Ένας έμπειρος και παρατηρητικός άνθρωπος θα μπορούσε με την πρώτη ματιά να ισχυριστεί πως πρόκειται για έναν κοινό άνθρωπο. Δε θα ήταν μάλιστα καθόλου υπερβολικό να αποφανθεί πως πρόκειται για το πρότυπο του κοινού ανθρώπου.
Αδιάφορο έως κακοφτιαγμένο σουλούπι, λίγα λόγια κι αυτά χαμηλών τόνων, ντύσιμο απλό χωρίς καμία επιτήδευση, κάποιες φορές και κιτς. Δε θα χρειαζόταν καθόλου φαντασία για να συμπεράνει ο παρατηρητής, πως καμία γυναίκα, -της προκοπής τουλάχιστον-, δε θα γυρνούσε ποτέ να τον κοιτάξει. Κι ακόμα, πως ολοφάνερα πρόκειται για έναν φιλήσυχο, ολίγον βολεμένο και οπωσδήποτε αυτάρκη άντρα, που η ζωή του κύλησε αδιάφορη γεμάτη μικρά επαναλαμβανόμενα μοτίβα με απουσία εξάρσεων.
Ωστόσο, όλα αυτά τα προφανή συμπεράσματα ισχύουν, όσο και η πεποίθηση πως η γη είναι επίπεδη εφόσον ο ορίζοντας εκτείνεται στην ευθεία των μαιτών μας.
Αυτός ο κοντός, ελαφρώς χοντρός και αρτσούμπαλος άντρας με τα βατραχίσια μάτια και τα πλατιά χείλη κάποτε παντρεύτηκε μία καλλονή που τον λάτρεψε όσο κι αυτός εκείνην. Μαζί της απέκτησε δύο παιδιά. Πάνω στη δεύτερη γέννα τον κάλεσαν επειγόντως στην κλινική γιατί κάτι δεν πήγαινε καλά. Μια αλλοκοτη αρρώστεια μεταμόρφωνε ώρα την ώρα την καλλονή σε τέρας. Όταν την είδε δεν μπόρεσε να την αναγνωρίσει. Λίγο μετά τη γέννα η βασίλισσά του πέθανε στην αγκαλιά του.
"Είσαι λοιπόν στ' αλήθεια πουτάνα ρε ζωή;", αναρωτήθηκε μέσα του, "θα σε γαμήσω" κατέληξε. Κι από τότε κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες να μην αγαπήσει ξανά. Παρόλ' αυτά η επιτυχία του στις γυναίκες ήταν αναμφισβήτητα σκανδαλιστική. Δεν άφησε ντόπιες στη μικρή επαρχία που έμενε, δεν άφησε ξένες που έρχονταν τα καλοκαίρια διψασμένες για θάλασσα και έρωτα. Οι φίλοι του τραβούσαν τα μαλλιά τους, κανείς δεν καταλάβαινε τι τού βρίσκουν και πώς είναι δυνατόν να τον προτιμούν από μια ντουζίνα ωραιότερους και πλέον ελκυστικότερουος εμφανισιακά. Μέγα μυστήριο αυτό που είχε πάνω του ο κύριος αυτός κι έπεφταν όλες με το πρώτο.
Γνωρίζοντάς τον δεν μου ήταν και τόσο δύσκολο να λύσω το αίνιγμα. Είχε πράγματι ένα σπάνιο χάρισμα. Αυτός ο άνθρωπος δεν είχε άμυνες. Του τις είχε αφαιρέσει όλες ο θάνατος. Και κατά δεύτερον, δεν έπαψε πραγματικά ποτέ να αγαπά τις γυναίκες και μάλιστα με τον τρόπο που αυτές ήθελαν. Γνώριζε τη φύση της γυναίκας καλύτερα απ' όσο γνώριζε τον εαυτό του. Έκανε τα πάντα για να τους προσφέρει χαρά και απόλαυση με ευγένεια μοναδική. Σκέφτομαι τώρα πως ίσως να έπαιξε ρόλο και η μεγάλη του θλίψη, η απόγνωση που τον διακατείχε. Είναι ιδιαίτερα ελκυστικά στον άνθρωπο αυτά τα χαρακτηριστικά και δημιουργούν μια ιδιάζουσα ερωτική φύση αρκούντως θελκτική και πάντως ξεχωριστή. Γι' αυτό και άκρως ενδιαφέρουσα.
