Στάθηκα…
Πάει καιρός που δεν στεκόμουν κυνηγημένη από τα μέσα μου. Βήμα το βήμα χθες άρχισα να στέκομαι, ώσπου έπεσε η νύχτα. Γέρνοντας στο κρεβάτι άπλωσα το χέρι στο ξύλο πάνω από το κεφάλι μου που βαστά τα αγαπημένα βιβλία στοίβες σκονισμένες. Πήρα το Συναξαριστή υπακούοντας σε μια φωνή εσωτερική που μου έλεγε: αυτό σήμερα πρέπει να το διαβάσεις. Φτάνει τόση ραθυμία που είδες πού σε έριξε…
Αγαπώ τους αγίους. Όταν στέκομαι μπροστά στις εικόνες τους είναι σαν να βλέπω τις φωτογραφίες αυτών που πολύ επιθυμώ και δεν είναι κοντά μου με το σώμα τους και τότε, έρχονται στ’ αλήθεια πολύ κοντά μου. Όταν διαβάζω τη ζωή τους στο Συναξαριστή μπαίνουν στην καρδιά μου και την πλημμυρίζουν χαρά και φως. Μα είναι και κάτι συναξάρια σαν αυτό που σήμερα δεν μπορώ παρά να το αντιγράψω με τα δικά μου, ίσως απλοϊκά λόγια, εδώ για σας, που μου μιλάνε τόσο βαθιά, σαν τα πιο ακριβά ποιήματα των πιο αγαπημένων ποιητών. Γιατί μια τέτοια ζωή σαν των σημερινών αγίων είναι για μένα εφαρμοσμένη ποίηση.
Από την μεγάλη Αντιόχεια ήταν ο Ανδρόνικος κα γεννήθηκε το 540μ.Χ. Αργυροπράτης ήτανε στην τέχνη, ευλαβής και πανέμορφος. Πλούσιος πολύ. Παντρεύτηκε την Αθανασία που του ταίριαζε στην σεμνότητα και την αγάπη για τον Χριστό. Μαζί συμφώνησαν να μοιράσουν την μεγάλη περιουσία τους σε τρία μέρη.. Το ένα μέρος έδωσαν στους φτωχούς. Το άλλο έδωσαν δάνειο χωρίς τόκο σε όσους είχαν ανάγκη. Το τρίτο το οικονόμησαν για το αργυροπρατείο και το εργαστήριο, όσο να καλύπτουν τα αναγκαία.
Δυο παιδιά έκαναν. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Ελεούσαν τους φτωχούς και τους ασθενείς περιποιούνταν. Κι έτσι πέρασαν δώδεκα χρόνια.
Στην ηλικία που τα παιδιά χαροποιούν τους γονείς τους πέθαναν και τα δυο μέσα σε μία μέρα. Ο μακάριος Ανδρόνικος φωνή Ιώβ εβόησε:
«Γυμνός ήρθα στον κόσμο γυμνός και θα φύγω».
Η Αθανασία, όμως, απαρηγόρητη μητέρα, μόλις ενταφιάστηκαν τα παιδιά της στον ναό του αγίου μάρτυρα Ιουλιανού δεν ήθελε να βγει από κει μέσα. Το μόνο που ζητούσε ήταν να πεθάνει και να ενταφιαστεί εκεί μαζί τους.
Ο Πατριάρχης πήρε τον Ανδρόνικο να τον παρηγορήσει, αλλά η Αθανασία από τον ναό δεν έβγαινε με τίποτα. Έμεινε εκεί να θρηνεί γοερά.
Μέσανυχτα ήταν όταν εμφανίστηκε μπροστά της ο άγιος μάρτυρας Ιουλιανός ντυμένος το μοναχικό σχήμα. Της λέει: « Γυναίκα, τι έχεις και κλαις; Γιατί δεν αφήνεις αυτούς που βρίσκονται ενταφιασμένοι εδώ να ησυχάσουν;»
Αυτή απάντησε: « Μη στεναχωριέσαι για μένα αφέντη μου και μη βαραίνει εξαιτίας μου η καρδιά σου. Μεγάλο πόνο και θλίψη έχω. Δυο παιδιά είχα, δυο παιδιά σήμερα έθαψα».
