Το 1979 οι Ρώσοι εισέβαλαν στο Αφγανιστάν. Όταν έφυγαν η χώρα ήταν κατεστραμμένη. Η ερήμωση, ο εμφύλιος και το καθεστώς των Ταλιμπάν ανάγκασαν πολλούς αφγανούς να φύγουν. Το Ιράν φιλοξενεί περίπου 1.500.000 πρόσφυγες. Οι περισσότεροι νέοι έχουν γεννηθεί στο Ιράν.
Τον ιρανό Λατίφ τον εμπιστεύθηκε ο πατέρας του στον Μεμάρ που είναι ένας πονόψυχος Τούρκος, εργολάβος οικοδομών. Τον ανέλαβε και τον έχει σαν ψυχοπαίδι. Ο Λατίφ θα πάει στην αγορά να ψωνίσει τα απαραίτητα για τους εργάτες, φαγητό, πίτες και τσιγάρα δείχνοντας πάντα την ταυτότητά του.. Αυτός θα φροντίσει για την θέρμανσή τους στην οικοδομή, για το ζεστό τους τσάι μέσα στο καταχείμωνο.
Είναι ένα νεαρό όμορφο αγόρι που θέλει να κάνει συνέχεια πλάκα με όλους. Είναι οξύθυμος και συχνά αρπάζεται αν κάποιος εργάτης του πει μια κουβέντα παραπάνω. Δεν φαίνεται να παίρνει πολύ στα σοβαρά τις δυσκολίες της ζωής. Ο Μεμάρ του κρατά τους μισθούς και μόνο όταν ο Λατίφ επιμένει πολύ του δίνει λίγο χαρτζιλίκι γιατί φοβάται πως θα πάει να τα ξοδέψει αλόγιστα. Μα ο Λατίφ έχει κι ένα κρυφό πρόσωπο που δεν το αποκαλύπτει σε κανέναν. Όλα του τα χρήματα τα αποταμιεύει σ' ένα τσίγκινο κουτί και δεν ξοδεύει τίποτα για τον εαυτό του. Τη μια στιγμή πουλάει πνεύμα και γίνεται αντιπαθητικός, την άλλη χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση διευκολύνει αυτούς που δυσκολεύονται.
Επιστρέφοντας από τα ψώνια πέφτει πάνω στους εργάτες που ανεβάζουν τυλιγμένο σε μια κουβέρτα τον αφγανό γερο-Ναζάφ πάνω σ' ένα αυτοκίνητο να τον πάνε στο νοσοκομείο γιατί έπεσε από ψηλά και χτύπησε άσχημα.
Η δουλειά στην οικοδομή είναι σκληρή. Οι περισσότεροι εργάτες μεσήλικες ή ηλικιωμένοι και ανάμεσα στους Ιρανούς και τους Τούρκους υπάρχουν και εργάτες Αφγανοί που δουλεύουν παράνομα παίρνοντας χαμηλότερα ημερομίσθια από όλους τους άλλους, αλλά δεν είναι πολλοί αυτοί που θα ριψοκινδύνευαν να τους έχουν στην δουλειά τους σαν τον Μεμάρ και αυτό το γνωρίζουν. Ο Μεμάρ προσπαθεί όσο μπορεί να τους εξασφαλίζει τα βασικά, ενώ οι Ιρανοί συχνά του παραπονιούνται και ζητούν εις βάρος των Αφγανών περισσότερα χρήματα.
Ο Αφγανός φίλος του Ναζάφ που έχει χτυπήσει και παραμένει στο σπίτι του ανήμπορος, φέρνει στην δουλειά τον γιο του άρρωστου, προκειμένου να εξασφαλιστεί ένα μεροκάματο για την πολυμελή οικογένεια του φίλου του. Το παιδί είναι νεαρό και αδύναμο, αλλά ο Μεμάρ τελικά δέχεται να το πάρει να κουβαλάει σακιά τσιμέντα.
Τελειώνει αισίως η πρώτη μέρα. Οι εργάτες μπαίνουν στη σειρά να πληρωθούν το μεροκάματο και το παιδί αρχίζει να πηγαίνει τα πρώτα του χρήματα στο σπίτι.
Ο Λατίφ είναι ο μόνος που κάνει ελαφριές δουλειές. Στην οικοδομή η βασική του μέριμνα είναι να φτιάχνει το τσάι για τους εργάτες. Μπορεί κάποιοι να γκρινιάζουν πως το τσάι είναι νερωμένο, αλλά όλοι γνωρίζουν πως είναι προστατευόμενος του αφεντικού.
Την δεύτερη μέρα ο γιος του Ναζάφ αρχίζει να κουβαλά σάκους με ασβέστη και τσιμέντο. Είναι ολοφάνερο πως δυσκολεύεται πολύ. Ο Λατίφ τον βοηθά και του τα φορτώνει στην πλάτη. Ανεβαίνοντας τις σκάλες της οικοδομής μ' ένα σακί ασβέστη, λυγίζει από το μεγάλο βάρος και το σακί πέφτει από ψηλά πάνω σ' έναν εργάτη που ξεσπάει σε φωνές. Γίνεται μεγάλη φασαρία, πολλοί λένε στον Μεμάρ πως ο μικρός δεν κάνει γι' αυτήν την δουλειά και ο Μεμάρ ετοιμάζεται να τον διώξει. Δεν του πάει όμως η καρδιά να αφήσει πεινασμένη την οικογένεια του χτυπημένου Ναζάφ και προτείνει στον μικρό να φτιάχνει εκείνος το τσάι και να πηγαίνει να ψωνίζει στην αγορά τα τρόφιμα. Την θέση του στην δυλειά θα την πάρει ο προστατευόμενος Λατίφ.
Καθώς πηγαίνουν στην αγορά για να του δείξει τα κατατόπια, ο Λατίφ φανερά πολύ θυμωμένος αστράφτει ένα χαστούκι στον μικρό και είναι έτοιμος να τον χτυπήσει ακόμα παραπάνω, αλλά αυτός αρπάζει μια πέτρα να τον χτυπήσει κι έτσι σταματάει η φιλονικία. Δεν σταματά όμως και ο θυμός που έχει μέσα του ο Λατίφ.
Μαπίνει κάποια στιγμή μέσα στο μαγέρικο της οικοδομής και τα σπάει όλα. Όταν επιστρέφει ο μικρός τα χάνει με όλη αυτή την καταστροφή, αλλά δεν λέει σε κανέναν τίποτα. Μαζεύει τα σπασμένα και τα πετάει.
