Labels

Sunday, March 14, 2010

Ασκήσεις εδάφους (άσκηση 32: Οι εκκρεμότητες)



Τον τελευταίο καιρό διακατέχομαι από μια αδήρρητη ανάγκη, πρωτοφανή για μένα, να τακτοποιήσω όλες τις εκκρεμότητες που με τα χρόνια συσσωρεύτηκαν στη ζωή μου. Υλικές, πνευματικές, συναισθηματικές, ψυχικές καταστάσεις που είτε αυτοβούλως είτε από κάποια συγκαιρία ή εξαιτίας άλλων έμειναν να αιωρούνται ημιτελείς στον εσωτερικό μου ορίζοντα σαν μισοκομμένες κλωστές στα κλαδιά ενός δέντρου. Καταστάσεις που όταν δεν ολοκληρώνουν τον κύκλο τους μένουν σαν αγκάθια στην ψυχή και με το πέρασμα του χρόνου γίνονται γαϊδουράγκαθα.

Όσο μεγαλώνω το χωράφι της ζωής  μου επεκτείνεται και μέσα στην αυξανόμενη έκτασή του συλλαμβάνω τον εαυτό μου να μην φτάνει να δει με σαφήνεια όλα όσα θα ήθελα να τακτοποιήσω, να καθαρίσω και να ξεριζώσω, προκειμένου να γίνει όλο γόνιμο και πάλι απ' άκρη σ' άκρη. Από μακριά τα γαϊδουράγκαθα φαίνονται τσουκνίδες, χορταράκια μικρά και ακίνδυνα. Δεν είναι όμως έτσι. Αν περπατήσω και πάω προς το βάθος του χωραφιού του χρόνου, την βλέπω την πραγματικότητα και τότε εκπλήσσομαι με το πόσα ψέμματα μπορώ να λέω στον εαυτό μου.

Οπωσδήποτε πολλές απ' αυτές τις εκκρεμόητητες τις έχω ήδη ξεχάσει. Η σκόνη του χρόνου ή της συνείδησης, τις έχει καλά σκεπάσει και θέλει σκάψιμο βαθύ για να έρθουν ξανά στο φως. Άλλες τις θυμάμαι με κάποια αμφιβολία και άλλες έρχονται και ξανάρχονατι στο προσκήνιο βρίσκοντας κάποιες αφορμές κι εγώ ακόμα αναβάλλω τη διευθέτησή τους. Όμως τώρα δε μπορώ να κάνω αλλιώς. Θέλω πάση θυσία να καθαρίσω το χωράφι μου όλο. Να μη μείνει τίποτα μέσα του που δε θα το ωφελεί. Τα αγριόχορτα και τα ζιζάνια να φύγουν. Κατά έναν μυστήριο τρόπο η ζωή πάντα ανταποκρίνεται σε κάτι τέτοιεες ή παρόμοιες ευσεβείς επιθυμίες.

Πριν από είκοσι περίπου χρόνια, για να πω ένα παράδειγμα, είχα αγοράσει κάποια οικολογικά χρώματα για να βάψω το σπίτι. Προφανώς κάποια χρήματα είχα πληρώσει και μετά δεν είχα άλλα, οπότε έμεινε ένα υπόλοιπο της τάξεως των πέντε χιλιάδων δραχμών. Δεν ήταν λίγα χρήματα αυτά τότε. Τα είχα αγοράσει από τον Ν. με τον οποίο συχνά βρισκόμασταν τότε στον ΜΥΛΟ, όπου δούλευε κι αυτός κι εγώ έκανα το θεατρικό παιχνίδι τις Κυριακές. Έφυγε ο Ν. ανοίγοντας το μαγαζί του με τα χρώματα, λίγο μετά έφυγα κι εγώ, αφού αποφάσισα πως μετά από τρία χρόνια έκλεισε πια ο κύκλος αυτός και δεν είχα να προσφέρω κάτι περισσότερο.

Στην αρχή δεν είχα τα λεφτά, μετά χαθήκαμε και με τον καιρό ξέχασα αυτό το χρέος. Στο πέρασμα αυτών των χρόνων ερχόταν κατά διαστήματα στο νου μου αυτή η εκκρεμότητα και σφιγγόταν η ψυχή μου, όλο έλεγα πως θα πάω να ξεχρεώσω και όλο κάτι συνέβαινε και δεν πήγαινα, με τον καιρό έφευγε απ' την ψυχή το σφίξιμο, η σκέψη περνούσε και την απόδιωχνα σαν ενοχλητική γειτόνισσα, μ' έπιανε τόση ντροπή που δεν το άντεχα. Η ενοχλητική γειτόνισσα μεταμορφώθηκε σιγά σιγά σε ευγενική και όλως φαντασιακή ευκτική: αχ, και να μπορούσα να πήγαινα...

