Labels

Friday, January 10, 2014

Ο αέρας, το μαχαίρι, το νερό, η φωτιά και η γυναίκα του Λωτ




Ο αέρας
Σχεδόν ποτέ δεν ψωνίζω από κείνους τους πάγκους. Είναι βλέπεις, στο τέλος της λαίκής αγοράς, στο τέλος του κατηφορικού δρόμου που τη φιλοξενεί, τέλος που αποτελεί την αρχή του άλλου δρόμου στο σημείο που οι δυο τους διασταυρώνονται. Κι όμως την περασμένη Πέμπτη, -ποιος ξέρει άραγε γιατί- αγόρασα από κει μανιτάρια. Με ξάφνιασε που ενώ πήρα λιγότερα απ' ό,τι συνήθως, ζύγιζαν περισσότερο. Ρώτησα τον μανάβη, αδύνατος σαν καλαμιά, ξερακιανός σαν ξεχασμένο από το θερισμό σιτάρι, μαυριδερό αποκαϊδι σβησμένης φωτιάς. Μου έδωσε να κρατήσω ένα μανιτάρι στη χούφτα, -να το καταλάβω. "Αυτά δεν είναι σαν αυτά που ξέρεις, είναι αληθινά", μου είπε, κι είχε ελάχιστα δόντια ο φαφούτης γέρος. Οι λέξεις έβγαιναν απαλά απ' το στόμα του με σύμφωνα θαμπά, δεν τις δάγκωνε όπως όλοι όσοι έχουμε πλήρη οδοντοστοιχία. "Κοίταξε πώς είναι κομμένο το κοτσάνι, πάντα έχει λοξό κόψιμο, για να το βγάλεις θα το σπρώξεις ελαφρά από τη μεριά που είναι πιο ψηλό προς την αντίθετη κατεύθυνση, για να μη πληγωθει, και δε θα το πλύνεις. Ή θα το σκουπίσεις προσεκτικά με μια πετσέτα ή μ' ένα μαχαιράκι θα το ξεφλουδίσεις και μετά θα το μαγειρέψεις. Για να είναι φρέσκο το μανιτάρι δεν πρέπει να έχει κενά γύρω απ' το κοτσάνι του, ενωμένο με το υπόλοιπο πρέπει να είναι". Ακολούθησα πιστά όλες τις οδηγίες του φαφούτη κι ήταν πράγματι τα πιο νόστιμα μανιτάρια που έχω φάει. Ξαναπήγα στον ίδιο προχθές, ν' αγοράσω πάλι, και τον ευχαρίστησα. "Είναι η καλύτερη ποικιλία Πολωνικών μανιταριών στην Ευρώπη" καμάρωσε, "θα τα κρατάς στο ψυγείο μέσα στη χάρτινη σακούλα, αλλά θα την αφήνεις λίγο ανοιχτή να παίρνει αέρα" συμπλήρωσε ο φαφούτης μανάβης που ήξερε καλά πόση σημασία έχει ο αέρας για να επιζούν οι λέξεις μέσα στο στόμα και τα μανιτάρια στο ψυγείο.

Το μαχαίρι
Σταμάτησα κατόπιν στους Κομοτηναίους τυροκόμους να πάρω φέτα, την πιο μαλακή. Είδα τον στιβαρό άντρα να κοιτάζει για δυο δευτερόλεπτα το κομμάτι που είχε στο ψυγείο σαν να το μελετούσε, κρατώντας στο δεξί χέρι το μεγάλο του μαχαίρι. "Μα είναι δυνατόν να το πιάσει με το μαχαίρι", αναρωτήθηκα, "δε θα διαλυθεί;" Βύθισε με αποφασιστικότητα το μαχαίρι ακριβώς στο κέντρο της καρδιάς της μαλακής φέτας και τη σήκωσε ψηλά για να τη βάλει στο χαρτί. Εκείνη, έμεινε πράγματι άθικτη. Μάλιστα, έτσι οι μαλακές καρδιές δέχονται το μαχαίρι, προκειμένου να μην γίνουν κομμάτια καθώς κάποιος τις σηκώνει ψηλά.

