Ξυπνώ στις 2.30 τη νύχτα από ένα θόρυβο στο διπλανό δωμάτιο. Κι εγώ άμα ξυπνήσω τη νύχτα δεν ξανακοιμάμαι. Κουσούρι. Μέχρι να ξημερώσει γράφω δεκάδες σελίδες. Όχι στο χαρτί. Μέσα μου τις γράφω. Αυτή είναι μια αλλαγή που μου συμβαίνει τον τελευταίο καιρό. Άλλοτε θα βυθιζόμουν σε σκέψεις, σε φαντασιωσεις, θα κολλούσε σε κάτι αδιέξοδο. Τελευταία νιώθω πως ξεγλιστρώ λίγο έξω από την αυταρέσκεια των αισθημάτων μου. Τώρα η σκέψη και το αίσθημά μου κατευθύνονται ολοένα και περισσοτερο στο κανάλι της γραφής, είτε γράφω, είτε όχι. Η απελευθερωτική αυτη διαδικασία με οδηγεί σε μεγαλύτερη παρατηρητικότητα αφενός, ανοιχτή επικοινωνία με τα ζωή αφετέρου, μιας μορφής εμβάθυνσης που παρηγορεί την ψυχή μου και με οδηγεί με πιο γρήγορα αλλά πιο ασφαλή και σταθερά βήματα στο δρόμο που μου δόθηκε κι έχω να διανύσω. Με άλλα λόγια ο εαυτός μου πλέον βγαίνει εκτός εαυτού κι έτσι μ' έναν τρόπο σώζεται από τον εαυτό του. Κάνουμε το πρωί μια βόλτα στην παλιά πόλη που μου φαίνεται πάρα πολύ οικεία μιας και θυμίζει πολύ Βενετία.
Από την plazza Katalunia παίρνω ύστερα μόνη μου το λεωφορείο 24 για να πάω στο περίφημο πάρκο, -που για τα δικά μας μέτρα είναι ένα βουνό, δάσος ολόκληρο,- το Gu El, που σχεδίασε ο παιδκός μου φίλος κι έχει μέσα κατοικίες που έχει κατασκευάσει καθώς και γλυπτά του.
Λέγοντας στην οδηγό πού θέλω να κατέβω, ένας κύριος δίπλα μου, μού λέει στα αγγλικά πως θα κατέβει κι αυτός εκεί και θα μου κάνει νόημα. Μετά από μισή ώρα διαδρομή ανηφορίζουμε προς το βουνό. Ο κύριος με το σκουλαρίκι κάτω από τα χείλη αριστερά, μου κάνει νόημα και κατεβαίνουμε. Άλλη μια φορά ο άγγελός μου, μού κάνει αέρα με τα φτερά του και δροσίζομαι.
Στεκόμαστε στην είσοδο και ο κύριος μου διαβάζει τα βασικότερα από τις πληροφορίες που γράφει ένας πίνακας. Μου εξηγεί τι διαδρομές μπορώ να ακολουθήσω. Εκεί τον χάνω λίγο, γιατί η δυσλεξία μου χτυπά την αχίλλειο πτέρνα του προσανατολισμού μου. Δεν ανησυχώ. Οι δρόμοι μας χωρίζουν και αρχίζω να ανηφορίζω. Μπροστά στους πρώτους κίονες που συναντώ συγκινούμαι για μια ακόμη φορά με τον Gaudi. Αυτό είναι το καταφύγιο και το υπόστεγο των παιδικών μας ονείρων, οι λαβύρινθοι των κρυμμένων μας θησαυρών και όλη η θαλπωρή του χώματος.
Κίτρινες μαργαρίτες λάμπουν στη σκιά ενός κατακίτρινου δέντρου. Περπατώ αργά, ανασαίνω βαθιά, θαυμάζω ήσυχα τα ποικίλλα είδη και αρώματα των σχίνων και των δέντρων, αυτής της έκρυθμης βλάστησης που οδηγεί μυριάδες ανθρώπους να χαρούν και να χαθούν στην αγκαλιά της. Αφήνω τον πλατύ δρόμο που περπατούν οι πολλοί και παίρνω μικρά στενά μονοπάτια να μείνω μόνη όπως επιθυμώ.
Δεν παίρνω είδηση για πότε βρίσκομαι σε μια συνοικία έξω από το δάσος, έξω από το πάρκο που τίποτα δεν το διαχωρίζει από το χωριό. Κατηφορίζω λίγο λίγο περιμετρικά των τελευταίων δέντρων μέχρι που βρίσκω μια παρέα αθλητών που κάνουν ζέσταμα και τους ρωτώ. Δεν καταλαβαίνουν τι ρωτώ, δεν καταλαβαίνω τι μου απαντούν, είμαστε όλοι ευχαριστημένοι και περισσότερο εγώ που το ωραίο αγόρι μου επιτρέπει να φωτογραφίσω την πλάτη του με το θαυμάσιο τατουάζ του με το δέντρο της ζωής.