Αρχίζει από την αρχή να τα φτιάχνει όλα με περισσή φροντίδα. Τακτοποιεί τα τρόφιμα, σπατουλάρει τους τοίχους, αλλάζει τις κουρτίνες, καθαρίζει και συμμαζεύει τα πάντα.
Φροντίζει με ξεχωριστή αγάπη τον χώρο και εκτός από τα αναγκαία και απαραίτητα ενδιαφέρεται και γι' αυτό το κάτι παραπάνω που κάνει την σκληρή ζωή λίγο πιο τρυφερή και παρηγορητική.
Ο Λατίφ όμως είναι ακόμα πολύ θυμωμένος. Το μένος του δεν έχει ξεθυμάνει. Ανά πάσα στιγμή ψάχνει ευκαιρία να εκτονώσει τον θυμό του. Πετάει το τσάι που του προσφέρει την ώρα της δουλειάς ο μικρός. Δεν κάθεται μαζί με όλους τους άλλους εργάτες στο κοινό τραπέζει. Δεν επιτρέπει να του πλύνει τα ρούχα όπως κάνει για τους άλλους. Παραφυλάει την ώρα που σχολάνει και καθώς περνάνε κάτω από έναν εξώστη της οικοδομής πετάει πάνω στα κεφάλια του μικρού και του φίλου του πατέρα του, μια λεκάνη ασβέστη. Αυτοί συνεχίζουν τον δρόμο τους χωρίς να πουν λέξη.
Το μέρος όπου φορτώνεται τώρα στην πλάτη τα σακιά ο Λατίφ είναι ακριβώς απέναντι από το μαγέρικο. Φυσάει και η κουρτίνα της εισόδου κυματίζει. Κάτι ασυνήθιστο πιάνει το μάτι του και πλησιάζει να δει καλύτερα. Ο μικρός πίσω από έναν αυτοσχέδιο καθρέφτη χτενίζει τα μακριά του μαλλιά. Ο μικρός δεν είναι, λοιπόν, αγόρι, είναι μια νεαρή όμορφη κοπέλα.
Ο Λατίφ συγκλονίζεται. Συνειδητοποιεί τι έχει κάνει μέχρι εκείνη την στιγμή στο κορίτσι και την μεγάλη ανάγκη που οδήγησε αυτό το πλάσμα να ντυθεί ρούχα ανδρικά για να δουλέψει. Το μίσος του μεταστρέφεται σε έρωτα μέσα σε ελάχιστο χρόνο.
Τώρα πια παρακολουθεί κάθε κίνηση του κοριτσιού όχι για να της δημιουργήσει πρόβλημα, αλλά για να την υπερασπίσει, να την προστατέψει, να την διευκολύνει. Μαλώνει με τους εργάτες που θα της κακομιλήσουν. Δεν διστάζει να πλακωθεί στο ξύλο μαζί τους για χάρη της. Στην ίδια δεν απευθύνεται ποτέ. Αρχίζει και φροντίζει για πρώτη φορά τον εαυτό του.
Οι άλλοι τις νύχτες γλεντούν, μα ο Λατίφ σκέφτεται την αγαπημένη του. Όλη του η έννοια πια είναι για κείνην.
Αλλά κι η δική της έννοια για κείνον. Του αφήνει το τσάι εκεί που πρόκειται να το βρει, χωρίς να τολμά να του το προσφέρει χέρι με χέρι.
Την πρώτη φορά που ήρθαν στην οικοδομή οι επιθεωρητές έπεσε εγκαίρως σύρμα. Οι Αφγανοί κρύφτηκαν και δεν πιάστηκε κανείς. Έβαλαν στον Μεμάρ να υπογράψει ένα χαρτί πως γνωρίζει όλες τις συνέπειες του νόμου σε περίπτωση που θα απασχολήσει παράνομα Αφγανούς εργάτες. Ο Μεμάρ διαψεύδει πως ο χτυπημένος εργάτης ήταν Αφγανός, πράγμα που έγινε γνωστό στους επιθεωρητές. Τους λέει πως ήταν Τούρκος και πως γύρισε στο χωριό του. Την δεύτερη φορά, όμως, ο ι επιθεωρητές πέφτουν επάνω στο κορίτσι που γυρίζει φορτωμένο πίτες για τους εργάτες. Παρατάει τις πίτες και αρχίζει να τρέχει για να γλιτώσει την σύλληψη. Την κυνηγούν.
Από τον ίδιο εκείνον εξώστη που της είχε πετάξει τον ασβέστη, ο Λατίφ βλέπει τι γίνεται, κατεβαίνει τρέχοντας και παίρνει από πίσω τους επιθεωρητές. Τους προλαβαίνει, τους χτυπά, φωνάζει στο κορίτσι να φύγει κι έτσι το σώζει. Τον πηγαίνουν στο τμήμα, αναγκάζεται ο Μεμάρ να πληρώσει πρόστιμο για να τον βγάλει έξω και του βάζει τις φωνές που το έπαιξε ήρωας. Του είναι ακατανόητη η στάση του, μα ο Λατίφ δεν μιλά και δεν εξηγεί τίποτα.
Μετά απ' αυτό το περιστατικό ο Μεμάρ αναγκάζεται να απολύσει όλους τους Αφγανούς εργάτες. Φεύγουν όλοι, φεύγει και το κορίτσι. Ο Λατίφ μαθαίνει πού είναι το χωριό που κατοικούν και προφασίζεται στον Μεμάρ πως αρρώστησε η αδερφή του και πρέπει να πάει να την επισκεφτεί, ώστε να μπορέσει να λείψει δυο τρεις μέρες από τη δουλειά. Στο μπαλκόνι της οικοδομής που η κοπέλα τάιζε τα περιστέρια με ψίχουλα, τώρα κάθεται ο Λατίφ και τα ταΪζει. Εκεί βρίσκει το κοκαλάκι που έπιανε τα μαλλιά της με μια τρίχα πιασμένη στην άκρη του. Πηγαίνει να την βρει.
