Η πρώτη ανάμνηση που έχω από τη ζωή μου είναι συνυφασμένη με το πνιγηρό αίσθημα “δεν χωράω.”
Βρίσκομαι στο Νηπιαγωγείο ενός διώροφου Δημοτικού σχολείου χτισμένου σε έδαφος επικληνές ώστε η υπόγεια τάξη μου να βγαίνει στην αυλή. Τα μικρά τραπεζάκια είναι ενωμένα με τα καρεκλάκια μέσω ενός σίδερου που τα συνδέει απαγορεύοντας οποιαδήποτε μετακίνηση των μεν ή των δε. Η δασκάλα μας -της οποίας η εικόνα μου διαφεύγει σήμερα απολύτως- μας τακτοποιεί στα θρανία. Συμβαίνει να είμαι ένα ψηλό παιδί οπότε τα γόνατά μου χτυπούν στο κάτω μέρος του θρανίου. Είμαι υποχρεωμένη να υποστώ το στρίμωγμα για όλη τη διάρκεια της χρονιάς γέρνοντας το σώμα προς τα μπρος και βάζοντας αρκετά πίσω τα πόδια. Θέλω δεν θέλω, μου αρέσει δεν μου αρέσει, αυτό έτσι είναι και δεν αλλάζει: δεν χωράω.
Βρίσκομαι στο Νηπιαγωγείο ενός διώροφου Δημοτικού σχολείου χτισμένου σε έδαφος επικληνές ώστε η υπόγεια τάξη μου να βγαίνει στην αυλή. Τα μικρά τραπεζάκια είναι ενωμένα με τα καρεκλάκια μέσω ενός σίδερου που τα συνδέει απαγορεύοντας οποιαδήποτε μετακίνηση των μεν ή των δε. Η δασκάλα μας -της οποίας η εικόνα μου διαφεύγει σήμερα απολύτως- μας τακτοποιεί στα θρανία. Συμβαίνει να είμαι ένα ψηλό παιδί οπότε τα γόνατά μου χτυπούν στο κάτω μέρος του θρανίου. Είμαι υποχρεωμένη να υποστώ το στρίμωγμα για όλη τη διάρκεια της χρονιάς γέρνοντας το σώμα προς τα μπρος και βάζοντας αρκετά πίσω τα πόδια. Θέλω δεν θέλω, μου αρέσει δεν μου αρέσει, αυτό έτσι είναι και δεν αλλάζει: δεν χωράω.
Η δεύτερη ανάμνηση που διατηρώ με διαύγεια από την ίδια εκείνη χρονιά εξελίχθηκε στην πρώτη μου ανταρσία: “Βγήκα απ’ το χορό.”
Η αποχώρησή μου ήταν αποτέλεσμα της δυσάρεστης έκβασης μιας ιδιαίτερα ευτυχισμένης στιγμής. Στήθηκε το τρελό γαϊτανάκι στην αυλή γεμάτο πολύχρωμες κορδέλες. Η πρωτόγνωρη εικόνα του στα παιδικά μου μάτια ήταν στα όρια της εντυπωσιακότερης φαντασίωσης.
Κάθε παιδί έπιασε κι από μία κορδέλα κι αρχίσαμε να γυρίζουμε το γαϊτανάκι στο ρυθμό της χαρούμενης μουσικής που έπαιζε από το κασετόφωνο. Όσο πιο γρήγορα γύριζε το γαϊτανάκι άλλο τόσο ο ενθουσιασμός μου γκρεμιζόταν κατακόρυφα. Λίγο επίτηδες και λίγο κατά λάθος το ένα παιδί έπεφτε πάνω στο άλλο. Εγώ προσέχα να μην πατήσω κανένα, -το θυμάμαι πολύ καθαρά αυτό-, αλλά δεν έκαναν το ίδιο και τα άλλα παιδιά που μάλλον διασκέδάζαν το τσαλαπάτημα περισσότερο απ’ τον κυκλικό χορό.
Με τσαλαπατούνε μια, με τσαλαπατούνε δυο, την τρίτη παρατώ την κορδέλα και βγαίνω. Όσο κι αν με μαλώνει η δασκάλα, όσο κι αν με παρακινεί να ξαναμπώ, το αρνούμαι πεισματικά. Προτιμώ να κοιτώ από απόσταση τους άλλους να ευχαριστιούνται το χορό και το τσαλαπάτημα, αλλά και να βλέπω την εντυπωσιακή εικόνα του περιστρεφόμενου ονείρου, παρά να βρίσκομαι εντός της και να υποφέρω.
