Πουρνό πουρνό στο μετρό. Πρώτη στάση η Passieg de Grechia που βγάζει στην μεγάλη λεωφόρο La Ramla και στην πλατεία Καταλονίας με τα περίφημα συντριβάνια. Ρωτώ και ξαναρωτώ προς τα πού βρίσκεται η παλιά πόλη. Κανείς δεν μπορεί να μου απαντήσει. Πολυόροφα εμπορικά, γνωστές πλέον ανά την υφήλιο εταιρείες, κτίρια ποικίλλης αρχιτεκτονικής από τον 18ο αι. ως τις μέρες μας.
Στο πεζοδρομημένο της τμήμα παγκάκια προς ξεκούραση των περαστικών, περίπτερα με σπάνια χειροποίητα ειδη πλανόδιων, από σκουφιά και κασκόλ μέχρι κοσμήματα, τσάντες και φωλιές πουλιών.
Ξαναρωτώ για την παλιά πόλη, μία κοπέλα ξέρει αγγλικά, αλλά δεν ξέρει πού είναι η παλιά πόλη, και μου απαντά: I don't know, but enjoy! Εντάξει, λοιπόν, έχει δίκιο, θα το διασκεδάσω. Είμαι μαζί της. Αρχίζω να περπατώ χωρίς προορισμό, χωρίς στόχο, χωρίς κατεύθυνση.
Βγαίνοντας από ένα βιβλιοπωλείο βλέπω πως ο συννεφιασμένος ουρανός άρχισε να ρίχνει τις πρώτες του ψιχάλες. Όχι, τώρα, του λέω. Περίμενε ντε, μέχρι την Κυριακή που θα φύγω. Θυμάμαι τη Λωξάνδρα της Ιορδανίδου που παρακαλούσε την Παναγία να μη βρέξει μέχρι να στεγνώσει η μπουγάδα της κι αν έβρεχε γεμάτη παράπονο σήκωνε τα μάτια στο εικόνισμα κι έλεγε: δηλαδή μεγάλο πράμα σε ζήτησα Παναία μου;
Ο ουρανός όμως μού κάνει το χατίρι. Το ψιλόβροχο σταματά και βγαίνει κι ένας ήλιος χάδι και χαρά! Περπατώ και δεν ξέρω πού να πρωτοκοιτάξω. Στα ανάγλυφα πλακάκια του πεζοδρομίου που εικονίζουν λουλούδια και γεωμετρικά σχήματα, στα πέτρινα ψηφιδωτά παγκάκια, στα σκαλιστά σιδερένια φανάρια που θα ανάψουν τη νύχτα και είναι κοσμήματα αρχιτεκτονικής, τους ανθρώπους κάθε φυλής, τα πανέμορφα κτίρια ή τα ιδιόρρυθμα εμπορικά;
Μπαίνω σ' ενα μικρό εμπορικό που έχει χιλιάδες στιβαγμένα μπλουζάκια κι ένα σωρό σουβενίρ της Ρεάλ Μαδρίτης και της Μπαρτσελώνα. Παίρνω πέντε μπλούζες για τα κορίτσια μου, γεμάτες χρώματα και παιδικές ζωγραφιές που από 26 ευρώ τις δίνει 6! Με εξυπηρετεί ένα καλότατο νεαρό παιδί που μιλά αρκετά καλά ελληνικά. Πάω να του κάνω και παζάρι η αθεόφοβη, αλλά αυτός τίποτα. Έχει πίσω του τον κέρβερο μαγαζάτορα. Παίρνω και μια μαύρη μπλούζα extra large που εικονίζει με μια μόνο άσπρη πινελιά έναν ταύρο. Γράφει με μικρά κόκκινα γράμματα, toro. Έτσι τον ονομάζουν τον ταύρο στα καταλονικά. Εντάξει; με ρωτά ο νεαρός. Ε, του λέω, με στεναχώρησες λίγο, αλλά είσαι πολύ καλό παιδί, οπότε δεν πειράζει. Δεν πειράζει, επαναλαμβάνει και με κοιτά με εκείνα τα πεντακάθαρα μάτια του, αγνά σα μικρού παιδιού. Γελάμε και φεύγω.
