Labels

Friday, February 19, 2021

Το χρέος - Βασιλική Νευροκοπλή - Διήγημα στο περιοδικό Δίοδος.

Δεν έχεις παράπονο. Πλυμένος, καθαρός, με τα ωραία σου χρυσάνθεμα σε φρέσκο δροσερό νερό. Ξαναμπήκαν τα πράγματα στη θέση τους. Ας κάτσω τώρα να στα πω όλα με τη σειρά. Έλα, μη μου κρατάς κακία. Μόνο τρεις μέρες σ’ άφησα στα χέρια της κυρά Μαρίκας. Σου φάνηκαν αιώνας, ε; Εμένα να δεις. Μια χαρά όμως σε φρόντισε. Δε σου ’λειψε τίποτα. Πρώτη φορά μετά από δέκα χρόνια, θα μου το συγχωρέσεις, έτσι; Κι υπόσχομαι να μην ξανασυμβεί. Εσύ καταλαβαίνεις. Καλύτερα απ’ όλους καταλαβαίνεις. Ξέρεις τι ήτανε για μένα ο πρίγκιπας. Ξέρεις πόσα χρόνια δεν μπορούσα να του ανταποδώσω κάτι για όλα αυτά που έκανε για μένα. Ήταν αδύνατον. Ήταν πάνω απ’ τις δυνάμεις μου. Θα στα πω απ’ την αρχή. Τα περισσότερα τα ξέρεις. Άλλο όμως να τα ξέρεις κι άλλο να στα λέω.

 