Μέσα σε μια μεγάλη εξωτερική αυλή πολλές γυναίκες μαγειρεύουν, ανάμεσά τους και το κορίτσι που θα τον δει αλλά δεν θα τον πλησιάσει. Εκείνος δεν καταφέρνει να την εντοπίσει και φεύγει. Από το λεωφορείο βλέπει πάνω στην καρότσα ενός αυτοκινήτου τον φίλο του πατέρα της. Κατεβαίνει, τρέχει, σκαρφαλώνει στο αμάξι πυ τρέχει και μαθαίνει πού δουλεύει τώρα η κοπέλα. Ξαναγυρνά να την ψάξει.
Σε μια γωνιά του δρόμου ένας κουτσός τσαγκάρης ζει μόνος του. Ο Λατίφ του δίνει τα τρύπια του παπούτσια κι εκείνος του τα ράβει. Εκπλήσσεται που αυτός ο άνθρωπος ζει ολομόναχος χωρίς κανέναν στον κόσμο και είναι τόσο απλός και ευχαριστημένος, χωρίς κανένα παράπονο από την ζωή.
Προτού κοιμηθεί στο φτωχικό ξενοδοχείο που θα περάσει την νύχτα του, θα ποτίσει μια μικρή γλάστρα που στέκεται εκεί στο περβάζι του παραθύρου που πλάι της ξαπλώνει το κοκαλάκι.
Την επόμενη μέρα πηγαίνει στο μέρος όπου δουλεύει το κορίτσι. Πολλές γυναίκες μέσα σ' ένα ποτάμι το αδειάζουν από τις κοτρώνες του και τις πετούν στην όχθη. Κάποια στιγμή η κοπέλα χάνει την ισορροπία της, πέφτει και χτυπά.
Κρυμμένος ο Λατίφ βλέπει τη σκηνή και δακρύζει. Γονατίζει. Πρέπει να βρει έναν τρόπο να την βοηθήσει. Να εξοικονομήσει χρήματα για την οικογένειά της. Επιστρέφει στην οικοδομή και ζητά από τον Μεμάρ όλα του τα χρήματα, λέγοντας ψέμματα πως η αδερφή του πεθαίνει. Μετά από μεγάλη πίεση ο Μεμάρ του τα δίνει.
Βρίσκει αμέσως τον φίλο του πατέρα της και του τα δίνει να τα παραδώσει αυτός στην οικογένεια, χωρίς να πει από ποιον είναι. Μόλις εκείνος τα δώσει στον Ναζάφ, θα βρεθούν έξω από τον ναό να επιβεβαιώσουν πως όλα είναι εντάξει. Είναι οι μισθοί ενός χρόνου. Για να τους πάρει υπόσχεται πως θα δουλεύει για τους επόμενους τρεις μήνες αμισθί.
Η συνάντηση όμως αυτή ποτέ δεν θα γίνει. Ο φίλος του άρρωστου Ναζάφ θα στείλει τον τσαγκάρη για να δώσει ένα σημείωμα στον Λατίφ που γράφει πως μια μέρα θα του τα επιστρέψει όλα και να του πει πως έφυγε για το Αφγανιστάν με όλα τα λεφτά, να πάει στην άρρωστη γυναίκα του.
Γυρίζει πίσω στην οικοδομή ο Λατίφ. Αδειάζει όλες του τις οικονομίες από το τενεκεδένιο κουτί και πηγαίνει και αγοράζει ένα ζευγάρι πατερίτσες για τον κουτσό τσαγκάρη που είχε μόνο μία και δυσκολευόταν πολύ να μετακινηθεί μόνος του. Μπαίνει αθόρυβα στο σπιτι του. Τον ακούει που κλαίει γιατί ο αδερφός του σκοτώθηκε. Αθέατος αφήνει σε μια γωνιά τις πατερίτσες και φεύγει.
Ξαναπηγαίνει στο ποτάμι και πάλι από μακριά βλέπει την αγαπημένη του να δουλεύει σκληρά. Θα πουλήσει το τελευταίο πράγμα που έχει και το πλέον πολύτιμο, για να μαζέψει και πάλι χρήματα.
Κατεβαίνει στην αγορά και πάει σ' έναν έμπορο να πουλήσει την ταυτότητά του. Είναι ένας έντιμος άνθρωπος που θα τον καλοπληρώσει αφού διαπιστώσει το γνήσιο της ταυτότητας. Θα την πουλήσει πολύ ακριβά σε κάποιον που θα θέλει να περάσει τα σύνορα, δεδομένου ότι όλες τις ταυτότητες των Αφγανών τις κρατά η αστυνομία.
Αυτή τη φορά θα πάει ο ίδιος στο σπίτι της κοπέλας να δώσει τα χρήματα.
Δεν θα αφήσει κανέναν υπαινιγμό πως είναι δικά του τα λεφτά. Θα πει ψέμματα πως τα στέλνει ο Μεμάρ, γιατί είχε πάει ο Ναζάφ να του ζητήσει δανεικά κι εκείνος δεν είχε να του δώσει. Άρα, μπορεί τώρα να υποστηρίξει πως τα στέλνει τελικά ο Μεμάρ και για να μην νιώσει υποχρεωμένος ο Ναζάφ, του λέει πως είναι λεφτά που του τα όφειλε το αφεντικό για τον καιρό που ήταν άρρωστος και δεν δούλευε και θα έπρεπε μάλιστα να του κάνει και μήνυση για να πάρει περισσότερα.
Ο Ναζάφ τον ευχαριστεί και του ανακοινώνει πως τώρα πιο εύκολα μπορούν να φύγουν την επόμενη μέρα για το αφγανιστάν. Ο Λατίφ μένει εμβρόντητος. Δεν φανταζόταν πως η αγαπημένη του θα φύγει για τόσο μακριά.
Είναι μια στέρνα με τρία λουλούδια. Τα δυο σε γλάστρες, το τρίτο ο Λατίφ. Θα ρίξει λίγο νερό στο ωραίο του πρόσωπο και θα πάρει την επόμενη απόφαση.
Τα χαράματα θα πάει να βοηθήσει την οικογένεια, να κουβαλήσει τα βαριά πράγματα για να φορτωθούν στο φορτηγό. Εκεί που κουβαλά η κοπέλα τα φρούτα της πέφτουν απ' τα χέρια. Σκύβει και την βοηθάει.
Είναι η πρώτη φορά που τα βλέμματά τους σταματούν το ένα πάνω στο άλλο για μια στιγμή. Μια στιγμή αρκετή για να δοθεί σιωπηλά η υπόσχεση της αιώνιας αγάπης.