Σταματώ σ' ένα αρτοποιείο και παίρνω κάτι σαν πίτσα να φάω. Κάθομαι σ' ένα παγκάκι και απολαμβάνω τη μέρα και τους περαστικούς. Ωραία κεφάτα κορίτσια περνούν. Οι φωνές τους είναι μια γιορτή. Η γλώσσα τους ένα τραγούδι ηχηρό, εγκάρδιο, παθιασμένο. Δε χορταίνω να τα βλέπω και να τα ακούω.
Είναι παράξενο, αλλά κινούμαι με τόση άνεση σα να ζούσα χρόνια εδώ. Στην αρχή βάζω σημάδια σαν τον Κοντορεβυθούλη, μα γρήγορα νιώθω να μην έχω καμιά ανάγκη απ' αυτά. Περπατώ στους μεγάλους παράλληλους δρόμους, ώσπου φτάνει απόγευμα και κατευθύνομαι προς το μετρό, να πάω να ξεκουραστώ λίγο.
Μπροστά στην εισοδο βλέπω μια ουρά από μαθητές να περιμένουν. Σηκώνω το κεφάλι. Ε, δε μπορει, αυτό το κτίριο είναι του Γκαοουντί. Οι γραμμές του είναι μαλακές σα γυναικείες καμπύλες. Τα υλικά του εύπλαστα σαν σώμα. Τίποτα δεν προδίδει τα υλικά από τα οποία όλα τα υπόλοιπα κτίρια γύρω γύρω είναι χτισμένα. Είναι χαρακτηριστική η άρνηση της επανάληψης, οι κυματωειδείς γραμμές του, η πλαστικότητα που έχουμε συνηθίσει να συναντούμε μόνο σε αγάλματα. Ολοσδιόλου διάφορη η ιδιοσυγκρασία του κορυφαίου αρχιτέκτονα από την ανδρική, εν γένει, ιδιοσυγκρασία, κραυγάζει την μεγάλη της ευαισθησία και την τρυφερότητά της. Μοιάζει να παίζει με τις πλαστελίνες. Μετά την ωριαία μου ξεκούραση ξεκινούμε τη βόλτα με τον Κ.
Όταν φτάνουμε μπροστά στη Sagrada Familia μου λύνονται τα πόδια και δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια μου. Αυτό μου έχει συμβεί μόνο μπροστά στα ψηφιδωτά της Ραβένας και στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης. Σαραντατρία χρόνια την έφτιαχνε και τα τελευταία δεκαέξι της ζωής του ασχολούνταν αποκλειστικά μ' αυτήν. Τα δώδεκα τελευταία έμενε μέσα της σαν ερημίτης. Είχε γίνει το σπιτι και η πατρίδα του. Θυμάμαι το παπα-Φώτη. Σαράντα χρόνια έχτιζε τον Άγιο Λουκά με τα χεράκια του στα Πάμφυλα της Μυτιλήνης. Είναι παράξενο, αλλά αυτοί οι δύο ναοί έχουν μια μεγάλη συγγένεια μεταξύ τους. Όχι μόνον ως προς το ότι πουθενά τίποτα δεν επαναλαμβάνεται, ότι διακατέχονται οι δημιουργοί τους από την ίδια μεγάλη εσωτερική ελευθερία που σπάει όλες τις φόρμες δίνοντας απόλυτα την πραγματική αίσθηση του χειροποίητου έργου, αλλά και ως προς το αίσθημα που σου γεννούν. Το πρωί χτύπησε το κινητό μου.