Εσύ το χώμα το αγαπούσες από μικρός. Ήταν το αγαπημένο σου παιχνίδι. Ο καλύτερος φίλος σου. Εγώ όμως δεν το αγάπησα ποτέ. Ο χειρότερος εχθρός μου ήταν. Και πώς να τ’ αγαπήσω; Εσύ όταν χόρταινες το παιχνίδι, ερχόσουν να σε πλύνει η μάνα σου στο σπίτι. Κι είχες ένα σπίτι κανονικό. Με πάτωμα, με σκάλες, με δωμάτια και στέγη. Εγώ μέρα νύχτα πολιορκημένος απ’ το χώμα ήμουν. Έξω απ’ το σπίτι χώμα, μέσα στο σπίτι χώμα. Μια παράγκα όλη κι όλη. Και πάνω απ’ το καψερό μου κεφάλι αντί για στέγη ελενίτ στην παράγκα του Παλιού Σταθμού. Ήθελα να ξεφύγω. Κι απ’ το χώμα να ξεφύγω κι απ’ το ελενίτ να ξεφύγω. Έβρεχε κι απ’ το θόρυβο δεν κοιμόμουν. Το πύρωνε ο ήλιος και ψηνόμασταν σαν σαρδέλες. Κι άμα χιόνιζε, η παράγκα γινόταν καταψύκτης. Να ξεφύγω κι απ’ τη μοίρα του πατέρα μου ήθελα. Με το βελόνι προσπαθούσε ο έρμος να μας θρέψει. Μέρα νύχτα σκυμμένος πάνω απ’ τα ρούχα. Δεν πα να ’ταν σπουδαίος ράφτης. Δε πα να δούλευε κι η μάνα στο καπνεργοστάσιο. Τσίμα τσίμα τα φέρναμε βόλτα. Όσο να πληρώνουμε το νοίκι της παράγκας και να γεμίζει ο τέντζερης για δυο πιάτα, που τα μοιραζόμασταν ένα οι γονείς μου κι ένα εγώ με την αδερφή μου. Άντε κι ένα τρίτο για τους άπορους της γειτονιάς, που δεν είχαν μήτε κι αυτό. Υπάρχουν και χειρότερα, έλεγε η μάνα μου όταν έφευγαν. Και τότε μια φωνή μέσα μου ούρλιαζε, υπάρχουν και καλύτερα. Κι όλα αυτά μέχρι που παράτησα το σχολείο και βγήκα στη δουλειά. Οχτώ χρονώ παιδί έβγαζα με τα κουλούρια δέκα φορές περισσότερα απ’ αυτά που έβγαζε ο πατέρας με το βελόνι. Κι έτσι ξεκίνησε η μάνα μου να φτιάχνει την προίκα της αδερφής μου. Της έδινα ό,τι έβγαζα κι ήμουν περήφανος. Όχι μόνο για τα λεφτά. Το ξέρεις πως δεν ήταν μόνο τα λεφτά που μ’ έκαναν περήφανο. Ήταν οι δρόμοι, το αλισβερίσι, ο κόσμος. Ο κόσμος που κυκλοφορoύσε έξω απ’ τα στενοσόκακα, τα χώματα και τη μιζέρια τους. Ο άλλος κόσμος. Όπως ο αμερικάνικος στόλος, που όταν ερχόταν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης έτρεχα να οδηγήσω τους ναύτες στα μπορντέλα, για να μου δώσουν κανένα πακέτο τσιγάρα, να το μοσχοπουλήσω. Στα δεκατέσσερα ήμουν πια σίγουρος. Εγώ ήμουν γεννημένος για έμπορος. Μη μ’ έκλεινες εμένα σε τέσσερις τοίχους. Θα πέθαινα. Αλλά η γιαγιά σου, την ξέρεις τώρα, φοβήθηκε. Φοβήθηκε τους δρόμους και τα τσιμέντα τους. Φοβήθηκε το αλισβερίσι. Φοβήθηκε και τον κόσμο. Τον άλλο κόσμο. Αυτόν που δεν πατούσε στο χώμα. Που ταξίδευε με τα καράβια, τα τρένα και τ’ αεροπλάνα.«Θα μου το χαλάσουν το παιδί», είπε μια μέρα στον πατέρα μου που πάντα την άκουγε σιωπηλός. «Μάνα του είμαι, πρέπει να το σώσω». Και πήγε στον μαστρο-Νικόλα και τα κουβεντιάσανε. «Πάρ’ το στη δούλεψή σου. Φαίνεται τζαναμπέτης, αλλά είναι καλό παιδί και τα παίρνει εύκολα. Θα στρώσει». Κι εκείνος συμφώνησε. Δε σήκωνε και πολλά πολλά η κυρά Λένη. Ποιος θα της αρνιόταν; Όταν γύρισε σπίτι και μου τα ’πε, έπεσα να πεθάνω. Αλλά κουβέντα δεν είπα. Και τι μπορούσα να πω; Η τρυπητή κουτάλα θα πήγαινε σύννεφο. Εσύ δεν ξέρεις τι σημάδια αφήνει μια τρυπητή κουτάλα. Μια βδομάδα δεν μπορείς να κάτσεις πουθενά. Ευτυχώς που δεν ξέρεις. Την άλλη μέρα πήγα στον μάστορα με κατεβασμένο το κεφάλι. Μούγκα. Εγώ που διαλαλούσα την πραμάτεια μου και μ’ άκουγαν από τον Παλιό Σταθμό μέχρι το Βαρδάρι, δεν μπορούσα πια να βγάλω άχνα. Το μόνο που κατάφερα να ψελλίσω ήταν, «είμαι ο γιος της κυρά Λένης». «Έλα, παιδί μου», είπε ο μάστορας. Κι αυτό ήταν. Κλείστηκα στους τέσσερις τοίχους σαν ποντικός που πιάστηκε στη φάκα. Κι έμεινα στη φάκα μέχρι τα είκοσι. Έμαθα τη δουλειά, έμαθα και τρόπους. Ο μάστορας ήταν δάσκαλος. Δάσκαλος της δουλειάς και της ζωής. Τα ξέρεις. Δεν τ’ ακούς πρώτη φορά. «Σαν κορίτσια θα μπαίνετε στα σπίτια. Δεσποινιδούλες θα είσαστε. Κι ούτε φωνές ούτε σκουπίδια. Όταν θέλετε κάτι θα ψιθυρίζετε και πριν φύγετε θα τα σκουπίζετε όλα». Κι άλλα πολλά μας έλεγε ο συγχωρεμένος. Άκουγα, μάθαινα, πρόκοβα. Μια μέρα κλώτσησα ένα μαδέρι, γιατί σκόνταψα πάνω του κι έπεσα. Ήταν η μόνη φορά, που ο μάστορας με χτύπησε. Σήκωσε το μαδέρι από κάτω και μου το κόλλησε στο στόμα. «Φίλα το βρε» μου ’πε, κι εγώ το φίλησα. «Αυτό σου δίνει ψωμί». Κι έτσι έμαθα να τιμώ τα ξύλα και τη δουλειά. Τον αγάπησα τον μάστορα. Δέθηκα μαζί του. Χρυσός άνθρωπος ήτανε. Μαζί του περνούσα περισσότερες ώρες απ’ όσες με τον πατέρα μου. Μ’ αυτόν βγήκα στη ζωή. Αυτός μ’ έκανε άνθρωπο. Αλλά οι τέσσερις τοίχοι στο μαραγκούδικο δεν έπαψαν ούτε μια μέρα να με πνίγουν. Ο Παλιός Σταθμός μ’ έπνιγε. Το χώμα κάτω απ’ τα ξυλιασμένα μου πόδια και το ελενίτ πάνω απ’ το ξυρισμένο μου κεφάλι μ’ έπνιγαν και νόμιζα πως θα σκάσω. Μέχρι που έγινα είκοσι. Και στα είκοσι δεν ακούς πια τη μάνα σου. Κι εσύ τη δική σου δεν την άκουγες. Έπαιρνες τη μηχανή κι όπου φύγει φύγει. Πήρα κι εγώ τα μάτια μου κι ήρθα εδώ ν’ αλλάξω τη ζωή μου. Να ξεφύγω. Ν’ ανασάνω.