Η πούργκα θα πέσει μα τα μάτια θα μείνουν καρφωμένα στον αγαπημένο.
Λίγο πριν ανέβει στο φορτηγό το παπούτσι της θα κολλήσει στις λάσπες.
Γυρνώντας να το πάρει θα τον βρει σκυμμένο να το καθαρίζει, έτοιμος να της το περάσει στο πόδι αρραβώνα.
Το κόκκινο φορτηγό χάνεται στο βάθος του δρόμου. Αρχίζει η βροχή. Το άδειο αποτύπωμα του παπουτσιού γεμίζει νερό από τον ουρανό σταλμένο.
Και ο Λατίφ χαμογελά. Είναι ευτυχισμένος. Της τα χάρισε όλα.Ελαφρύς σαν άγγελος θα συνεχίσει την ζωή του.
Είναι ένα νεαρό όμορφο αγόρι που θέλει να κάνει συνέχεια πλάκα με όλους. Είναι οξύθυμος και συχνά αρπάζεται αν κάποιος εργάτης του πει μια κουβέντα παραπάνω. Δεν φαίνεται να παίρνει πολύ στα σοβαρά τις δυσκολίες της ζωής. Ο Μεμάρ του κρατά τους μισθούς και μόνο όταν ο Λατίφ επιμένει πολύ του δίνει λίγο χαρτζιλίκι γιατί φοβάται πως θα πάει να τα ξοδέψει αλόγιστα. Μα ο Λατίφ έχει κι ένα κρυφό πρόσωπο που δεν το αποκαλύπτει σε κανέναν. Όλα του τα χρήματα τα αποταμιεύει σ' ένα τσίγκινο κουτί και δεν ξοδεύει τίποτα για τον εαυτό του. Τη μια στιγμή πουλάει πνεύμα και γίνεται αντιπαθητικός, την άλλη χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση διευκολύνει αυτούς που δυσκολεύονται.
Επιστρέφοντας από τα ψώνια πέφτει πάνω στους εργάτες που ανεβάζουν τυλιγμένο σε μια κουβέρτα τον αφγανό γερο-Ναζάφ πάνω σ' ένα αυτοκίνητο να τον πάνε στο νοσοκομείο γιατί έπεσε από ψηλά και χτύπησε άσχημα.
Η δουλειά στην οικοδομή είναι σκληρή. Οι περισσότεροι εργάτες μεσήλικες ή ηλικιωμένοι και ανάμεσα στους Ιρανούς και τους Τούρκους υπάρχουν και εργάτες Αφγανοί που δουλεύουν παράνομα παίρνοντας χαμηλότερα ημερομίσθια από όλους τους άλλους, αλλά δεν είναι πολλοί αυτοί που θα ριψοκινδύνευαν να τους έχουν στην δουλειά τους σαν τον Μεμάρ και αυτό το γνωρίζουν. Ο Μεμάρ προσπαθεί όσο μπορεί να τους εξασφαλίζει τα βασικά, ενώ οι Ιρανοί συχνά του παραπονιούνται και ζητούν εις βάρος των Αφγανών περισσότερα χρήματα.
Ο Αφγανός φίλος του Ναζάφ που έχει χτυπήσει και παραμένει στο σπίτι του ανήμπορος, φέρνει στην δουλειά τον γιο του άρρωστου, προκειμένου να εξασφαλιστεί ένα μεροκάματο για την πολυμελή οικογένεια του φίλου του. Το παιδί είναι νεαρό και αδύναμο, αλλά ο Μεμάρ τελικά δέχεται να το πάρει να κουβαλάει σακιά τσιμέντα.
Τελειώνει αισίως η πρώτη μέρα. Οι εργάτες μπαίνουν στη σειρά να πληρωθούν το μεροκάματο και το παιδί αρχίζει να πηγαίνει τα πρώτα του χρήματα στο σπίτι.
Ο Λατίφ είναι ο μόνος που κάνει ελαφριές δουλειές. Στην οικοδομή η βασική του μέριμνα είναι να φτιάχνει το τσάι για τους εργάτες. Μπορεί κάποιοι να γκρινιάζουν πως το τσάι είναι νερωμένο, αλλά όλοι γνωρίζουν πως είναι προστατευόμενος του αφεντικού.
Την δεύτερη μέρα ο γιος του Ναζάφ αρχίζει να κουβαλά σάκους με ασβέστη και τσιμέντο. Είναι ολοφάνερο πως δυσκολεύεται πολύ. Ο Λατίφ τον βοηθά και του τα φορτώνει στην πλάτη. Ανεβαίνοντας τις σκάλες της οικοδομής μ' ένα σακί ασβέστη, λυγίζει από το μεγάλο βάρος και το σακί πέφτει από ψηλά πάνω σ' έναν εργάτη που ξεσπάει σε φωνές. Γίνεται μεγάλη φασαρία, πολλοί λένε στον Μεμάρ πως ο μικρός δεν κάνει γι' αυτήν την δουλειά και ο Μεμάρ ετοιμάζεται να τον διώξει. Δεν του πάει όμως η καρδιά να αφήσει πεινασμένη την οικογένεια του χτυπημένου Ναζάφ και προτείνει στον μικρό να φτιάχνει εκείνος το τσάι και να πηγαίνει να ψωνίζει στην αγορά τα τρόφιμα. Την θέση του στην δυλειά θα την πάρει ο προστατευόμενος Λατίφ.
Καθώς πηγαίνουν στην αγορά για να του δείξει τα κατατόπια, ο Λατίφ φανερά πολύ θυμωμένος αστράφτει ένα χαστούκι στον μικρό και είναι έτοιμος να τον χτυπήσει ακόμα παραπάνω, αλλά αυτός αρπάζει μια πέτρα να τον χτυπήσει κι έτσι σταματάει η φιλονικία. Δεν σταματά όμως και ο θυμός που έχει μέσα του ο Λατίφ.
Μαπίνει κάποια στιγμή μέσα στο μαγέρικο της οικοδομής και τα σπάει όλα. Όταν επιστρέφει ο μικρός τα χάνει με όλη αυτή την καταστροφή, αλλά δεν λέει σε κανέναν τίποτα. Μαζεύει τα σπασμένα και τα πετάει.
Αρχίζει από την αρχή να τα φτιάχνει όλα με περισσή φροντίδα. Τακτοποιεί τα τρόφιμα, σπατουλάρει τους τοίχους, αλλάζει τις κουρτίνες, καθαρίζει και συμμαζεύει τα πάντα.
