Labels

Monday, March 8, 2010

Ασκήσεις εδάφους (άσκηση 26η: Σα βγεις στον πηγαιμό για Βαρκελώνη)


Θα καταμετρήσω μία μία τις στιγμές σαν τα λεπτά φύλλα της αραβικής πίτας, να φάμε όλοι στο κοινό τραπέζι του λόγου, κανείς να μη μείνει πεινασμένος. Στιγμές ψίχουλα για τα διαβατάρικα πουλιά και για μένα που με υπομονή, αλλά και πάθος ζύμωνα κάθε μέρα, να μη πάει τίποτα χαμένο, τίποτα να μην αφήσω στη λήσταρχο λήθη. Θα γράψω για το ταξίδι παρακάπτοντας τις δύο ασκήσεις που κανονικά προηγούνται και είναι χειρόγραφες στα χαρτιά μου, -αυτές μπορούν να περιμένουν λίγο. Το ταξίδι όμως είναι ακόμα ζωντανό, πάλλεται στην καρδιά μου και της δίνει μέχρι τώρα, μια μέρα μετά, ένα τέμπο σε ρυθμό, τι άλλο; φλαμέγκο! Μαέστρο, μουσική παρακαλώ!


Οι αρχικές οδηγίες ήταν γραμμένες από μπλε μαρκαδοράκι σ' ένα μακρόστενο υποκίτρινο χαρτί: Barcelona Princes Hotel in front of CCIB, Metro No 4, Forum Station.
Οι προφορικές: φτάνεις στο αεροδρόμιο του Μονάχου, έχεις περίπου δύο ώρες αναμονή κι από κει πετάς για Βαρκελώνη.

Στο αεροδρόμιο των Αθηνών κάνοντας check in ζητώ να μου τσεκάρουν για σιγουριά και την επομενη πτηση. Ρωτώ από ποιο Gate θα μετεπιβιβαστώ εκεί, και μου απαντούν: G 46. Το σημειώνω σ' ένα Α4, απ' αυτά που έχω μαζί μου για να γράφω και το επαναλαμβάνω δυο τρεις φορές μέσα μου σαν τα μωρά που τους στέλνει η μαμά τους για ψώνια: G 46, G46, G 46. Εντάξει, αρχιζω να το εμπεδώνω. Χαίρομαι που θα έχω δυο ολόκληρες ώρες σ' αυτό το υπέροχο αεροδρόμιο που γνωριζω ήδη αρκετά καλά. Μπαίνω στο αεροπλάνο της Lufthansa, κάθομαι στο παράθυρο όπως ακριβώς ζήτησα, δίπλα μου δυο κύριοι περίπου στην ηλικία μου. Ο παρακαθήμενος αδημονεί να έρθει το φαγητό. Ρίχνει ολοένα λοξές σεμνές ματιές, ξεφυσάει συγκρατημένα, είναι ένας άντρας που αν έχει φαγητό και καραρό πουκάμισο, μια απλή αλλά σίγουρη δουλειά, δεν έχει άλλες απαιτήσεις από τη ζωή, του είναι αρκετά για να είναι ευχαριστημένος.

Τα σύννεφα χιονισμένα απέραντα λιβάδια. Πηδώ απ' το παράθυρο και κάνω τούμπες, κυβίστηση, ανακυβίστηση, όπως ποτέ δεν κατάφερα να κάνω στα στρώματα γυμναστικής τόσα χρόνια μαθήτρια στα σχολεία. Όλο στράβωνε ο λαιμός μου, όλο χτυπούσε η ουρίτσα μου, ανεπίδεκτη.