Χτίζανε τότε ξενοδοχεία κι είχαν ανάγκη από μαστόρους. Έπιασα αμέσως δουλειά. Στην αρχή έπαιρνα εργολαβίες, μετά έφτιαξα το δικό μου μαραγκούδικο. Θα μου πεις, τέσσερις τοίχοι δεν ήταν πάλι; Ήταν. Και βέβαια ήταν. Αλλά ήταν οι δικοί μου τοίχοι. Κι όποτε ήθελα έμπαινα κι όποτε ήθελα έβγαινα. Δεν ήταν το ίδιο. Κι εξάλλου, αυτούς τους τοίχους τους έφτιαξα για κείνον. Όλοι οι τοίχοι για τον «Πρίγκιπα» ήταν. Με πήρε να δουλέψω για τα ξενοδοχεία του. Δεν ήταν ούτε οι δουλειές ούτε τα χρήματα, που τόσα δεν είχα δει ούτε στον ύπνο μου. Ήταν που αυτός ο άνθρωπος ήταν απ’ άλλο κόσμο. Ένα κόσμο μαγικό. Όχι σαν τον κόσμο του παλιού σταθμού, ούτε σαν τον κόσμο που ταξίδευε με τ’ αεροπλάνα και τα πλοία. Απ’ άλλο πλανήτη ήταν. Μπορεί κι απ’ το φεγγάρι. Και για χάρη του κατέφτανε εδώ ένα πλήθος ανθρώπων. Κόσμος ξένος, απρόσιτος, λαμπερός. Με άλλα ρούχα, άλλες συνήθειες, άλλες γλώσσες. Κι ερχόνταν οι φίλοι του Πρίγκιπα στα ξενοδοχεία του κι εγώ τους κρυφοκοίταζα σαν χαζός. Καλλιτέχνες, επιστήμονες, πολιτικοί, τι δεν ήταν. Απ’ την Ευρώπη, απ’ την Αμερική, δεν ξέρω κι εγώ από πού αλλού. Αυτοί έρχονταν για ν’ αλλάξουν τον αέρα τους κι ούτε υποψιάζονταν πως άλλαζαν και τον δικό μας. Τότε θαρρείς και ξύπνησαν μέσα μου δυνάμεις, που μέχρι τότε κοιμούνταν. Δούλευα μέρα νύχτα. Σαν μεθυσμένος δούλευα. Σαν ερωτευμένος. Με παγωνιές, με βροχές και λιοπύρια. Τότε για πρώτη φορά στη ζωή μου ονειρεύτηκα. Ακόμα και το όνειρο, γιε μου, θέλει μια μαγιά. Χωρίς μαγιά, όνειρο δεν ζυμώνεις. Το αλεύρι είναι ό,τι κουβαλάς μέσα σου. Τη μαγιά όμως πρέπει να την αναζητήσεις έξω από σένα, πρέπει κάποιος να στη δώσει –αν σταθείς τυχερός. Απ’ τα χώματα είχα ξεφύγει. Είχα δραπετεύσει μια για πάντα. Και ονειρεύτηκα να φτάσω μια μέρα ψηλά. Όσο πιο ψηλά μπορούσα.