Σήμερα, σχεδόν πιστεύω πως αυτές οι δύο πρώτς μου αναμνήσεις καθόρισαν εφάπαξ τη ζωή μου και με οδήγησαν αδιόρατα, ανεπαίσθητα αλλά και ευθύβολα στο να αφοσιωθώ είκοσι χρόνια αργότερα στο μοναχικό άθλημα της γραφής.
Τρίτη ανάμνηση από το νηπιαγωγείο δεν έχω.
Η αμέσως επόμενη εντοπίζεται στο ξεκίνημα της πρώτης Δημοτικού. Πρόκειται για την πρώτη μου σχολική τσάντα. Ήταν κατακόκκινη με σχεδιασμένο ένα σκίτσο του αλόγου του Μέγα Αλεξάνδρου, τον Βουκεφάλα, με λευκό χρώμα. Αυτήν την τσάντα τη λάτρεψα. Μέχρι σήμερα δε θυμάμαι καμιά άλλη απ’ όσες ακολούθησαν.
Η τάξη είναι μακρόστενη σα βαγόνι τρένου. Κάθομαι στο τελευταίο θρανίο μιας κι ο δάσκαλος μάς τοποθετεί κατά ύψος. Ευτυχώς είμαι τουλάχιστον από τη μεριά των παραθύρων πλάι στο φως. Όλα τα κατοπινά χρόνια στα θρανία θα καθόμουν πάντα δίπλα στα παράθυρα και στα τελευταία θρανία.
Δίπλα μου κάθεται η Τασούλα, ένα πολύ όμορφο κορίτσι της γειτονιάς με πυκνά μαύρα μαλλιά πιασμένα ακριβώς όπως και τα δικά μου κοτσιδάκια, και μάτια γαλανά. Είχε όλες τις προϋποθέσεις να γίνει στο μέλλον περιπόθητη -όπως και έγινε.
Ο δάσκαλος είναι ψυχρός σαν κατάψυξη. Δε γελάει ποτέ. Έχει το πρόσωπο δημίου που θα συναντούσα αργότερα στις ξένες ταινίες εποχής. Η τάξη είναι κρύα και σκοτεινή σαν το πρόσωπό του. Μελαγχολική σαν την προσπάθεια ένταξής μας σε ένα σύστημα που απαιτούσε από εξάχρονα παιδιά να κάθονται καθηλωμένα στα θρανία με ίσια πλάτη και χέρια σταυρωμένα.
Είμαι ένα ζωηρό παιδί που θέλει διαρκώς να μιλάει και να γελάει. Είμαι μάλλον ένα ανυπόφορο παιδί για το δάσκαλο. Πολλές φορές με σηκώνει στον πίνακα και με προσβάλλει, με χτυπά με τη βέργα και με ξαναχτυπά, αλλά εγώ μυαλό δε βάζω. Κάποτε παρασέρνω στην κουβέντα και την Τασούλα που συνήθως κρατούσε χαρακτήρα. Για πρώτη φορά μας σηκώνει μαζί στον πίνακα. Αφού μας βάζει τη μια πλάι στην άλλη παίρνει το αριστερό κοτσίδι της μιας και το δεξί της άλλης και χτυπά με δύναμη μεταξύ τους τα κεφάλια μας. Θυμάμαι πως ζαλίστηκα. Μαθημένη στο ξύλο ήμουνα απ' το σπίτι, αλλά ξύλο από ξύλο είχε διαφορά. Τότε το κατάλαβα. Αυτό με είχε πειράξει πολύ. Η βέργα δεν με πείραζε τόσο, ούτε τα χαστούκια. Επιστρέφω το μεσημέρι στο σπίτι αλλά δε λέω τίποτα στους γονείς μου. Δεν είχαμε συναίσθηση τότε. Ο δάσκαλος ήτανε υπεράνω όλων κι εμείς δεν είχαμε διακιώματα, κι αν υπήρχαν κανείς δε ήταν πρόθυμος να μας τα πει.
