Labels

Saturday, June 19, 2010

Μικρή ιστορία 1.


Η Μαροκινή Φετιμά έφυγε απ' την πατρίδα της πριν δεκατέσσερα χρόνια. Έφτασε στην Αθήνα και άρχισε να δουλεύει σ' ένα σπίτι ενός ζευγαριού, ψυχίατρος και οδοντίατρος οι άνθρωποι με μια γριά μάνα που ήθελε φροντίδα. Τους φαίνονταν δύσκολο το όνομά της κι έτσι το έκανε Φωτεινή για χάρη τους. Άφησε πίσω της δυο κόρες που σήμερα είναι εικοσιενός και εικοσιτριών. Τις άφησε στη μάνα και στην αδερφή της. Στην αρχή ήταν μια χαρά με τον άντρα της, μετά όμως έκλεισε το εργοστάσιο που αυτός δούλευε κι έμεινε χωρίς δουλειά. Το έριξε στο χασίς. Μια μέρα θ' ανοίξει πάλι, έλεγε συνέχεια, αλλά το εργοστάσιο δεν άνοιγε. Κι αυτός όλη μέρα έπινε χασίς και έτρωγε τα λεφτά που έβγαζε η Φατιμέ στο πεντάστερο ξενοδοχείο που δούλευε. Δεν χώρισε γιατί δεν ήθελε να πονέσουν τα κορίτσια της. Ας μεγάλωναν λίγο. Πήρε τα μάτια της και ήρθε στην Ελλάδα. Το ζευγάρι των γιατρών απέκτησε δύο κόρες. Η γριά πέθανε και η Φετιμά μεγαλώνει μέχρι σήμερα τις δύο ξένες κόρες. Τις δικές της τις βλέπει ένα μήνα κάθε καλοκαίρι που γυρνά στην πατρίδα. Τον πρώτο χρόνο έκλαιγε κάθε μέρα, μετά συνήθισε, αλλά μιλάνε κάθε μέρα ένα λεπτό στο κινητό. Το εργοστάσιο ακόμα ν' ανοίξει. Αυτός ακόμα πίνει χασίς όλη μέρα. Η αδερφή της, μου λέει, δεν αγαπά τα παιδιά της. Παντρεύτηκε κιόλας κι έκανε δικά της. Μόνον η μάνα της τα αγαπά. Πώς θα γίνει; Δε θα φορέσουν τα μίνι τους, δε θα έχουν κινητό; Αφού όλες οι φίλες τους είναι έτσι. Η αδερφή της όμως τα μαλώνει. Δεν καταλαβαίνει. Τώρα η Φατιμέ ταξιδεύει πρώτη φορά για το Παρίσι που έχει τον αδερφό της εκεί. Οι γιατροί στο ΙΚΑ δεν ξέρουν να θεραπεύσουν τον φλεβίτη που την παιδεύει. Φάρμακα στα φάρμακα, πού θα πάει αυτή η δουλειά; Πάει με το βιβλιάριό της στον αδερφό της και θα μείνει εκεί τον μήνα που θα έβλεπε τις κόρες της. Τα αφεντικά της δεν της έχουν μόνο ασφάλιση, δεν της δίνουν μόνον ένσημα, αλλά της έδωσαν και δυο χιλιάδες ευρώ για ό,τι έξτρα χρειαστεί, να 'ναι καλά οι άνθρωποι. Και η Φατιμέ εδώ και ένα χρόνο χωρισμένη πια, μου τα διηγείται όλα αυτά στο αεροπλάνο, αφού μου έχει ζητήσει βοήθεια να την οδηγήσω όταν φτάσουμε με το καλό στο Σαρλ ντε Γκωλ να πάρει το λεωφορείο για να φτάσει στον αδερφό της που μένει τριακόσια χιλιόμετρα έξω από το Παρίσι. Δεν γνωρίζει καθόλου γαλλικά. Είναι χοντρή, με καρέ κόκκινα σγουρά μαλλιά, κόκκινο κραγιόν και χρυσή αλυσίδα στο λαιμό, χαμογελαστή και φοβισμένη, αγχωμένη πολύ. Αφού φτάνουμε και βρίσκουμε την άκρη, με φιλά, με ξαναφιλά, φεύγει, κι εγώ αναρωτιέμαι. Πόσο τυχαίο είναι το σε ποιον άνθρωπο απευθυνόμαστε όταν βρισκόμαστε ξένοι εν μέσω ξένων και θέλουμε βοήθεια;
Αναρωτιέμαι και πολλά άλλα εξίσου αναπάντητα, πρωτότυπα και κοινότυπα και χαμογελώ γι' αυτήν την τόσο παράξενη ζωή που μας γεμίζει απορίες, αγάπες, πόνο και θαύματα... 

2 comments:

  1. και γω χαμογελω...
    για τουτη την Αγαπη που χεις στον Ουρανο που μας σκεπει και πλεκει με τοση αρμονια ζωες ανθρωπων
    και για τα ολοφωτα σου ματια που τα βλεπουν και απορουν :)

    oμορφη Κυριακη!

    ReplyDelete
  2. Kαι σ' εσένα όμορφη Κυριακή Νηφάλια ψυχή μου! Σ' ευχαριστώ!

    ReplyDelete

Σχόλια