Έρχονταν οι αρχιτέκτονες και μου έδιναν τα σχέδιά τους. Έφευγαν κι εγώ τα γύριζα γύρω γύρω στο τραπέζι και μου φαίνονταν κινέζικα. Πώς να τα διαβάσω; Γράμματα δεν ήξερα. Δεν τους ρωτούσα όμως, γιατί ντρεπόμουν. Έκανα πως τάχα καταλάβαινα. Έσπαζα το κεφάλι μου και μετά ρωτούσα κανέναν γνωστό μου γραμματιζούμενο. Έτσι σιγά σιγά έμαθα να συλλαβίζω τα σχέδια. Κι ήρθε κάποτε η μεγάλη ώρα. Ανέβηκα στις σκαλωσιές. Άρχισα να φτιάχνω τα πρώτα μου ταβάνια, κι άρχισα να πιστεύω πως σίγουρα μια μέρα θ’ αγγίξω και το ταβάνι τ’ ουρανού. Κι αυτά ήταν ταβάνια αληθινά, δεν ήταν από ελενίτ και παλιολαμαρίνες. Ήταν από καστανιές, που το κάθε δοκάρι ήθελε τέσσερα παλικάρια για να σηκωθεί πέντε και δέκα μέτρα πάνω απ’ το χώμα. Κι εγώ έδινα την ψυχή μου να τα κάνω όλα καλά κι όλα τέλεια. Όχι για τα λεφτά, ούτε για να μου πούνε μπράβο. Για τον Πρίγκιπα. Για κείνον τα ’δινα όλα. Βλέπεις, δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου αληθινό πρίγκιπα κι έμελλε ένας τέτοιος άνθρωπος να καθορίσει τη ζωή μου όλη. Θα μου πεις τώρα, τι πάει να πει, βρε πατέρα, αληθινός πρίγκιπας; Κι εγώ θα σου απαντήσω, γιε μου, πως αληθινός πρίγκιπας είναι αυτός που δεν είναι πρίγκιπας μόνο με τον πρωθυπουργό και με τον καλλιτέχνη, αλλά είναι πρίγκιπας και με τον εργάτη και με τον χαμάλη. Αυτό θα πει αληθινός πρίγκιπας!

 

Αλλά τα χρόνια της ευτυχίας πέρασαν. Πάντοτε περνούν. Η μάνα μου προίκισε και πάντρεψε την αδερφή μου, παντρεύτηκα κι εγώ τη μάνα σου κι ήρθες στη ζωή πρώτα εσύ κι ύστερα ο αδερφός σου. Κι αυτό ήταν. Ύστερα γύρισαν τα πάνω κάτω. Συγχωρέθηκε ο Πρίγκιπας. Πώς γίνεται να πεθαίνουν ακόμα και οι πρίγκιπες; Μπορείς να μου πεις; Δεν μπορείς. Τον πήραν από δω και πήγαν να τον θάψουν στο νησί του. Στην άλλη άκρη της χώρας τον πήγαν. Μωρά ήσασταν. Πού να σας αφήσω; Τότε δεν είχαμε νταντάδες και τέτοια. Κι η μάνα σου ούτε που να τ’ ακούσει. Κι έτσι δεν πήγα στην κηδεία του. Δεν άργησαν να ’ρθουν τα χειρότερα. Πώς έγινε, ποιοι τα μαγείρεψαν και πώς τα κατάφεραν, πήραν απ’ τον συγχωρεμένο ό,τι είχε και δεν είχε και ήρθε άλλο αφεντικό. Κι εγώ ξαναπιάστηκα σαν ποντικός στη φάκα κι οι τέσσερις τοίχοι άρχισαν πάλι να με ζώνουν σαν φίδια. Μέρα με τη μέρα τα φίδια μ’ έσφιγγαν όλο και πιο πολύ, να με πνίξουν ήθελαν, να με συνθλίψουν, να με λιώσουν. Κι είπα χειρότερα απ’ αυτά δεν υπάρχουν. Μεγάλη κουβέντα είπα. Κι οι μεγάλες κουβέντες, γιε μου, είναι όλες ψεύτικες. Έκανα υπομονή. Να μεγαλώσεις κι εσύ κι ο αδερφός σου. Και κατάπινα, γιε μου. Όλο κατάπινα. Κατάπινα τις προσβολές, τις περικοπές στις πληρωμές, κατάπινα και τους τοίχους. Αλλά τα χειρότερα δεν είχαν έρθει ακόμα. Σαν να μην έφταναν αυτά, ήρθε μια μέρα και το ανεπανόρθωτο. Το αδιόρθωτο φευγιό σου. Το αγιάτρευτο. Κι όρμηξε σαν δαίμονας να με καταπιεί, να με πάρει κι εμένα μαζί του. Ένας Θεός ξέρει πόσο το πάλεψα. Αλλά στο τέλος, το κατάπια κι αυτό μαζί με όλα τ’ άλλα. Έτσι μουγκάθηκε η φωνή που κάποτε μέσα μου ούρλιαζε, «υπάρχουν και καλύτερα». Τα τύλιξε όλα το σκοτάδι κι έπνιξε όλες τις φωνές. 