Φροντίζει με ξεχωριστή αγάπη τον χώρο και εκτός από τα αναγκαία και απαραίτητα ενδιαφέρεται και γι' αυτό το κάτι παραπάνω που κάνει την σκληρή ζωή λίγο πιο τρυφερή και παρηγορητική.
Ο Λατίφ όμως είναι ακόμα πολύ θυμωμένος. Το μένος του δεν έχει ξεθυμάνει. Ανά πάσα στιγμή ψάχνει ευκαιρία να εκτονώσει τον θυμό του. Πετάει το τσάι που του προσφέρει την ώρα της δουλειάς ο μικρός. Δεν κάθεται μαζί με όλους τους άλλους εργάτες στο κοινό τραπέζει. Δεν επιτρέπει να του πλύνει τα ρούχα όπως κάνει για τους άλλους. Παραφυλάει την ώρα που σχολάνει και καθώς περνάνε κάτω από έναν εξώστη της οικοδομής πετάει πάνω στα κεφάλια του μικρού και του φίλου του πατέρα του, μια λεκάνη ασβέστη. Αυτοί συνεχίζουν τον δρόμο τους χωρίς να πουν λέξη.
Το μέρος όπου φορτώνεται τώρα στην πλάτη τα σακιά ο Λατίφ είναι ακριβώς απέναντι από το μαγέρικο. Φυσάει και η κουρτίνα της εισόδου κυματίζει. Κάτι ασυνήθιστο πιάνει το μάτι του και πλησιάζει να δει καλύτερα. Ο μικρός πίσω από έναν αυτοσχέδιο καθρέφτη χτενίζει τα μακριά του μαλλιά. Ο μικρός δεν είναι, λοιπόν, αγόρι, είναι μια νεαρή όμορφη κοπέλα.
Ο Λατίφ συγκλονίζεται. Συνειδητοποιεί τι έχει κάνει μέχρι εκείνη την στιγμή στο κορίτσι και την μεγάλη ανάγκη που οδήγησε αυτό το πλάσμα να ντυθεί ρούχα ανδρικά για να δουλέψει. Το μίσος του μεταστρέφεται σε έρωτα μέσα σε ελάχιστο χρόνο.
Τώρα πια παρακολουθεί κάθε κίνηση του κοριτσιού όχι για να της δημιουργήσει πρόβλημα, αλλά για να την υπερασπίσει, να την προστατέψει, να την διευκολύνει. Μαλώνει με τους εργάτες που θα της κακομιλήσουν. Δεν διστάζει να πλακωθεί στο ξύλο μαζί τους για χάρη της. Στην ίδια δεν απευθύνεται ποτέ. Αρχίζει και φροντίζει για πρώτη φορά τον εαυτό του.
Οι άλλοι τις νύχτες γλεντούν, μα ο Λατίφ σκέφτεται την αγαπημένη του. Όλη του η έννοια πια είναι για κείνην.
Αλλά κι η δική της έννοια για κείνον. Του αφήνει το τσάι εκεί που πρόκειται να το βρει, χωρίς να τολμά να του το προσφέρει χέρι με χέρι.
Την πρώτη φορά που ήρθαν στην οικοδομή οι επιθεωρητές έπεσε εγκαίρως σύρμα. Οι Αφγανοί κρύφτηκαν και δεν πιάστηκε κανείς. Έβαλαν στον Μεμάρ να υπογράψει ένα χαρτί πως γνωρίζει όλες τις συνέπειες του νόμου σε περίπτωση που θα απασχολήσει παράνομα Αφγανούς εργάτες. Ο Μεμάρ διαψεύδει πως ο χτυπημένος εργάτης ήταν Αφγανός, πράγμα που έγινε γνωστό στους επιθεωρητές. Τους λέει πως ήταν Τούρκος και πως γύρισε στο χωριό του. Την δεύτερη φορά, όμως, ο ι επιθεωρητές πέφτουν επάνω στο κορίτσι που γυρίζει φορτωμένο πίτες για τους εργάτες. Παρατάει τις πίτες και αρχίζει να τρέχει για να γλιτώσει την σύλληψη. Την κυνηγούν.
Από τον ίδιο εκείνον εξώστη που της είχε πετάξει τον ασβέστη, ο Λατίφ βλέπει τι γίνεται, κατεβαίνει τρέχοντας και παίρνει από πίσω τους επιθεωρητές. Τους προλαβαίνει, τους χτυπά, φωνάζει στο κορίτσι να φύγει κι έτσι το σώζει. Τον πηγαίνουν στο τμήμα, αναγκάζεται ο Μεμάρ να πληρώσει πρόστιμο για να τον βγάλει έξω και του βάζει τις φωνές που το έπαιξε ήρωας. Του είναι ακατανόητη η στάση του, μα ο Λατίφ δεν μιλά και δεν εξηγεί τίποτα.
Μετά απ' αυτό το περιστατικό ο Μεμάρ αναγκάζεται να απολύσει όλους τους Αφγανούς εργάτες. Φεύγουν όλοι, φεύγει και το κορίτσι. Ο Λατίφ μαθαίνει πού είναι το χωριό που κατοικούν και προφασίζεται στον Μεμάρ πως αρρώστησε η αδερφή του και πρέπει να πάει να την επισκεφτεί, ώστε να μπορέσει να λείψει δυο τρεις μέρες από τη δουλειά. Στο μπαλκόνι της οικοδομής που η κοπέλα τάιζε τα περιστέρια με ψίχουλα, τώρα κάθεται ο Λατίφ και τα ταΪζει. Εκεί βρίσκει το κοκαλάκι που έπιανε τα μαλλιά της με μια τρίχα πιασμένη στην άκρη του. Πηγαίνει να την βρει.
Μέσα σε μια μεγάλη εξωτερική αυλή πολλές γυναίκες μαγειρεύουν, ανάμεσά τους και το κορίτσι που θα τον δει αλλά δεν θα τον πλησιάσει. Εκείνος δεν καταφέρνει να την εντοπίσει και φεύγει. Από το λεωφορείο βλέπει πάνω στην καρότσα ενός αυτοκινήτου τον φίλο του πατέρα της. Κατεβαίνει, τρέχει, σκαρφαλώνει στο αμάξι πυ τρέχει και μαθαίνει πού δουλεύει τώρα η κοπέλα. Ξαναγυρνά να την ψάξει.