Λίγο πριν κατεβούμε απ' το αεροπλάνο, κάπως με φωτίζει ο Θεός και ρωτώ τον φιλήσυχο πολίτη που έχει χορτάσει από το σάντουιτς που κατάπιε, αν στο Μόναχο έχουμε άλλη ώρα απ' την Ελλάδα. Ναι, μου απαντά, έχουμε μια ώρα διαφορά. Αυτή ήταν όλη κι όλη η συνομιλία μας, κι εγώ κοιτάζοντας το ρολόι, σκέφτομαι πως μ' αυτή τη διαφορά, μάλλον πρέπει σε λίγο να πάω προς επιβίβαση στο G 46. Μπαίνοντας στο αεροδρόμιο πέφτω πάνω σ' ένα desk της εν λόγω εταιρείας και μου επιβεβαιώνουν πως πρέπει να τρέξω γιατί ήδη έχει αρχίσει η επιβίβαση. Βρίσκομαι στο G 1, έχω άλλα σαράντα πέντε gate. Ένας μακρύς διάδρομος που το τέλος του δεν το διακρίνει το μάτι μου. Στο δεξί μου χέρι, στον άλλο διάδρομο, όλα τα εμπορικά, τα εστιατόρια, οι μπυραρίες, τα αρτοποιεία που λιγουρεύομαι, αλλά δεν έχω καθόλου χρόνο να επισκεφτώ. Πάω, πάω, πάω και όαση δε βλέπω. Κάπου κοντά στο νούμερο σαράντα βλέπω επιτέλους πως στο τέρμα του διαδρόμου είναι μαζεμένος κόσμος που ακόμα κάθεται και περιμένει. Ωραία! Κάνω λίγα βήματα πίσω και μπαίνω σ' ένα γυάλινο καπνοδωμάτιο, αυτά που ονομάζονται επισήμως smoking rooms, με καρέκλες και τραπέζια για τους θεριακλήδες. Δυο τζούρες προλαβαίνω, λοιπόν. Βγάζω το τσιγαράκι μου, και για να μην καθυστερήσω ζητώ από έναν νεαρό φωτιά. Καθώς τραβά την πρώτη του ρουφηξιά μου ανάβει το δικό μου και λέει στους φίλους του: Πο πο, ανάσταση ρε μαλάκα! Στρέφω την πλάτη γιατί με πιάνουν τα γέλια. Στα γονίδια του Έλληνα είναι εντυπωσιακές κάτι τέτοιες αρχαίες εγγραφές, που ό,τι και να κάνει, δε μπορεί να τις σβήσει με τίποτα. Η μεγαλύτερη χαρά μετά το δίωρο των παθών του καπνιστή μέσα σ' ένα αεροπλάνο που απαγορεύεται το κάπνισμα, πώς αλλιώς θα μπορούσε να περιγραφεί καλύτερα εκτός από τη λέξη: ανάσταση;

Η πτήση γεμάτη, αλλά τώρα η διπλανή μου καρέκλα άδεια. Επιτέλους θα κατσει ο άγγελός μου, που ήδη τον έχω ταλαιπωρήσει κι έχει ακόμα πολλή δουλειά μαζί μου. Στην προηγούμενη κοιμήθηκα, σ' αυτήν διαβάζω το άλλο βιβλίο του Μακριδάκη. Ρουφώ τις λέξεις του και αγαλλιάζει ο νους κι η ψυχή μου.

Φτάνοντας στη Βαρκελώνη ανοίγω το κινητό και λαμβάνω αμέσως το κάτωθι μήνυμα:
Παίρνεις λεωφ. προς τερμ.2 Από κει τρένο για την πόλη. Αλλάζεις στον κεντρικό σταθμό. Παίρνεις τη γραμμή 5 και πας στη στάση Verdaguer (το μετρό θέλει άλλο εισητήριο). Από κει παίρνεις τη γραμμή 4 και πας στη στάση Forum. Εννοείται πως ρωτάς παντού για σιγουριά!

Μένω κεραυνοβολημένη. Ποια η σχέση αυτού του μηνύματος με τις αρχικές οδηγίες; Απαντώ: Είσαι τρελός; Έλα να με πάρεις! 
Θα έβαζα στοίχημα μέχρι και εκατό ευρώ, αν κάποιος μπορούσε να μου αποδείξει πως το SMS που έλαβα ήταν σαφές, απευθυνόμενο σ' έναν άνθρωπο που δεν έχει ξαναπάει στη Βαρκελώνη, δεν μιλά Ισπανικά, δεν του απαντούν στα αγγγλικά που γνωρίζει και οι οδηγίες δεν είναι καν στα αγγλικά, αλλά στα ελληνικά που έτσι κι αλλιώς κανείς εδώ δε μιλάει. Εγώ το βάζω στοίχημα πάντως!

Συνεχίζω να προχωρώ σα να με σπρώχνει κάποιος. Δεν περιμένω να έρθει να με πάρει ο καθοδηγητής μου. Θα την βρούμε και πάλι την άκρη, πού θα πάει; Μισή ώρα μετά έρχεται η απάντηση στο μήνυμά μου: Είμαι στην τελετή έναρξης. Μόλις μπεις στο τελευταίο μετρό κάνε μου  μια αναπάντητη να σε περιμένω στην έξοδο. Όλα θα πάνε καλά! Αυτή λοιπόν είναι η ψυχραιμία που μετασχηματίζει έναν απλό άντρα σ' έναν μγάλο! Κι απ' την άλλη, η ψυχραιμία που σε αναγκάζει σε ενηλικίωση. Καιρός είναι να συμβεί και σε μένα...