Λίγες μέρες μετά καθώς τρέχω στο διάλειμμα στην στρωμένη άσπρα χαλίκια αυλή, -πάντα έτρεχα και μάλιστα με μεγάλο νεύρο- σκοντάφτω, πέφτω και ανοίγει το κεφάλι μου πάνω από το αριστερό μου μάτι στη ρίζα του τριχωτου της κεφαλής. Το πρόσωπό μου γεμίζει αίματα. Δε βλέπω μπροστά μου. Πονάω, αλλά δεν το δείχνω, είμαι αρκετά σκληρό καρύδι ή τουλάχιστον έτσι θέλω να δείχνω. Έρχεται ο δήμιος και με παίρνει από το χέρι. Καθώς ανεβαίνουμε τις σκάλες μου λέει, “σκοτώθηκες παιδί μου”, κι εγώ αιμόφυρτη του απαντώ, “δεν σκοτώθηκα κύριε, είμαι ακόμα ζωντανή!”
Όταν ήρθε η μητέρα μου να ρωτήσει για την πρόοδό μου ο δήμιος της απάντησε συντετριμμένος: “Λυπάμαι που θα σας απογοητεύσω κυρία μου, αλλά η Βασούλα δεν τα παίρνει τα γράμματα, δε θα μπορέσει να συνεχίσει για πολύ το σχολείο… ενώ η Τασούλα… έχει μέλλον… φαίνονται από μικρά τα παιδιά…”
Ευτυχώς η ζωή αποδείχθηκε πιο ευφάνταστη από το δάσκαλο και περισσότερο αντάρτισσα από μένα. Αν κάτι τέτοιες προβλέψεις δεν τις αγνοεί επιδεικτικά, συνηθίζει να τις ανατρέπει εξολοκλήρου. Η Τασούλα με δυσκολια τελείωσε το Λύκειο, εγώ δεν χόρτασα να σπουδάζω. Η σχέση μου με τα γράμματα έγινε σχέση αναπνοής και εκπνοής. Ίσως τελικά ακριβώς επειδή δεν τα έπαιρνα δεν έπαψα και ποτέ να τα κυνηγάω...
(Η συνέχεια του διηγήματος εδώ: στο Αντίφωνο, όπου δημοσιεύτηκε στις 17/07/2011)
Η αποχώρησή μου ήταν αποτέλεσμα της δυσάρεστης έκβασης μιας ιδιαίτερα ευτυχισμένης στιγμής. Στήθηκε το τρελό γαϊτανάκι στην αυλή γεμάτο πολύχρωμες κορδέλες. Η πρωτόγνωρη εικόνα του στα παιδικά μου μάτια ήταν στα όρια της εντυπωσιακότερης φαντασίωσης.
Κάθε παιδί έπιασε κι από μία κορδέλα κι αρχίσαμε να γυρίζουμε το γαϊτανάκι στο ρυθμό της χαρούμενης μουσικής που έπαιζε από το κασετόφωνο. Όσο πιο γρήγορα γύριζε το γαϊτανάκι άλλο τόσο ο ενθουσιασμός μου γκρεμιζόταν κατακόρυφα. Λίγο επίτηδες και λίγο κατά λάθος το ένα παιδί έπεφτε πάνω στο άλλο. Εγώ προσέχα να μην πατήσω κανένα, -το θυμάμαι πολύ καθαρά αυτό-, αλλά δεν έκαναν το ίδιο και τα άλλα παιδιά που μάλλον διασκέδάζαν το τσαλαπάτημα περισσότερο απ’ τον κυκλικό χορό.
Με τσαλαπατούνε μια, με τσαλαπατούνε δυο, την τρίτη παρατώ την κορδέλα και βγαίνω. Όσο κι αν με μαλώνει η δασκάλα, όσο κι αν με παρακινεί να ξαναμπώ, το αρνούμαι πεισματικά. Προτιμώ να κοιτώ από απόσταση τους άλλους να ευχαριστιούνται το χορό και το τσαλαπάτημα, αλλά και να βλέπω την εντυπωσιακή εικόνα του περιστρεφόμενου ονείρου, παρά να βρίσκομαι εντός της και να υποφέρω.
Σήμερα, σχεδόν πιστεύω πως αυτές οι δύο πρώτς μου αναμνήσεις καθόρισαν εφάπαξ τη ζωή μου και με οδήγησαν αδιόρατα, ανεπαίσθητα αλλά και ευθύβολα στο να αφοσιωθώ είκοσι χρόνια αργότερα στο μοναχικό άθλημα της γραφής.
Τρίτη ανάμνηση από το νηπιαγωγείο δεν έχω.
Η αμέσως επόμενη εντοπίζεται στο ξεκίνημα της πρώτης Δημοτικού. Πρόκειται για την πρώτη μου σχολική τσάντα. Ήταν κατακόκκινη με σχεδιασμένο ένα σκίτσο του αλόγου του Μέγα Αλεξάνδρου, τον Βουκεφάλα, με λευκό χρώμα. Αυτήν την τσάντα τη λάτρεψα. Μέχρι σήμερα δε θυμάμαι καμιά άλλη απ’ όσες ακολούθησαν.