Σε μια γωνιά του δρόμου ένας κουτσός τσαγκάρης ζει μόνος του. Ο Λατίφ του δίνει τα τρύπια του παπούτσια κι εκείνος του τα ράβει. Εκπλήσσεται που αυτός ο άνθρωπος ζει ολομόναχος χωρίς κανέναν στον κόσμο και είναι τόσο απλός και ευχαριστημένος, χωρίς κανένα παράπονο από την ζωή.
Προτού κοιμηθεί στο φτωχικό ξενοδοχείο που θα περάσει την νύχτα του, θα ποτίσει μια μικρή γλάστρα που στέκεται εκεί στο περβάζι του παραθύρου που πλάι της ξαπλώνει το κοκαλάκι.
Την επόμενη μέρα πηγαίνει στο μέρος όπου δουλεύει το κορίτσι. Πολλές γυναίκες μέσα σ' ένα ποτάμι το αδειάζουν από τις κοτρώνες του και τις πετούν στην όχθη. Κάποια στιγμή η κοπέλα χάνει την ισορροπία της, πέφτει και χτυπά.
Κρυμμένος ο Λατίφ βλέπει τη σκηνή και δακρύζει. Γονατίζει. Πρέπει να βρει έναν τρόπο να την βοηθήσει. Να εξοικονομήσει χρήματα για την οικογένειά της. Επιστρέφει στην οικοδομή και ζητά από τον Μεμάρ όλα του τα χρήματα, λέγοντας ψέμματα πως η αδερφή του πεθαίνει. Μετά από μεγάλη πίεση ο Μεμάρ του τα δίνει.
Βρίσκει αμέσως τον φίλο του πατέρα της και του τα δίνει να τα παραδώσει αυτός στην οικογένεια, χωρίς να πει από ποιον είναι. Μόλις εκείνος τα δώσει στον Ναζάφ, θα βρεθούν έξω από τον ναό να επιβεβαιώσουν πως όλα είναι εντάξει. Είναι οι μισθοί ενός χρόνου. Για να τους πάρει υπόσχεται πως θα δουλεύει για τους επόμενους τρεις μήνες αμισθί.
Η συνάντηση όμως αυτή ποτέ δεν θα γίνει. Ο φίλος του άρρωστου Ναζάφ θα στείλει τον τσαγκάρη για να δώσει ένα σημείωμα στον Λατίφ που γράφει πως μια μέρα θα του τα επιστρέψει όλα και να του πει πως έφυγε για το Αφγανιστάν με όλα τα λεφτά, να πάει στην άρρωστη γυναίκα του.
Γυρίζει πίσω στην οικοδομή ο Λατίφ. Αδειάζει όλες του τις οικονομίες από το τενεκεδένιο κουτί και πηγαίνει και αγοράζει ένα ζευγάρι πατερίτσες για τον κουτσό τσαγκάρη που είχε μόνο μία και δυσκολευόταν πολύ να μετακινηθεί μόνος του. Μπαίνει αθόρυβα στο σπιτι του. Τον ακούει που κλαίει γιατί ο αδερφός του σκοτώθηκε. Αθέατος αφήνει σε μια γωνιά τις πατερίτσες και φεύγει.
Ξαναπηγαίνει στο ποτάμι και πάλι από μακριά βλέπει την αγαπημένη του να δουλεύει σκληρά. Θα πουλήσει το τελευταίο πράγμα που έχει και το πλέον πολύτιμο, για να μαζέψει και πάλι χρήματα.
Κατεβαίνει στην αγορά και πάει σ' έναν έμπορο να πουλήσει την ταυτότητά του. Είναι ένας έντιμος άνθρωπος που θα τον καλοπληρώσει αφού διαπιστώσει το γνήσιο της ταυτότητας. Θα την πουλήσει πολύ ακριβά σε κάποιον που θα θέλει να περάσει τα σύνορα, δεδομένου ότι όλες τις ταυτότητες των Αφγανών τις κρατά η αστυνομία.
Αυτή τη φορά θα πάει ο ίδιος στο σπίτι της κοπέλας να δώσει τα χρήματα.
Δεν θα αφήσει κανέναν υπαινιγμό πως είναι δικά του τα λεφτά. Θα πει ψέμματα πως τα στέλνει ο Μεμάρ, γιατί είχε πάει ο Ναζάφ να του ζητήσει δανεικά κι εκείνος δεν είχε να του δώσει. Άρα, μπορεί τώρα να υποστηρίξει πως τα στέλνει τελικά ο Μεμάρ και για να μην νιώσει υποχρεωμένος ο Ναζάφ, του λέει πως είναι λεφτά που του τα όφειλε το αφεντικό για τον καιρό που ήταν άρρωστος και δεν δούλευε και θα έπρεπε μάλιστα να του κάνει και μήνυση για να πάρει περισσότερα.
Ο Ναζάφ τον ευχαριστεί και του ανακοινώνει πως τώρα πιο εύκολα μπορούν να φύγουν την επόμενη μέρα για το αφγανιστάν. Ο Λατίφ μένει εμβρόντητος. Δεν φανταζόταν πως η αγαπημένη του θα φύγει για τόσο μακριά.
Είναι μια στέρνα με τρία λουλούδια. Τα δυο σε γλάστρες, το τρίτο ο Λατίφ. Θα ρίξει λίγο νερό στο ωραίο του πρόσωπο και θα πάρει την επόμενη απόφαση.
Τα χαράματα θα πάει να βοηθήσει την οικογένεια, να κουβαλήσει τα βαριά πράγματα για να φορτωθούν στο φορτηγό. Εκεί που κουβαλά η κοπέλα τα φρούτα της πέφτουν απ' τα χέρια. Σκύβει και την βοηθάει.
Είναι η πρώτη φορά που τα βλέμματά τους σταματούν το ένα πάνω στο άλλο για μια στιγμή. Μια στιγμή αρκετή για να δοθεί σιωπηλά η υπόσχεση της αιώνιας αγάπης.
Η πούργκα θα πέσει μα τα μάτια θα μείνουν καρφωμένα στον αγαπημένο.
Λίγο πριν ανέβει στο φορτηγό το παπούτσι της θα κολλήσει στις λάσπες.
Γυρνώντας να το πάρει θα τον βρει σκυμμένο να το καθαρίζει, έτοιμος να της το περάσει στο πόδι αρραβώνα.