Ο φίλος που με κάλεσε μού ανήγγειλε πως συγχωρέθηκε σήμερα ο παπα Φώτης, εκατοναετής γέρων πια. Ο Θεός να τον αναπαύσει τον γλυκύτατο καλογερόπαπα που χρόνια γυρνούσε το νησί του ξυπόλητος μ' ένα τρύπιο ράσο και καρδιά γεμάτη αγάπη και φως. Τα τελευταία χρόνια παράλυτο τον γηροκομούσαν στην Αθήνα. Τον Γκαουντί βγαίνοντας από την εκκλησία του αγίου Φιλίππου όπου πήγαινε περίπατο κάθε απόγευμα για να βοηθήσει τη ρευματοπάθειά του και να προσευχηθεί, τον πάτησε ένα τραμ και τον έσυρε για αρκετή απόσταση. Έπεσε αναίσθητος και κανένας ταξιτζής δεν σταμάτησε να πάρει τον κακοντυμένο τραυματία. Όταν αργότερα τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, τον αναγνώρισαν και του πρότειναν να τον πάνε σε καλύτερο θάλαμο. Εκείνος αρνήθηκε. Η θέση μου είναι πλάι στους φτωχούς, είπε. Οι ταξιτζηδες τιμωρήθηκαν αυστηρά, πέντε μέρες μετά ο Γκαουντί απεδήμησε προς Κύριον, χιλιάδες λαού τον συνόδευσαν σε ουρά ενός χιλιομέτρου. Παρόλο που ήδη είχε γίνει λαϊκός μύθος, ήταν ένας μύθος που απέχοντας απο την κοσμική ζωή, δεν γνώριζαν το πρόσωπό του.
Δεν μπορώ να εξηγήσω τη συγκίνηση που νιώθω μπροστά στην ακόμα ατελείωτη εκκλησία του όπου συνεχίζονται οι εργασίες της σύμφωνα με τα σχέδιά του. Το αρχιτεκτονικό της ύφος σα βέλος της πιο αγνής δημιουργίας με χτυπά κατάστηθα. Είναι ασύλληπτα ζεστό, τολμηρό όσο κι ένας μουσικός αυτοσχεδιασμός, αππροσδόκητα παραμυθένιο, παιχνιδιάρικο, θεϊκό. Είναι έργο βαθιά προσευχόμενου ανθρώπου.
Μοιάζει με τους πύργους από άμμο που όλοι κάποτε φτιάχναμε σαν παιδιά.
Πηγαίνουμε για φαγητό. Κάποια στιγμή παίρνουμε το κρασί μας για να κάνουμε ένα τσιγάρο στην έξοδο. Μας σταματά ο σερβιτόρος και μας λέει πως είναι Καταλονικός νόμος να μη βγαίνουμε με το κρασί έξω, πρέπει να το αφήσουμε γιατί αλλιώς κινδυνεύουμε να μας πιάσει η αστυνομία. Μας τονίζει πως στην υπόλοιπη χώρα είναι ίσως αλλιώς, αλλά εδώ είναι Καταλονία, έχει άλλους νόμους. Τελειώνω το θαυμάσιο ριζότο με μανιτάρια και σπαράγγια, ο Κ. με την χαρακτηριστική του υπομονή, τον ψημένο σολωμό που δεν του άρεσε καθόλου, και επιστρέφουμε στο ξενοδοχείο. Επιστρέφοντας το μεσημέρι ήδη είχα μεριμνήσει να αγοράσω ένα μπουκάλι κρασί. Μπορούμε λοιπόν να πιούμε και να κάνουμε ένα τσιγάρο στο δωμάτιο, χωρώντας και τους δικούς μας προσωπικούς νόμους κάπου μέσα σε μια μικρή παρένθεση των Καταλονικών, έτσι δεν έιναι;
Ευχαριστούμε για τη βόλτα! Ωραία ήταν!!!
ReplyDeleteReally enjoyed your anecdotal adventures in Barcelona. If you're still looking for the Old Town the general and rough boundaries are as follows: Cuitat Vella (The Old Town) comprises four main areas: El Raval, Barri Gotic, El Born, and La Barceloneta. The latter is an old fishing village which was built on the natural banks of the Mediterranean. Enjoy the rest of your visit. I'm sure you know that Catalonia considers itself somewhat separate from Spain. They have their own language, closer to French. In fact their history is very intermingled with the French expansion south and the Hapsburbgs.
ReplyDeleteNora
The Dancing Brush