Την δραχμή την αντικατέστησε το ευρώ, άντε να βρεις τώρα σε τι μεταφράζονται οι πέντε χιλιάδες που έχασαν ήδη την αξία τους... Αυτό θα πει η φράση, προφάσεις εν αμαρτίαις.

Ανεβαίνοντας με το λεωφορείο προς το σπίτι έβλεπα τελευταία το γωνιακό μαγαζί του Ν. με τα χρώματα. Είτε κοιτούσα είτε δεν κοιτούσα, μια λύπη μεγάλωνε στην καρδιά μου. Λύπη για την αδυναμία μου, την ατολμία μου, και δεν ξέρω τι άλλο. Αλλά όταν θέλεις κάτι πολύ, όπως εγώ τον τελευταίο καιρό, σου χαρίζεται.

Την περασμένη Τετάρτη ταξιδεύοντας για Αθήνα συνάντησα τον Ν. μέσα στο τρένο. Στα δικά μου μάτια φάνηκε ζωγραφισμένο στο μέτωπό του αμέσως το πεντοχίλιαρο που του χρωστούσα. Φτάσαμε μέχρι την Αθήνα κουβεντιάζοντας θερμά για όλα αυτά που κάναμε αυτά τα χρόνια καθένας μας. Ο ίδος δεν έκανε ούτε καν υπαινιγμό για το χρέος, ευγενικός όπως πάντα και εγκάρδιος. Άνθρπωος αριστερός, απ' αυτές τις πολύ όμορφες φάτσες που θα μπορούσαν να είναι πρώτες σε αφίσα του κόμματος, με μαύρο πυκνό μαλλί χτενισμένο προς τα πίσω, παχύ μουστάκι και ζεστά μαύρα μάτια. 

Φτάνονατας Λαμία, δεν άντεξα. Άπλωσα το δεξί μου χέρι, του έπιασα τον ώμο και του είπα: Αν θυμάμαι καλά, σου χρωστάω κάποια χρήματα. Χαμογέλασε και μου είπε: ναι, μου χρωστάς, αλλά από καιρό έχουν παραγραφεί, ξέχασέ το. Μπορώ να σου στείλω τουλάχιστον κάποια βιβλία μου, τον ρώτησα και δέχτηκε με μεγάλη χαρά. Η κουβέντα συνέχισε, η ψυχή μου ανέπνευσε και τότε κατάλαβα τι αγκάθι αποτελούσε μέσα μου αυτή η εκκρεμότητα. Του το είπα και πάλι γέλασε.

Τώρα που το σκέφτομαι δεν θα του στείλω τα βιβλία. Θα πάω να του τα δώσω στο χέρι.

Ήταν παράδοξο αλλά μετά από την τακτοποίηση αυτής της εκκρεμότητας για την οποία ευθυνόμουν αποκλειστικά εγώ, μέχρι το βράδυ εκείνης της Τετάρτης τακτοποιήθηκαν άλλες δύο οι οποίες αντιθέτως είχαν γίνει από άλλους εις βάρος μου, αλλά κι εγώ είχα μέσα μου επιτρέψει να μεγαλώσει το αγκάθι της πικρίας προς αυτούς που κάποτε με αδίκησαν.

Έχω δρόμο πολύ μπροστά μου γιατί έχω να τακτοποιήσω πολλά ανάλογα αγκάθια που άφησα πίσω μου. Προσπαθώ κάθε μέρα να κάνω και κάτι. Λίγο λίγο κάτι θα καταφέρω, λέω, και έχει ο Θεός. Με τη βοήθειά Του, να καθαρίσει το χωράφι για να ξαναγεμίσει με άλλα, και πάλι απ' την αρχή...



1 comment:

  1. Ετσι είναι, κάθεσαι και το σκέφτεσαι και συνεχίζει να σε βαραίνει αεί...Και για τον άλλον, ίσως να μην έχει καμιά σημασία, να έχει απωθηθεί από τη μνήμη του εντελώς...
    Περίεργο, πραγματικά...
    Οι Ιάπωνες το ονομάζουν "αέναο κοσμικό χρέος", και ίσως και να είναι...

    ReplyDelete

Σχόλια