Συνεχίζω τον δρόμο μου βέβαιη πια πως δε χάνομαι με τίποτα, σχεδόν αμέριμνη. Σκαρφαλώνω σαν κατσίκι κάτι κατσάβραχα από ένα άνοιγμα και να που πάλι είμαι μέσα στον παράδεισο.
Δυο κορίτσια παίζουν σαντούρια. Λίγο παρακάτω ένας άλλος μουσικός παιζει αναγεννησιακό λαούτο και πιο πέρα ακούω ένα ακορντεόν. Οι μουσικές γεμίζουν τον αέρα και το αρωματικό οξυγόνο γίνεται πιο επιθετικά ερωτικό. Τα πουλιά κελαηδούνε ξέφρενα. Δεν ξέρουν σε ποιον απ' όλους να κρατήσουν το ίσο. Φτάνω σ' ένα από τα πανέμορφα σπίτια που σχεδίασε ο Gaudi και το φωτογραφίζω. Είναι και μουσείο, αλλά δεν μπαίνω μέσα. Μερικά πράγματα τα αφήνω για την επόμενη φορά. Να έχω κάτι να περιμένω, να έχω λόγους να ξανάρθω.
Το σπιτι με οβάλ παράθυρα, μπαλκόνια σκαλιστά, κήπο με αγάλματα του αρχιτέκτονα, χρώματα ζεστά σαν την ανάσα παιδιού που κοιμάται. Ό,τι δικό του βλέπω αισθάνομαι πως λειτουργεί μέσα μου αποφρακτικά. Ξεκλειδώνει πόρτες δωματίων μου που κάποτε λυσσασμένοι πειρατές μέσα τους συσώρευσαν και σφράγισαν θησαυρούς λεηλατώντας με, κι εγώ από τότε δεν τα πλησίασα φοβούμενη το φάντασμά τους. Θεραπεύονται παλιά μου τραύματα. Μου χαρίζεται μια πρωτόγνωρη δύναμη και τόλμη. Γενναιότητα, είναι η σωστή λέξη.
Στο λεωφορείο επιστρέφοντας ξανασυναντώ τον κύριο που έρχεται δίπλα μου να καθίσει. Μου λέει πως ζει στο Λονδίνο, αλλά η οικογένειά του είναι στη Βαρκελώνη. Μου τονίζει πως ο ίδιος μεγάλωσε σε μια πόλη... πού να την ξέρω εγώ... τη Γρανάδα. Του λέω πως ήμουν στη Γρανάδα πριν εννιά χρόνια και του μιλώ για τα παλάτια της. Τον ρωτώ πού είναι η στάση που θέλω για να πάρω το μετρό, μου απαντά πως την περάσαμε. Δεν τον πολυπιστεύω και ξαφνικά χωρίς να ξέρω ακριβώς γιατί, πετάγομαι και κατεβαίνω. Εντελώς απορημένη βλέπω πως είμαι εκεί ακριβώς που ήθελα.
Πηγαίνω κοντά στο ξενοδοχείο σ' ένα ισπανικό εστιατόριο και παίρνω πακέτο πατάτες τηγανιτές χοντροκομμένες και γλυκές και ψωμάκια φρυγανισμένα με τριμμένη ντομάτα επάνω, μια χαρακτηριστική Καταλονική λιχουδιά. Θέλω να φάω στο ξενοδοχείο, να απλώσω τα πόδια μου στο κρεβάτι, να πιω λίγο κρασί με την ησυχία μου και να φέρω στο νου μου όλα αυτά τα αριστουργήματα που γεύτηκα. Τίποτα δε θέλω να πάει χαμένο.
Να τα γράψω όλα θέλω. Να ξαναδώ τις φωτογραφίες του πάρκου που τράβηξα, τα γλυπτά, τις καμπύλες, τα χρώματα. Την ανάσα του μεγάλου ασκητικού καλλιτέχνη να ανασάνω και πάλι. Του ανθρώπου που σφράγισε για πάντα μια ολόκληρη πόλη.
Γεννήθηκε στην πόλη Ρέους στις 25 Ιουνίου του 1852. Ο πατέρας του ήταν σιδεράς σαν τον παππού μου. Φτωχόπαιδο ήταν, λαϊκής καταγωγής και ασθενικός.