Το κόκκινο φορτηγό χάνεται στο βάθος του δρόμου. Αρχίζει η βροχή. Το άδειο αποτύπωμα του παπουτσιού γεμίζει νερό από τον ουρανό σταλμένο.
Και ο Λατίφ χαμογελά. Είναι ευτυχισμένος. Της τα χάρισε όλα.Ελαφρύς σαν άγγελος θα συνεχίσει την ζωή του.
Η ιρανική μουσική που συνοδεύει αυτό το ποστ είναι Μohammad Reza Shazarian, Kayhan Kalhor, από το cd Night Silence Desert.
Όμορφο σαν παραμύθι.
ReplyDeleteΣτην αληθινή αγάπη ακόμα κι ένα βλέμμα είναι τεράστια ανταμοιβή.
Ακριβώς αυτή την αίσθηση είχα κι εγώ χθες το βράδυ που το τελείωσα.Ήταν σαν να είχα βουτήξει μέσα σε παραμύθι. Μα αν σου έχει τύχει έστω και μία φορά στη ζωή σου να έχεις αγαπήσει έτσι ή να σ' έχουν αγαπήσει αναλόγως, τότε ξέρεις την αξία αυτής της αγάπης, ξέρεις πού σε οδηγεί και πώς σε σμιλεύει και ακόμα, πως δεν είναι μόνο στη σφαίρα του παραμυθιού.
ReplyDeleteΣυχνά σκέφτομαι πως τα πράγματα είναι ακριβώς αντίθετα μ' αυτό που σερβίρεται γενικώς. Μια ανάποδη οπτική τα αποκαλύπτει. Και πρέπει να αποποιηθείς μια πολύ ισχυρή νοοτροπία για να αρχίσει αυτή η αντίστροφη μέτρηση που τα φωτίζει όλα διαφορετικά. Δεν είναι εύκολο, αλλά είναι ένας δρόμος που μαλλον αξίζει να περπατήσει κανείς. Εχθές διαβάζοντας τον βίο του αγίου Αγαπητού που γιορτάζει σήμερα στάθηκα στο γεγονός ότι αντιμετώπιζε τους άλλους σαν αφέντες του, θεωρούσε τον εαυτό του υπηρέτη όλων και του δόθηκε το χάρισμα να θεραπεύει όχι μόνο τους ανθρώπους αλλά και τα ζώα και τα φυτά. Και μόνο ο ίσκιος του, λέει, ήταν αρκετός για να θεραπευτεί κάποιος. Αυτοί οι άνθρωποι βεβαια ήταν οι Ολυμπιονίκες, αλλά τουλάχιστον ανοίγοντας αυτόν τον δρόμο, έδειξαν και σ' εμάς πού μπορεί να φτάσει το πράγμα...
Ωραία ταινία φαίνεται, όλες τις καλές ποιος άλλος τις έχει?? η βαλική φυσικά!!
ReplyDeleteτι λεν οι συζητήσεις για βόλο??
Σε κάποιους φαίνεται ανόητο κι αστείο το να χαίρεται κάποιος μέσα από τη χαρά των άλλων. Μακάρι πραγματικά να ήξεραν ή καλύτερα να μπορούσαν να εκτιμήσουν πόσο αξίζει αυτός ο δύσκολος δρόμος.
ReplyDeleteΚαλημέρα Θρασύβουλε!
ReplyDeleteΚαλά δεν είμαι και... ταινιοθήκη!!!
Όσο για τον Βόλο, μην ανησυχείς, όταν θα έχουμε κάποιο νέο, θα είσαι ο πρώτος που θα το μάθεις ως... αντιπρόσωπος!!!
Καλημέρα Sot!
ReplyDeleteΈχω μία ενδεχομένως βλακώδη πίστη πως δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος στον κόσμο που να μην καταλάβει έστω και μία φορά στη ζωή του, έστω και κλάσματα δευτερολέπτου πριν κλείσει για πάντα τα μάτια του, τι ήταν στα αλήθεια ανόητο και τι άξιζε τον κόπο -το ακολούθησε δεν το ακολούθησε. Κι αυτό γιατί υπάρχουν άνθρωποι που έχουν αναλάβει το βάρος και τα πάθη των περισσότερων από μας και μας οδηγούν εν αγνοία μας. Αυτό που λέω φυσικά δεν μπορώ να το αποδείξω, μα το νιώθω όσο νιώθω τώρα πως αναπνέω. Όταν ξέρω πως ο Παϊσιος προσευχόταν επίμονα για όλους όσους αυτοκτόνησαν, τότε ελπίζω βαθιά μέσα μου, πως ακόμα και μετά τον θάνατο, αυτή η γεμάτη αγάπη προσευχή τέτοιων ανθρώπων όπως ήταν ο γέροντας Παϊσιος, παρηγορεί και φωτίζει νεκρούς και ζώντες. Έτσι αισθάνομαι στ' αλήθεια βαθιά χρεωμένη κι εγώ...
ανυπομονώ να ακούσω τα καλά νέα!! φιλάκια!
ReplyDeleteTι όμορφα που αφηγείσαι τις ταινίες!Με κάνεις να θέλω να τη δω γιατί μιλάει για αληθινή αγάπη.
ReplyDeleteΚαλησπέρα.
νιώθω σα να με ξέπλυνε και μένα αυτή η λυτρωτική βροχή της αγάπης, μιας αγάπης γνήσιας και ανεπιτήδευτης που τόσο έχουμε ανάγκη...
ReplyDeleteΌλα θα πάνε καλά, είναι αλήθεια πως όταν καταπιάνομαι να αφηγούμαι ταινίες έχω μια ξεχωριστή χαρά που διαρκεί. Μακάρι να την βρεις και να την δεις. Καλό σου βράδυ!
ReplyDeleteΩραία το λες Σα.
ReplyDeleteΝαι, έτσι ξαναβαφτιζόμαστε, γινόμαστε καινούριοι, παίρνουμε φως και πάλι ξεκινάμε, όλο ξεκινάμε, με δύναμη κι ελπίδα.
ΥΓ. Σήμερα το απόγευμα έφυγε μια ψυχή που την έλεγαν Θώμη. Μια ευχούλα γι' αυτήν...
Μια (προσ)ευχή μπορεί να κάνει κανείς γι αυτήν. Να βρει την ανάπαυση εκεί ψηλά κοντά στους Δίκαιους.