Έκανε έναν δεύτερο γάμο με μία ξένη, έναν τρίτο με άλλη μία. Ενδιάμεσα διάφοροι αρραβώνες που δεν οδήγησαν σε γάμους, -δεν είχε εξάλλου και άλλα περιθώρια-, κι ένα πάθος που τον κυνήγησε και το κυνήγησε για χρόνια. Που του κατασπάραξε τα σωθικά ως οφείλει κάθε πάθος που σέβεται τον εαυτό του. Κάποτε τα άφησε όλα πίσω του κι έμεινε μόνος αφού έχασε περιουσίες, αφού μεγάλωσε σα μάνα και πατέρας τα παιδιά του, διάβασε πολύ, λάτρεψε τη μουσική, έγινε συλλέκτης δίσκων που σπάνια άκουγε.
Έφτασε μια μέρα σε οριακό σημείο φτώχιας. Έκανε το σταυρό του κι αγόρασε ένα λαχείο. Κέρδισε τον πρώτο λαχνό και σώθηκε. Μια άλλη φορά για να κάνει δώρο σε μια γυναίκα του τη μέρα της γιορτής της και μη έχοντας λεφτά, πήγε κρυφά στον χρυσοχόο και του πούλησε τις κρυμμένες σ' ένα κουτί βέρες των πολλαπλών αρραβώνων του. Ο χρυσοχόος τον έκλεψε κι αυτός το ήξερε, αλλά το χρυσό δαχτυλίδι της το πήρε. Μια τρίτη φορά που ο πόνος του ξέσκιζε τα σπλάχνα, -γιατί αυτός ο άντρας τα ζούσε όλα στον ακραίο τους βαθμό-, είδε στο δρόμο έναν γέρο. Σταμάτησε με το αμάξι και τον πήρε να τον πάει όπου πήγαινε. Τον παρηγόρησε ο παππούς, του γλύκανε την ψυχή, έφτασε στον προορισμό του και κατέβηκε. Μόλις κατέβηκε απ' το αμάξι εξαφανίστηκε. Τον έψαχνε από δω, τον έψαχνε από κει, πουθενά ο γέρος. Έσπαζε το κεφάλι του ο άντρας να θυμηθεί πού ήξερε αυτόν τον παππού, ώσπου θυμήθηκε. Δεν είχε πολλή ώρα που μπροστά στο εικόνισμά του είχε ανάψει κερί στο ξωκλήσι του βουνού και τού είχε ζητήσει με όλη του την καρδιά βοήθεια.
Μια φορά λίγο έλειψε να εγκληματίσει. Μια άλλη παρά τρίχα γλίτωσε τη φυλακή. Έσπασε άνθρωπο στο ξύλο γιατί πρόδωσε τη φιλία του. Πολλές φορές χάρισε χρέη σε οφειλέτες. Σε γυναίκες ούτε λόγος να γίνεται.
Τον συνάντησα πάλι πρόσφατα. Πάντα μιλούσαμε με ειλικρίνεια απ' την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε κι ας βρεθήκαμε μέχρι σήμερα ελάχιστες φορές. Κυρίως μου μιλούσε αυτός. Και μιλούσε σπάνια σε κάποιον. Δεν άνοιγε εύκολα την πολυτάραχη παθιασμένη ψυχή του.
"Μόνος;" τον ρώτησα. "Ανδρέας και μόνος δεν γίνεται" μου απάντησε. "Προχθές μου είπε πως μ' αγαπάει μετά από ένα μήνα σχέσης, κι εγώ της απάντησα, εμένα δε γίνεται να μη μ' αγαπήσεις, σε είχα προειδοποιήσει."