Επιστρέφω στο προηγούμενο μήνυμα. Ποιο είναι το τελευταίο μετρό; Πού το λέει; Όταν μιλά για γραμμές εννοεί μετρό; Διαβάζω και ξαναδιαβάζω. Ούτε τα πλέον ερωτικά μηνύματα δεν έχω διαβάσει τόσες φορές όσες αυτό, προκειμένου να το αποκρυπτογραφήσω. Εξάλλου τα ερωτικά, προτιμά κανείς να μην τα αποσαφηνίζει, έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον έτσι. Μπροστά μου ένα ημικυκλικό γραφείο πληροφοριών. Το SMS πάντα ανοιχτό στο χέρι μου. Ρωτώ αν υπάρχει λεωφορείο για terminal 2. Η απάντηση του υπαλλήλου συναγωνίζεται σε σαφήνεια το μήνυμα. Αφού μου δείχνει με τα χέρια πώς θα κάνω μισό κύκλο για να βγω σ' έναν διάδρομο όπου υπάρχει μία σκάλα, μου λέει πως θα πάρω ένα λεωφορείο που έχει χρώμα πράσινο, λίγο πιο σκούρο από τη στολή του: great green, το κατονομάζει. Κοιτώ το λαχανί του σακάκι, σηκώνω τα φρύδια και πάω. Πάω, πάω, πάω, κατεβαίνω τη σκάλα, αέρας καθαρός, τσιγάρο, ολέ!

Μπλε λεωφορείο, όχι δεν είναι αυτό. Η ταμπέλα γράφει το νούμερο 1, νούμερο 2 πουθενά. Βρίσκω έναν ασπρομάλλη νέγρο οδοκαθαριστή με κίτρινο φωσφορούχο γιλέκο και τον ρωτώ στα αγγλικά. Με μεγάλη προθυμία μου απαντά στα ισπανικά που δεν καταλαβαίνω, αλλά σχεδόν με πείθει πως κάτι έρχεται εκεί που είμαι. Είναι ο πρώτος από όλους τους οδοκαθαριστές που θα αποτελέσουν οδηγούς μου στη συνέχεια. Έρχεται ένα λεωφορείο, ρωτώ τον οδηγό, μου απαντά στα ισπανικά επίσης, αλλά καταλαβαίνω την κατάφαση στο πρόσωπο, βλέπω εκ των υστέρων και το χρώμα του λεωφορείου που δεν είχα προσέξει, θυμάμαι την οδηγία: great green και μπαίνω. Για να συγκρίνεις δύο χρώματα πρέπει να τα έχεις δίπλα δίπλα, δε μπορείς να το κάνεις από μνήμης. Αλλά δεν έχω και άλλη επιλογή, ευτυχώς. Πώς θα καταλάβω πως φτάνω στον κεντρικό σταθμό, τον ρωτώ. Μοιάζει να μου απαντά, θα καταλάβεις. Και ξεκινά το λεωφορείο.