Η τάξη είναι μακρόστενη σα βαγόνι τρένου. Κάθομαι στο τελευταίο θρανίο μιας κι ο δάσκαλος μάς τοποθετεί κατά ύψος. Ευτυχώς είμαι τουλάχιστον από τη μεριά των παραθύρων πλάι στο φως. Όλα τα κατοπινά χρόνια στα θρανία θα καθόμουν πάντα δίπλα στα παράθυρα και στα τελευταία θρανία.
Δίπλα μου κάθεται η Τασούλα, ένα πολύ όμορφο κορίτσι της γειτονιάς με πυκνά μαύρα μαλλιά πιασμένα ακριβώς όπως και τα δικά μου κοτσιδάκια, και μάτια γαλανά. Είχε όλες τις προϋποθέσεις να γίνει στο μέλλον περιπόθητη -όπως και έγινε.
Ο δάσκαλος είναι ψυχρός σαν κατάψυξη. Δε γελάει ποτέ. Έχει το πρόσωπο δημίου που θα συναντούσα αργότερα στις ξένες ταινίες εποχής. Η τάξη είναι κρύα και σκοτεινή σαν το πρόσωπό του. Μελαγχολική σαν την προσπάθεια ένταξής μας σε ένα σύστημα που απαιτούσε από εξάχρονα παιδιά να κάθονται καθηλωμένα στα θρανία με ίσια πλάτη και χέρια σταυρωμένα.
Είμαι ένα ζωηρό παιδί που θέλει διαρκώς να μιλάει και να γελάει. Είμαι μάλλον ένα ανυπόφορο παιδί για το δάσκαλο. Πολλές φορές με σηκώνει στον πίνακα και με προσβάλλει, με χτυπά με τη βέργα και με ξαναχτυπά, αλλά εγώ μυαλό δε βάζω. Κάποτε παρασέρνω στην κουβέντα και την Τασούλα που συνήθως κρατούσε χαρακτήρα. Για πρώτη φορά μας σηκώνει μαζί στον πίνακα. Αφού μας βάζει τη μια πλάι στην άλλη παίρνει το αριστερό κοτσίδι της μιας και το δεξί της άλλης και χτυπά με δύναμη μεταξύ τους τα κεφάλια μας. Θυμάμαι πως ζαλίστηκα. Μαθημένη στο ξύλο ήμουνα απ' το σπίτι, αλλά ξύλο από ξύλο είχε διαφορά. Τότε το κατάλαβα. Αυτό με είχε πειράξει πολύ. Η βέργα δεν με πείραζε τόσο, ούτε τα χαστούκια. Επιστρέφω το μεσημέρι στο σπίτι αλλά δε λέω τίποτα στους γονείς μου. Δεν είχαμε συναίσθηση τότε. Ο δάσκαλος ήτανε υπεράνω όλων κι εμείς δεν είχαμε διακιώματα, κι αν υπήρχαν κανείς δε ήταν πρόθυμος να μας τα πει.
Λίγες μέρες μετά καθώς τρέχω στο διάλειμμα στην στρωμένη άσπρα χαλίκια αυλή, -πάντα έτρεχα και μάλιστα με μεγάλο νεύρο- σκοντάφτω, πέφτω και ανοίγει το κεφάλι μου πάνω από το αριστερό μου μάτι στη ρίζα του τριχωτου της κεφαλής. Το πρόσωπό μου γεμίζει αίματα. Δε βλέπω μπροστά μου. Πονάω, αλλά δεν το δείχνω, είμαι αρκετά σκληρό καρύδι ή τουλάχιστον έτσι θέλω να δείχνω. Έρχεται ο δήμιος και με παίρνει από το χέρι. Καθώς ανεβαίνουμε τις σκάλες μου λέει, “σκοτώθηκες παιδί μου”, κι εγώ αιμόφυρτη του απαντώ, “δεν σκοτώθηκα κύριε, είμαι ακόμα ζωντανή!”