Έπασχε από μικρός από μια ρευματοειδή πάθηση που του απαγόρευε να βγαίνει στο δρόμο και να παίζει με τα παιδιά και τον ανάγκαζε να μένει κλεισμένος και να ονειροπολεί. Πρέπει να ονειρεύτηκε πάρα πολύ για να καταφέρει να φτιάξει τέτοια και τόσα αριστουργήματα. Οι γιατροί του συνέστησαν απόλυτη χορτοφαγία και καθημερινούς περιπάτους. Έτσι έμαθε από νέος να κάνει τις βόλτες του στον ναό του Αγίου Φιλίππου όπου πήγαινε και προσευχόταν.
Για να τελειώσει την αρχιτεκτονική δούλευε να βγάλει τα προς το ζην. Όταν την τελείωσε και άρχισε να βγάζει λεφτά, παρ' όλο που οι περισσότεροι τον είχαν για τρελό, αυτός κουρευόταν στον καλύτερο κουρέα της πόλης, τον Ωντανάρ ζητώντας να δώσει στα γένια του μια γκρίζα απόχρωση και αγόραζε τα καπέλα του από το πιο μοδάτο καπελάδικο της εποχής τον "Αρνώ". Μόνο παπούτσια φορούσε μεταχειρισμένα πάντοτε. Τα καινούρια τον χτυπούσαν και γι' αυτό τα έδινε πρώτα στον αδερφό του να τα φορέσει για να τα μαλακώσει και μετά τα έπαιρνε ο ίδιος.
Αποτραβήχθηκε γρήγορα από τους κοσμικούς κύκλους γιατί κατάλαβε πως δεν του ταίριαζαν. Παρέμεινε ένας Καταλονός που ποτέ δε μίλησε άλλη γλώσσα. Αγαπούσε τους φτωχούς κι ένιωθε μια βαθιά συγγένεια μαζί τους. Πέθανε στις 12 Ιουνίου του 1926.
Βλέπονατας στους δρόμους το έργο του ακόμα και σήμερα νομίζεις πως βλέπεις την αρχιτεκτονική του μέλλοντος και όχι του παρελθόντος. Όπως φαίνεται και στην παρακάτω φωτογραφία, δεν υπάρχει πουθενά συμμετρία. Τα σπάει όλα και δομεί ένα ολόκληρο σύμπαν δικό του. Ένα σύμπαν ονειρικό.
Το βράδυ το συνέδριο κλείνει με μια συναυλία του Ομάρ Φαρούκ Τεκμπιλέκ. Πρώτη φορά τον παρακολουθώ και απογοητεύομαι. Αυτό που μου προκαλεί λύπη είναι το πώς πουλάει το θρησκευτικό του αίσθημα. Το ξεπούλημα είναι ολοφάνερο. Όλη η σκηνική παρουσά και ο ήχος είναι σαν να βρέθηκα ξαφνικά σε μια ντισκοτέκ. Σηκώνομαι να φύγω γιατί δε θέλω να χαλαστώ περισσότερο. Δε θέλω να χάσω την ομορφιά που όλη τη μέρα μ' έχει κατακυριεύσει. Στο κάτω κάτω τι με νοιάζει εμένα; Καθένας τραβά το δρόμο του σ' αυτή τη ζωή. Δε μπορούμε να είμαστε με όλους. Ο Τουρκοαιγύπτιος ας κάνει όπως καταλαβαίνει κι εγώ αντιστοίχως.
Πηγαίνουμε για φαγητό πλάι στη θάλασσα και τρώμε μια θαυμάσια παέλια με γαρίδες και μύδια. Σε λίγο έρχονται δυο φίλοι μας μουσικοί που συμμετείχαν στη συναυλία και περνάμε ζάχαρη γελώντας και μιλώντας για το πώς ξαφνικά ανταμώσαμε στη Βαρκελώνη χωρίς να το ξέρουμε εκ των προτέρων.
Αύριο ξημερώνει Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως κι εγώ θα ξεκινήσω μόνη όπως ήρθα το δρόμο της επιστροφής.
Φεύγω γεμάτη. Αλλοιωμένη την καλή αλλοίωση και χαρούμενη. Λίγο πιο έμπειρη, λίγο πιο ανοιχτή. Γεμάτη πίστη και ελπίδα πως η χάρη του Θεού όταν αγγίζει τον άνθρωπο, αυτός γεννά ομορφιά και καλοσύνη. Ναι, φεύγω λίγο πιο άνθρωπος και με έναν ακόμα φίλο στην καρδιά μου που ελπίζω πως μια μέρα θα συναντήσω εκεί πάνω στα ψηλά και θα έχουμε πολλά να πούμε για όλα αυτά που έφτιαξε εδώ και μ' άφησε να αγγίξω για να αποτυπωθούν βαθιά στο είναι μου...
No comments:
Post a Comment
Σχόλια