Πάει, πάει, πάει... Χαλάσματα, χωράφια, έρημος. Ούτε μπαίνοντας στη Βηρυτό δεν ήταν έτσι. Κάποια στιγμή όλοι κατεβαίνουν. Προφανώς έχω φτάσει. Από δω; ρωτώ τον οδηγό. Όχι, μου κάνει νόημα να ανέβω την αερογέφυρα. Ακολουθώ κάποιους προς την κατεύθυνση που μου έδειξε και μπαίνω σ' έναν τεράστιο χαοτικό σταθμό. Στη σειρά ατελείωτα κισέ με ταμεία, νούμερα, ουρές. Πάω να ρωτήσω σ' ένα κισέ, δε μου απαντούν, ζητούν το νούμερό μου. Φαίνεται πως αυτά αφορούν τρένα και όχι μετρό κι εγώ μάλλον θέλω μετρό. Ρωτώ τον επόμενο οδοκαθαριστή που δε μου ζητά νούμερο για να μου απαντήσει. Μου δείχνει να περπατήσω μέχρι το βάθος του διαδρόμου και να κατέβω μια σκάλα. Ωραία, η συννενόηση στα άπταιστα ισπανικά λειτουργεί μια χαρά. Κατεβαίνω, αλλά πρέπει να βγάλω εισητήριο. Στέκομαι έκθαμβη μπροστά στο μηχάνημα που δεν καταλαβαίνω τίποτα. Απευθύνομαι στον τρίτο οδοκαθαριστή. Έρχεται, του δίνω χρήματα και μου βγάζει το εισητήριο. Πάω να περάσω, το χτυπώ ξανά και ξανά, δεν περνάει με τίποτα. Τον ξαναρωτώ. Το παίρνει, το δίνει σ' έναν υπεύθυνο λέγοντάς του κάτι σαν, το καημένο το κορίτσι ας το βοηθήσουμε, κι αυτός μ' ένα σπλαχνικό βλέμμα με βάζει μέσα από άλλη είσοδο. Κοιτάζω τους πίνακες να βρω τη γραμμή 5, που ευτυχώς είναι στο ύψος μου. Μέχρι να καταλάβω, έρχεται ο τέταρτος οδοκαθαριστής, με ρωτά τι ψάχνω, του δείχνω τα πέντε μου δάχτυλα και με οδηγεί. Αυτός ήρθε μόνος του. Η συμπαθής τάξη των οδοκαθαριστών άρχισε να με νιώθει δικό της άνθρωπο. Με αναγνωρίζουν πλέον χωρίς να κοπιάζω. Έχω τέσσερις στάσεις για να πάρω τη γραμμή 4. Μετρώ με τα δάχτυλα. Είναι ίσως ό,τι πιο χρήσιμο έχουμε μάθει στο σχολείο. Κατεβαίνω, ο διάδρομος οδηγεί μόνος του στην 4, μετρώ πάλι τις στάσεις, αυτή τη φορά είναι 11, πρέπει να μετρήσω πολύ προσεχτικά, γιατί ως γνωστόν τα δάχτυλά μας είναι μόνον 10. Και όμως βλέπω κάποια στιγμή τη στάση Forum. Φυσικά δεν ονομάζεται ακριβώς έτσι. Το όνομα της στάσης ολόκληρο είναι El Maresme Forum. Γελάω. Σκέφτομαι πως ο αγαπημένος μου καθοδηγητής αδικείται ασχολούμενος με τη μουσική, θα έπρεπε να γίνει οδηγός τυφλών! Δεν θα έφταναν ποτέ στον προορισμό τους οι άνθρωποι. Αλλά πάλι, ποτέ δεν ξέρεις. Εγώ πώς έφτασα δηλαδή; Γιατί έφτασα! Και όμως έφτασα! Και με περιμένει χαμογελαστός χαμογελαστός στην έξοδο! 

Κάνω το σταυρό μου. Είναι αλήθεια πως το άγχος μου δεν ήταν τόσο σοβαρό όσο μπορεί κάποιος να νομίζει διαβάζοντάς με. Παλιότερα θα μου είχαν κοπεί τα πόδια. Τώρα όμως είχα μια βαθιά ησυχία μέσα μου και τα πόδια πήγαιναν μόνα τους.
Μπαίνουμε στο συνεδριακό κέντρο που είναι δίπλα στο ξενοδοχείο μας. Με το που μπαίνω άλλοι μου λένε τι ωραίο που είναι το καπέλο μου, άλλοι με βγάζουν φωτογραφίες. Κάποιο λάθος κάνετε κύριοι, εγώ δεν έχω καμία σχέση με το συνέδριο, για κάποια άλλη με περνάτε. Όχι, δεν εξηγώ τίποτα, μονάχα γελώ. Έφτασα στη Βαρκελώνη, τίποτα άλλα δεν έχει σημασία τώρα. Όταν τόσο πολυ θέλεις να πας κάπου, όλα αποκτούν μια άλλη βαρύτητα ή μάλλον μια άλλη ελαφράδα. Ο πόθος για τον προορισμό μειώνει ή εξαλείφει τις δυσκολίες. Κάπως έτσι θα έπρεπε να αντιλαμβάνομαι και τη ζωή, σκέφτομαι. Περαστικοί από δω, ο στόχος μας είναι αλλού, άλλη θα είναι η μόνιμη κατοικία μας. 

Είμαι στη Βαρκελώνη επιτέλους. Ποια Βαρκελώνη; Γιατί κάθε τι, είτε το γνωρίζουμε είτε όχι, το αναγνωρίζουμε μέσα μας σε αναφορά με κάτι. Τίποτα δεν είναι αυθύπαρκτο. Όλα, είναι σε σχέση με κάτι. Ποια είναι για μένα η Βαρκελώνη που διψώ; Μα, φυσικά η Βαρκελώνη του Gaudi! Του παιδικού μου φίλου!








1 comment:

  1. Καλώς μας ήρθες. Ελπίζω να τα πούμε από κοντά. Καλό βράδυ!!!!!!!

    ReplyDelete

Σχόλια