Κι όμως ήρθανε και οι καλύτερες μέρες. Πάντοτε έρχονται. Δεν υπάρχουν μόνο τα χειρότερα. Υπάρχουν και τα καλύτερα. Κι αν αξίζει να ζεις είναι για να τις δεις να καταφτάνουν σαν άγγελοι εξ ουρανού. Πριν από δυο μήνες έμαθα πως καινούργιο αφεντικό πήρε τα ξενοδοχεία και το σπίτι του Πρίγκιπα. Δε θα στέριωνε ο προηγούμενος. Πώς να στεριώσει; Αθεόφοβος ήτανε. Αργά ή γρήγορα θα φαλίριζε. Αλλά εγώ δεν ήξερα. Θα ’ναι τώρα για καλό ή για κακό η αλλαγή; Μήπως μας έβρισκαν χειρότερα κι απ’ τα προηγούμενα; Ποτέ δεν ξέρεις. Όλα στην πράξη αποδείχνονται, όχι στα λόγια. Κι όμως όλα φωτίστηκαν σχεδόν σαν και πρώτα. Κι άρχισα πάλι να πληρώνομαι κανονικά, να δουλεύω με την ψυχή μου, κι οι τοίχοι με τα φίδια τους ν’ απομακρύνονται. Όχι βέβαια πως άρχισα να ονειρεύομαι κιόλας. Τα όνειρα όλα έγιναν στάχτη μόλις ήρθε το κακό. Πριν απ’ αυτό θαρρούσα πως δεν υπήρχε χειρότερο απ’ το να πατάς στο χώμα, να κοιμάσαι στο χώμα, να τρως στο χώμα. Δεν ήξερα τότε πως όσο το χώμα σε βαστά όρθιο και το πατάς, είσαι μια χαρά κι όλα τα παλεύεις. Δεν ήξερα πως το θέμα είναι να μην υποχωρήσει η γη κάτω απ’ τα πόδια σου. Να μην ανοίξει η αχόρταγη ρωγμή που και θεριά καταπίνει. Τέλος πάντων. Και τη ρωγμή την κατάπια. Αγιάτρευτη ήταν. Γυρισμό δεν είχε. Την κατάπια κι ας μην τη χώνεψα ως σήμερα. Κι αν ήθελα στα είκοσι να φτάσω ψηλά και να ξεφύγω απ’ το χώμα, ήταν που δεν ήξερα ακόμα τις ρωγμές του. Ανέβηκα όμως, γιε μου. Πράγματι, ανέβηκα ψηλά. Θα μ’ ακούσει κανένας τώρα και θα γελάσει. «Πού ανέβηκες, βρε ανόητε;», θα με ρωτήσει. Κι εγώ θα του πω ότι έφτασα στο ψηλότερο σκαλί της σκαλωσιάς. Δεν το λες και λίγο. Ξέρεις πόσο αλλιώτικος είναι ο κόσμος από κει πάνω; Δεν έχω παράπονο. Από κει είδα τον απέραντο ορίζοντα και τη μεγάλη θάλασσα. Είδα τον ουρανό και το ταβάνι του. Και το Θεό είδα, κι εσένα είδα.