Όταν ήρθε η μητέρα μου να ρωτήσει για την πρόοδό μου ο δήμιος της απάντησε συντετριμμένος: “Λυπάμαι που θα σας απογοητεύσω κυρία μου, αλλά η Βασούλα δεν τα παίρνει τα γράμματα, δε θα μπορέσει να συνεχίσει για πολύ το σχολείο… ενώ η Τασούλα… έχει μέλλον… φαίνονται από μικρά τα παιδιά…”
Ευτυχώς η ζωή αποδείχθηκε πιο ευφάνταστη από το δάσκαλο και περισσότερο αντάρτισσα από μένα. Αν κάτι τέτοιες προβλέψεις δεν τις αγνοεί επιδεικτικά, συνηθίζει να τις ανατρέπει εξολοκλήρου. Η Τασούλα με δυσκολια τελείωσε το Λύκειο, εγώ δεν χόρτασα να σπουδάζω. Η σχέση μου με τα γράμματα έγινε σχέση αναπνοής και εκπνοής. Ίσως τελικά ακριβώς επειδή δεν τα έπαιρνα δεν έπαψα και ποτέ να τα κυνηγάω...
(Η συνέχεια του διηγήματος εδώ: στο Αντίφωνο, όπου δημοσιεύτηκε στις 17/07/2011)
ΥΓ. Στη φωτογραφία είμαι στην α΄ Δημοτικού.
Βασιλική, πολύ ωραίο. Ως αντίδωρο δες μια ομαδική σχολική φωτογραφία (μπορείς να με βρεις;), από τις πρώτες μου αναρτήσεις στο Ιστολόγιο:
ReplyDeletehttp://antonispapagiannis.blogspot.com/2007/09/blog-post_4744.html
Σ' ευχαριστώ... Πού να σε βρω μέσα σ' αυτό το χαμό; Ο πρώτος δεξιά; Δεν ξέρω, δε φαίνονται και πολύ καθαρά τα πρόσωπα... αλλά είναι τέλεια φωτογραφία! Για πες...
ReplyDeleteΜε ταξιδέψατε πολλά χρόνια πίσω. Ξυπνήσατε θύμησες του παρελθόντος γλυκές και πικρές, δεν έχει σημασία. Αγαπώ τον θησαυρό των αναμνήσεων μου.Να είστε πάντα καλά!
ReplyDeleteΚι εσείς να είστε πολύ καλά! Εψές σκαλίζοντας στο ίντερνετ βρήκα κάτι που με συγκίνησε και είπα κάτι παρόμοιο μ' αυτό που γράψατε, πως το Ίντερνετ αποτελεί ένα θησαυροφυλάκιο μνήμης....
ReplyDeleteΈχει σημασία να επιστρέφουμε και να φεύγουμε... νομίζω πω μας βοηθάει να σταθούμε και να προχωρήσουμε...
Για κάποιους σαν αυτόν βγήκε η φράση: "Ουδείς μωρότερος των ιατρών εάν δεν υπήρχον οι δημοδιδάσκαλοι". Πού να φανταστεί, ότι όχι μόνο έπαιρνες τα γράμματα αλλά και ότι στην πορεία θα κατάφερνες να τα πολλαπλασιάζεις μέσα σου και να τα μοιράζεσαι μ' ένα σωρό τρόπους.
ReplyDelete.....Ευτυχώς η ζωή αποδείχθηκε πιο ευφάνταστη από το δάσκαλο και περισσότερο αντάρτισσα από μένα.!!!!!!!<3
ReplyDeleteΜέσα από τα αδιέξοδα και τα εμπόδια βρίσκουμε το δρόμο μας, Σοτ μου, γι' αυτό και το ευγνωμονώ αυτό το....κάθαρμα.... καλά να είναι όπου είναι....
ReplyDeleteΡοδανδάκι μου στην καρδιά του στόχου πάντα!!!
ReplyDeleteΠόσο κοντινή ήταν κι η δική μου εμπειρία απ΄το Δημοτικό. Πόσα χρόνια πίσω δεν με πήγες. Θυμήθηκα τα δικά μου αίματα, τις ολόδικές μου ξυλιές... Και πόσες άλλες τέτοιες ιστορίες δεν έχω ακούσει.
ReplyDeleteΜου μένει όλα αυτά τα χρόνια η απορία γιατί όταν μεγαλώνουν οι άνθρωποι αντι να βελτιώσουν ότι δεν τους άρεσε κάνουν σε πολλές των περιπτώσεων τα ίδια και χειρότερα...
Ευτυχώς βέβαια που συμβαίνει κι ακριβώς το αντίθετο, όπως έγινε και στην δική σου περίπτωση.
Μας κοινωνείς ομορφιά, αλήθεια, αγάπη και σ΄ευχαριστούμε.