ReplyDeleteΜια γρήγορη, αλλά ουσιαστική, καλημέρα κι ευχαριστίες για την τόσο καλή ανάρτηση!!!
ReplyDeleteΠανέμορφο!..
ReplyDeleteΔεν εχω λογια..Νομιζω οτι αυτες οι παρουσιάσεις σου θα γίνουν.... συλλεκτικές! Ειναι μοναδικός ο τρόπος που τις παρουσίαζεις. Προσωπικά σε ευχαριστώ. Η αγάπη κινεί τα νήματα αυτού του κόσμου.
Οσο κ αν η καθημερινότητα μας σκληραίνει και μας γεμίζει άγχος.. Πάντα στο τέλος αυτό που μένει στη ζωή ειναι η αγάπη. Αυτή κινεί τα πάντα. Και έτσι θα γίνεται πάντα. Τη γλυκιά μου καλημέρα.
Σ' ευχαριστώ πολύ Σοτ!
ReplyDeleteΤώρα ώρα για δουλειά, που έλεγε κι ο Τσέχωφ. Όσο ζούμε θα δουλεύουμε για το καλό... μέχρι να έρθει κι σειρά μας. Καλό σου βράδυ φίλε μου!
Π.Κ μου, μια γρήγορη και ουσιαστική καληνύχτα!!! -όχι, θα στο χάριζα-
ReplyDeleteRoadartist όταν πρωτοείδα στα εικοσιπέντε μου μια θεατρική πρόβα και αυτή ήταν -και η πρώτη μου επαφή με το θέατρο- είπα: να, αυτή τη δουλειά θα ήθελα να κάνω, να παρακολουθώ πρόβες, μπορεί να με πληρώνει κάποιος και να ζω απ' αυτήν; Σήμερα, θα έλεγα το ίδιο γι' αυτό που κάνω με τις ταινίες, χωρίς να ακυρώνων και την αγάπη μου για τις πρόβες που όπως κάθε αγάπη μου για κάθετι και για καθέναν μένει παντοτινή.
ReplyDeleteΤίποτα άλλο, τα άλλα τα είπες εσύ με το καλύτερο τρόπο!
Ζητείται συλλέκτης, λοιπόν!
Καληνύχτα και σ' εσένα και σε όλους ορατούς και αοράτους φίλους!
H δύναμη της αληθινής αγάπης που δεν επιζητεί ανταπόδοση..
ReplyDeleteΓίνονται τέτοια πράγματα στις σημερινές κοινωνίες; Πριν πολλά πολλά χρόνια ναι, τότε π.χ.στη Ζάκυνθο με τους ποπολάρους
΄Ομορφο, γλυκό και τρυφερό παραμύθι
Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές
προσκλήση
ReplyDeletehttp://rota958.blogspot.com/2008/02/retro-archimidis-p.html
καλησπέρα κι από τη δική μας παρέα! η ταινία που τόσο όμορφα περιγράφεις δίνει πολύ καλή ευκαιρία για προβολή σε παρεούλα ... αφορμή για συζήτηση πάνω στο τι πραγματικά είναι αγάπη... σε ευχαριστούμε!
ReplyDeleteΦύρδυν-μίγδιν μου,
ReplyDeleteγίνονται και παραγίνονται και είναι σαν παραμύθια, αλλά δεν είναι παραμύθιααααα!!!!!!
Αυτό στο υπογράφω: Βασιλική Νευροκοπλή.
Καλή μας μέρα! Μια μέρα που για μένα ξεκίνησε από έναν απίστευτης χαράς ορυμαγδό μηνυμάτων στο κινητό και συνεχίστηκε με δώρα βροχή από τον ουρανό, τόσα που δεν ξέρω αν μπορώ να τα σηκώσω... Παναγιά μου, βόηθα!
alps, ευχαριστώ για την πρόσκληση, έρχομαι...
ReplyDeleteΑχ, να 'μουνα στην παρεούλα σας @Σταυροδρόμι, όχι για να μιλώ, αλλά για να σας ακούω... δεν είμαι βέβαιη πως η αγάπη σηκώνει και πολή συζήτηση, αλλά κάτι θα έχετε στο νου σας εσείς δεν μπορεί! Πάντως είναι πολύ ωραίο να βλέπει ταινίες τέτοιες με παρέα, ζηλεύω! Πιέστε κι ένα κρασάκι στην υγειά μου να χαρώ διπλά!
ReplyDeleteΠαραξενη και γοητευτικη αφηγηση. Μια τετοια ιστορια δεν θα μου αρεσε ποτε.
ReplyDeleteΤωρα ομως μου αρεσε!!!!
Καλησπερα Βασιλικη!
Όταν μπαίνω στο blog σου βασιλική μου, προηγείται ένας δισταγμός, μια βαθειά ανάσα...
ReplyDeleteΠου θα βρεθώ άραγε πάλι?
Την χρειάζομαι αυτή την ανάσα, γιατί μετά αργεί να βγεί.
Διστάζει, σαν να αξιώνει την στιγμή για πάντα δική της.
Και σου το λέω...είναι μοναδικές αυτές οι στιγμές μαζί σου.
Εγώ, σας αγαπώ επικύνδινα κυρία μου...!!!
Γεια σου @Άρη.
ReplyDeleteΈχεις πολύ δίκιο σ' αυτό που λες και σε καταλαβαίνω. Ίσως γιατί στο πέρασμα της ζωής βλέπουμε κι άλλες πλευρές της που κάποτε μας φαίνονται ασήμαντες, μικρές, ανολοκλήρωτες, λίγες... Σιγά σιγά μάλλον κάτι παραπάνω μαθαίνουμε και κάπως αλλοιώς βιώνουμε και τις σχέσεις.
Καλή σου μέρα και καλό Σαββατοκύριακο!
Αααααααααααααα!!!!!!!!!!!!!!
ReplyDeleteΔεν γράφονται δημοσίως αυτά που θέλω να σας απαντήσω Mrss Smith μου, δεν γράφονται, δεν γράφονται!!!!!!!!!
Κρατώ και την ανάσα και το στόμα μου κλειστό!!!!!!!!
Καλημέρα όλη μέρα, ζεστό χαμόγελο για σας και για όλους όσους θα περάσουν από την γειτονιά μας, η ζωή καλπάζει κι εγώ λατρεύω τα άλογα!