Ο μάρτυρας απάντησε: «Μην κλαις γυναίκα γι’ αυτά, γιατί σου το λέω πως, όπως είναι στη φύση του ανθρώπου να ζητάει το φαγητό και στέκεται αδύνατον να μην το επιτρέψει στον εαυτό του, το ίδιο και τα παιδιά ζητούν χρεωστικώς από τον Θεό να τους δώσει την μέρα που θα χαρούν τα μελλούμενα αγαθά λέγοντάς του: «Δικαιοκρίτα Κύριε, αντί των επίγειων αγαθών που μας στέρησες μη μας στερήσεις τα επουράνια».
Ησύχασε η Αθανασία ακούγοντας αυτά τα λόγια. Η λύπη της μεταμορφώθηκε σε χαρά και είπε: «Ζουν, λοιπόν, τα παιδιά μου στους ουρανούς; Κι εγώ τότε γιατί κλαίω;»
Γύρισε το κεφάλι να κοιτάξει τον μοναχό και δεν τον είδε. Γύρισε και όλον τον ναό απ’ άκρη σ’ άκρη και μοναχό δεν είδε πουθενά. Ρωτάει τότε τον θυρωρό πού πήγε ο καλόγερος. Εκείνος δείχνοντάς της όλες τις πόρτες του ναού σφαλισμένες της είπε πως κανένας δεν μπήκε και κανένας δεν βγήκε, και κατάλαβε πως η γυναίκα είχε δει οπτασία. Τρόμαξε τότε η Αναστασία και γύρισε στο σπίτι.
Αφού τα εξιστόρησε όλα στον άντρα της τον παρακάλεσε να την οδηγήσει σ’ ένα μοναστήρι. Εκείνος χάρηκε πολύ γιατί το ίδιο επιθυμούσε για τον εαυτό του. Μοίρασαν τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς, ελευθέρωσαν τους εξαγορασμένους τους δούλους και ό,τι περίσσεψε το έδωσαν στον πατέρα της Αθανασίας να χτίσει ξενοδοχεία και νοσοκομεία για τους μοναχούς.
Νύχτα έφυγαν από την Αντιόχεια οι δύο σύντροφοι μόνοι. Αφού είχαν απομακρυνθεί αρκετά έστρεψε η Αθανασία πίσω το κεφάλι και τα μάτια της στάθηκαν πρώτα στην πατρίδα κι ύστερα στον στράφηκαν στον ουρανό. «Κύριε και Θεέ μου», είπε, « εσύ που είπες στον Αβραάμ και τη Σάρρα, έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και δεύρο εις γην αν σου δείξω, οδήγησέ μας. Για το όνομά Σου κι εμείς ξεκλείδωτο αφήσαμε το σπίτι μας και φύγαμε. Εσύ Κύριε, μην κλειδώσεις την πόρτα της βασιλείας Σου».
Εκεί έκλαψαν οι δυο τους και από εκεί έφυγαν συνεχίζοντας τον δρόμο τους μέχρι που έφτασαν στα Ιεροσόλυμα και προσκύνησαν τους αγίους τόπους. Πολλούς οσίους συνάντησαν στο διάβα τους και κάποτε έφτασαν στην Αίγυπτο και στον ξακουστό αββά Δανιήλ. Σ’ αυτόν τα φανέρωσαν όλα κι εκείνος οδήγησε την Αθανασία σ’ ένα μοναστήρι γυναικείο, ενώ τον Ανδρόνικο τον κράτησε κοντά του και τον έντυσε το αγγελικό σχήμα των μοναχών. Έτσι πέρασαν άλλα δώεκα χρόνια.
Παρακάλεσε τότε ο Ανδρόνικος τον αββά να του επιτρέψει να πάει για δεύτερη φορά στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσει κι εκείνος του έδωσε την ευχή του και ευθύς ξεκίνησε.
