίας, ορθώνεται υπερήφανη για το ανάστημα των συμφερόντων που στεγάζει.
Μικροπωλητές ατάλαντοι, πρόσφυγες άγλωσσοι, απατεώνες της δεκάρας, επιβιώνοουν αγέλαστοι.
Η ομορφιά δυσδιάστατη στις μπροσούρες αφισών των εκθέσεων που φιλοξενούν μουσεία υπομένει.
Ένα κυνηγητό αγριμιών εξοντώνει τον χρόνο που κουρασμένος, ασπρομάλλης γέρος καπνίζει τ' αποτσίγαρα της αιωνιότητας.
Κι όμως, πόσο παράξενο στ' αλήθεια, αυτή η πόλη, πρωτεύουσα του βασιλείου της μελαγχολίας και του αδιεξόδου, είναι ζωντανή σαν Καρυάτιδα.
Κι όμως, πόσο παράλογο στ' αλήθεια, αυτή η πόλη,
τσατσά του μπουρδέλου της χώρας, έχει καρδιά που ακόμα χτυπά τους χτύπους ρολογιού αντίκα της ιστορίας.
Κι όμως, τόσο ακατανόητο, αυτή η πόλη, καλλονή περιπόθητη, σαγηνεύει με το βλέμμα της τους εραστές του παρόντος, παντελώς αδιάφορη για το σώμα τους, την ερωτική τους ικανότητα, τις φαντασιώσεις τους.
Και μέσα στη χαώδη ύπαρξή της παραμένει φιλεύσπλαχνη, μέσα στους βρώμικους δρόμους ολόλευκη από μάρμαρο Πεντελικό, μέσα στην ακαταστασία της κυρία.
Οδυρόμενη λάμπει, ενσκύπτουσα κοιτά ψηλά, στείρα καρποφορεί. Αυτή η πόλη αναστημένη κάθεται αμέριμνη αναπαυτικά πάνω στο λίθο του μνήματος της χώρας.
Αθήνα, 23 Αυγούστου 2012