Νύχτωσε. Γέρνουν τα βλέφαρά τους τα πουλιά. Τι να 'ναι άραγε τα βλέφαρά τους; Μήπως χάδι παρήγορο στο κουρασμένο πέταγμά τους ή σεντόνι των ονείρων τους; Κι αν, Μάτια, λέτε κουραστήκατε να βλέπετε, ρωτήσατε άραγε τον κόσμο μια φορά μήπως κουράστηκε απ' το δικό σας βλέμμα;
Πώς θα ήταν τα πουλιά χωρίς τα βλέφαρα; Πώς θα 'ταν όλη η ζωή αν απουσίαζε η δερμάτινη κουρτίνα που διαχωρίζει ξύπνιο από όνειρο; Για ποια ενότητα θα ανεβοκατεβαίνανε τόσα πουλιά ουρανό και γη αν ήταν όλα ένα πάνω κάτω;
Είναι που περισσότερο απ' όλα η ανία με τρόμαξε. Αυτό το τέρας των καιρών χωρίς αντάρτες βλέφαρα, μάτια ολόκλειστα στην βαριά ακινησία τους κι ας μοιάζουν ανοιχτά, χωρίς ψέμα κι αλήθεια, μήτε ψηλά και χαμηλά, μα πάντα ίδια, βελόνα κολλημένη σε μια νότα, σ' ένα πένθος, δίχως ανάπτυξη, πτώσεις κι ανόδους, ένας θάνατος.
Μα όσο νυχτώνει και ξημερώνει, χαρείτε βλέφαρα παιχνίδι.
Ανοίξτε, κλείστε, τρεμοπαίξτε, μείνετε μισάνοιχτα... Αξίζει η τόση σας εκγύμναση γι' αυτά τα χρυσοπράσινα μάτια των πουλιών που δε χορταίνουν να μπαινοβγαίνουν απ' τον παράδεισο στην κόλαση και πίσω, να καίνε τα φτερά τους και να ξαναγεννιούνται, να κοιμούνται, να ξυπνούν, να αρνούνται και στο τέλος πάντα να το δέχονται πως ζουν.