Το νερό
Ο Μάρκο από τα τέλη του Αυγούστου σταμάτησε να κελαηδά. Το προστατευτικό δίχτυ που είχα βάλει στο κλουβί του το βρήκα μια μέρα σκισμένο. Τον πήγα στα αγόρια από τα οποία τον αγόρασα. Το πήρε ο ομορφότερος στα χέρια του, εντόπισε μια πληγή κάτω απ' το φτερό και του έβαλε ιώδιο. "Δέχτηκε επίθεση από μεγάλο πουλί, ξέρεις αυτά τα μεγάλα μαύρα πουλιά που κρώζουν δυνατά. Μη στεναχωριέσαι, έχει πάθει σοκ. Αν ζήσει, θα του περάσει και θα ξανακελαηδήσει". Δε μ' ένοιαζε τόσο που έπαψε να κελαηδά, μ' ένοιαζε όμως πολύ που είχε τρομάξει τόσο ώστε να χάσει τη φωνή του. Οι μέρες περνούσαν κι ο Μάρκο παρέμενε σιωπηλός. Τα ταχταρίσματά μου σε τίποτα δεν ωφελούσαν. Ήθελα κάτι να κάνω, κάπως να τον βοηθήσω, μα ήμουν ανεπαρκής. Αποφάσισα να του βάζω μια σταγόνα αγιασμό κάθε μέρα στο νερό του. Την επομένη άδειαζα το νερό στον βασιλικό κι έβαζα καινούριο. Στους άλλους φαινόταν αστείο. Το έκανα για ένα μήνα, -ίσως και σαράντα μέρες. Μετά του είπα πως τώρα στο χέρι του είναι, πρέπει να προσπαθήσει και λίγο μόνος του. Έτσι κύλισαν τέσσερις μήνες απόλυτης σιωπής. Ο Μάρκο άρχισε να κελαηδά και πάλι λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Όταν το σπίτι βουβάθηκε. Έμπειρος καθώς ήταν, φαίνεται αντιλήφθηκε την επίθεση του μεγάλου μαύρου πουλιού κι ίσως από ευγνωμοσύνη θέλησε να συμπαρασταθεί στους τραυματισμένους του οικοδεσπότες. Από τότε, μας ξυπνά κάθε πρωί κι είναι το κελάηδημά του ωραιότερο από ποτέ. Είναι, βλέπεις, διασταύρωση καναρινιού και καρδερίνας. Μεγάλο πράγμα η διασταύρωση. Εκεί που τελειώνει ο ένας δρόμος κι αρχίζει ο άλλος. Εκεί που το τέλος του ενός συναντιέται με την αρχή του άλλου. 

Η φωτιά και η γυναίκα του Λωτ

Τώρα ξέρω γιατί έμεινε στήλη άλατος η γυναίκα του Λωτ. Όχι, καθώς λένε, επειδή παράκουσε την εντολή του Θεού κι Εκείνος την τιμώρησε που γύρισε πίσω να κοιτάξει τα Σόδομα που καταστρέφονταν, -όχι βέβαια. Δεν ήταν τιμωρία του Θεού -που απο τιμωρία έχει μαύρα μεσάνυχτα. Ήταν που στην καρδιά της είχε πλήρη οδοντοστοιχία και πίστεψε πως το δηλητήριο της συμφοράς μπορεί να το μασήσει και να το χωνέψει. Ήταν που καθώς το μαχαίρι μπήκε στη σκληρή καρδιά της για να τη σηκώσει ψηλά έπεσαν κάποια τρίματα που θέλησε να σώσει κι έτσι συντρίφτηκε, έπεσε όλη κάτω και ποτέ της δε σηκώθηκε. Κι ήταν και κάτι ακόμα. Που την ώρα της συμφοράς, εκεί στη διασταύρωση του τέλους των Σοδόμων και της αρχής της νέας της πορείας, αντί να σιωπήσει συνεχίζοντας το δρόμο της, θέλησε κάτι να πει, γι' αυτό και γύρισε. Αντί να πιει απ' το αγιασμένο νερό της νέας της ζωής, -που μόνο αυτό είναι αντίδοτο στη φωτιά του παρελθόντος-, ανόητα τη θαύμασε, κι εκείνη η δόλια τι να κάνει, την τύλιξε. 

Να 'χα, που λες, μια καρδιά φαφούτικη σαν το στόμα του μανάβη για να 'χεις χώρο άπλετο μέσα της ν' ανασαίνεις, μη μου στριμώχνεσαι.
Μια καρδιά μαλακή σαν τη φέτα του Κομοτηναίου εμπόρου που αν πια το θέλεις ψηλά να τη σηκώσεις, ας είναι, καλοδεχούμενο και το μαχαίρι Σου.
Και μια γουλιά νερό του Ιορδάνη να 'χα, μήπως ξανακελαηδήσω το φτωχό, που τη φωνή μου έχασα σ' αυτό το σταυροδρόμι και να μη κοιτάξω πίσω μου ούτε για μια στιγμή τις στάχτες που ακόμα σιγοκαίνε. 
Ωραίο πράγμα η διασταύρωση που μ' έφερες και έγινα. 
Σ' ευχαριστώ. Τώρα κατάλαβα πως ο άνθρωπος είναι διασταύρωση Θεού και ανθρώπου, όπως κι Εσύ, έτσι δεν είναι; -τηρουμένων βέβαια πάντοτε των μυστικών μας αναλογιών.






10 Ιανουαρίου, Γρηγορίου Νύσσης και Δομετιανού επισκόπου Μελιτινής.

No comments:

Post a Comment

Σχόλια