Βούρκωσα από χαρά και τον αγκάλιασα. Ναι, υπάρχουν άνθρωποι σ' αυτόν τον κόσμο που δεν είναι για να μένουν μόνοι. Δεν γίνεται και να μην αγαπηθούν.
Σκέφτομαι πως δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ τον εαυτό μου ερωτικά στο πλάι του. Θα μπορούσα όμως άνετα να με φανταστώ να αφήνομαι στην αγκαλιά του και να βγάζω κάποια στιγμή τον πόνο μου. Κι απ' την άλλη καταλαβαίνω και όλες τις γυναίκες που τον ερωτεύτηκαν και τον αγάπησαν και τις δικαιολογώ απολύτως. Μεγάλης αγκαλιάς άντρας παρόλο το μικρό του μπόι. Βράχος άφοβος. Στήριγμα και απάνεμο λιμάνι που δε σκιάζεται πια φουρτούνες. Τόσο χώνεψε τον πόνο, τόσο κατάπιε τα πάθη της ζωής και τόσο αποδέχθηκε το διπλό της πρόσωπο που παρκάρει κάθε φορά το αυτοκίνητο στο σπίτι του με τη μούρη προς τα έξω ώστε να είναι έτοιμος ανά πάση στιγμή να φύγει αν τύχει κάτι κακό και πρέπει να τρέξει για τον εαυτό του ή τους δικούς του.
Αυτός ο φαινομενικά κοινός άντρας είναι φιλόστοργος, καθαρός σαν παιδί, φιλότιμος όσο δεν πάει και περισσότερο από όλα, ταπεινός. Δεν έχει καμία απολύτως ιδέα για τον εαυτό του. Διαρκώς τονίζει πως είναι ένα "τίποτα" και το πιστεύει.
Κι επειδή το πιστεύει στ' αλήθεια, κάθε πρωί εδώ και είκοσι χρόνια, -από τότε που έχασε τον άγγελό του-, μόλις ξυπνήσει κι ανοίξει τα βατραχίσια μάτια του στο φως, κάνει τον σταυρό του και λέει: Σ' ευχαριστώ Θεέ μου που με αξίωσες να ξημερώσω... αξίωσέ με να βραδιάσω κιόλας..." Και το εννοεί με όλη του τη θέρμη που δεν είναι καθόλου κοινή όπως βέβαια και ο ίδιος...
Άραγε στ' αλήθεια, υπάρχουν άνθρωποι κοινοί;
Σε πρώτη ανάγνωση σίγουρα υπάρχουν. Έτσι νομίζουμε. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν.
ReplyDeleteΑυτές οι μικρές ιστορίες είναι πραγματικά ανεκτίμητης αξίας.
Βγαλμένες και διαλεγμένες μία-μία απ τη ζωή.
Γι' αυτό μάλλον δεν πρέπει να μένουμε ούτε στην πρώτη ανάγνωση ούτε στα φαινόμενα...
ReplyDeleteΣυγκινητική περίπτωση!
ReplyDeleteΜα, πού τους βρίσκεις όλους αυτούς, Βασιλική;
Νομίζω πως αυτός ο άνθρωπος, εκτός από πόνο, έχει και πολλή αγάπη. Τουλάχιστον δεν είναι χλιαρός, ξενέρωτος. Κι ο Θεός μάς θέλει ή θερμούς ή ψυχρούς. Γι' αυτό και νομίζω πως τον σκεπάζει η αγάπη Του, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία ν' ανοίξει η καρδιά του, να συντριβεί και να Τον υποδεχτεί.
πόσους διαφορετικούς τρόπους έχει η αγάπη για να εκφραστεί...και πόσα διαφορετικά μονοπάτια χρησιμοποιεί!
ReplyDeleteTheeo, έχει όντως μεγάλη αγάπη αυτός ο άνθρωπος και πάντα χαμογελά καλοκάγαθα. Αν δεν τα ξαναπούμε ηλεκτρονικώς εύχομαι καλό καλοκαίρι!
ReplyDeleteΣταυροδρόμι μου έτσι, έτσι, έτσι... κι αυτή είναι όλη η ομορφιά! Σε φιλώ!
ReplyDelete