 

Πριν λίγες μέρες ανεβασμένος εκεί, πάνω στο τελευταίο σκαλί, εβδομήντα χρονών άνθρωπος πια, ξανάδα από κοντά τις καστανιές που τότε κουβάλησαν τα παλικάρια για να φτιάξω το αληθινό ταβάνι στο σπίτι του αληθινού πρίγκιπα. Είδα τις καστανιές, παιδί μου, και θαρρείς εκείνη τη στιγμή οι καστανιές ζωντάνεψαν. Μη σου πω ότι μου μίλησαν κιόλας. Εγώ πάντα το ’λεγα πως τα ξύλα είναι ζωντανά κι έχουν ψυχή. Ας μη με πίστευαν. Εγώ με τα ξύλα μιλώ. Τ’ ακούω και μ’ ακούν. Κι ας είναι και κομμένα στα δυο, στα τρία, σε χίλια κομμάτια. Κι εγώ κομμένος στα χίλια δεν είμαι από τότε που έγινε το κακό; Είμαι. Δε μιλώ; Μιλώ. Και μιλώ και νιώθω και γελώ και κλαίω. Κι εκεί, δέκα μέτρα πάνω απ’ το χώμα και κάτω από το πρώτο αληθινό ταβάνι της ζωής μου, με πήραν, μωρέ γιε μου, τα δάκρυα. Κι έκλαψα από ευγνωμοσύνη. Α ρε, πρίγκιπα, είπα. Με τάισες όταν έφτασα μόνος κι έρημος εδώ, τάισες μετά και την οικογένεια που έφτιαξα. Και συνέχισες να με ταΐζεις και αφότου έφυγες απ’ αυτόν τον ψεύτη κόσμο. Και με τον χαραμοφάη που πήρε τη θέση σου με τάισες, και με τον καινούργιο που ήρθε τώρα με ταΐζεις. Πενήντα χρόνια τώρα, πρίγκιπά μου, δεν χόρτασες να με ταΐζεις...

Και είπα πως ήρθε η ώρα να κάνω το χρέος μου. Το παλιό κι ανεξόφλητο χρέος που βάραινε τόσα χρόνια την καρδιά μου. Έτσι πήρα την απόφαση γι’ αυτό το ταξίδι κι έμεινα μακριά σου τρεις ολάκερες μέρες που κι εμένα αιώνες μου φάνηκαν. Πήγαμε με τη μάνα σου στο νησί και γυρέψαμε το μνήμα του πρίγκιπα. Και το πλύναμε και το φροντίσαμε και βάλαμε και λουλούδια και φωνάξαμε κι έναν παπά. Και τόσο συγκινήθηκε ο καλός εκείνος παπάς, γιατί ταξιδέψαμε ως την άλλη άκρη της πατρίδας μας χωρίς να είμαστε συγγενείς του νεκρού, που δεν έψαλλε ένα απλό τρισάγιο, αλλά έκανε μνημόσυνο κανονικό με όλα τα γράμματα. Μισή ώρα έψελνε κι έψελνε. Κι έκλαιγε η μάνα σου κι έκλαιγα κι εγώ. Κι αλάφρωσε η ψυχούλα μου, γιε μου, αλάφρωσε και της μάνας σου. Κι ο παπα-καλόγερος τόσο γλυκά έψελνε που θαρρείς κι η ψαλμωδία του κατέβασε το ταβάνι τ’ ουρανού στο χώμα. Αχ, αυτό το χώμα... Τι να σε κάνω; Φταις κι εσύ. Εγώ που το ’χα για εχθρό στέκομαι τώρα πάνω του και το πατώ. Εσύ τι θαρρούσες; Δε θα σ’ αγαπούσε κι αυτό, τόσο που το αγάπησες εσύ; Δε θα ’κανε τα πάντα να σε κρατήσει στην αγκαλιά του; Τέλος πάντων. Βρε, που να πάρει, τον αναθεματισμένο αέρα!

-Μας πήρε η νύχτα, μπαρμπα-Θόδωρε. Τέλειωσες με το γιο σου; Θα με κατεβάσεις κι εμένα με τ’ αμάξι στο χωριό;

-Τέλειωσα, κυρά Μαρίκα. Μια στιγμή να ξανανάψω το καντήλι γιατί φύσηξε αέρας κι έσβησε. Μου ’λειψέ η κουβέντα μας, γιε μου. Στα ’πα και ξαλάφρωσα! Πρώτα ο Θεός, τα λέμε πάλι το πρωί. Καληνύχτα...

 

* Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Δίοδος», τ.19ο - Ιανουάριος 2021

 

 












No comments:

Post a Comment

Σχόλια