Κάποτε στάθηκε κάτω από τον ίσκιο ενός δέντρου να δροσιστεί λιγάκι από την μεγάλη ζέστη. Πώς οικονόμησε ο Θεός τα πράγματα κανείς δεν μπορεί να το ξέρει, και έρχεται σε λίγο η γυναίκα του έχοντας την ίδια επιθυμία μ’ αυτόν, να πάει για προσκύνημα στους αγίους τόπους, ντυμένη άντρας μοναχός με το όνομα Αθανάσιος.
Μόλις αντάλλαξαν τον χαιρετισμό τους η Αθανασία αναγνώρισε τον Ανδρόνικο. Εκείνος δεν την αναγνώρισε. Τόσο ήταν αλλοιωμένα τα χαρακτηριστικά της από την μεγάλη άσκηση και έμοιαζε με αράπη.
- Πού πας αββά, τον ρωτά.
- Πάω στα Ιεροσόλυμα, είπε εκείνος.
- Κι εγώ εκεί πηγαίνω.
- Θέλεις να περπατήσουμε παρέα;
- Να περπατήσουμε, λέει η Αθανασία, αλλά με σιωπή, σαν να μην είμαι εγώ μαζί σου.
- Θα γίνει όπως θέλεις, απάντησε ο Ανδρόνικος και ξεκίνησαν.
- Εσύ δεν είσαι μαθητής του αββά Δανιήλ;
- Ναι, εγώ είμαι.
- Και το όνομά σου δεν είναι Ανδρόνικος;
- Ναι, έτσι με λένε.
- Οι ευχές του γέροντα να μας συνοδεύουν στον δρόμο μας.
Μετά από αυτές τις κουβέντες ξεκίνησαν. Σιωπηλοί πήγαν στα Ιεροσόλυμα. Σιωπηλοί προσκύνησαν. Σιωπηλοί επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια.
Τότε η Αθανασία τον ρώτησε: « Θέλεις να μείνουμε μαζί στο ίδιο κελλί»; «Να μείνουμε», της απαντά αυτός, « αλλά να πάω πρώτα πάρω την ευχή και την άδεια του γέροντά μου». « Πήγαινε», του είπε, «και να έρθεις στον τόπο που λέγεται Οκτωκαιδέκατον. Να έρθεις όμως μόνο αν αντέχεις να μείνεις μαζί μου σιωπηλός. Αλλοιώς να μην έρθεις».
Πήγε στον αββά Δανιήλ ο Ανδρόνικος και του τα φανέρωσε όλα. Ο αββάς κατάλαβε πως ο Αθανάσιος έχει μεγάλη αρετή και είπε στον Ανδρόνικο: «πήγαινε, αγάπα την σιωπή και μείνε με τον αδελφό σου που είναι ένας αληθινός μοναχός».
Έτσι επέστρεψε ο Ανδρόνικος στον Αθανάσιο και έτσι πέρασαν άλλα δώδεκα χρόνια δίχως ποτέ να αντιληφθεί πως ζούσε κοντά στην γυναίκα του.
Συχνά τους επισκέπτονταν ο αββάς, τους μιλούσε και τους συμβούλευε.
Μια από αυτές τις φορές και ενώ έφευγε πια για να πάει στο κελλί του, τον προφταίνει ασθμαίνων ο Ανδρόνικος και τν παρακαλεί να γυρίσει πίσω λέγοντας πως ο Αθανάσιος πάσχει από θέρμη και ψυχορραγεί.
Με το που συναντήθηκαν, ο Αθανάσιος άρχισε να κλαίει. « Μα γιατί κλαις», τον ρώτησε ο αββάς. «Δεν χαίρεσαι που ήρθε η ώρα να πας κοντά στον Χριστό»; « Δεν κλαίω για μένα», απάντησε ο Αθανάσιος, «αλλά για τον αββά Ανδρόνικο. Διάβασέ μου αββά την ευχή κι όταν θα είναι να με θάψεις, ψάξε στο κεφάλι μου και θα βρεις μια πινακίδα γραμμένη. Διάβασέ την και μετά δώσε να την διαβάσει κι ο αββάς Ανδρόνικος».
Κι η ευχή διαβάστηκε και ο Αθανάσιος μετέλαβε τα Άχραντα Μυστήρια και αφού κοιμήθηκε, ο αββάς Δανιήλ βρήκε την πινακίδα που έγραφε το όνομα της Αθανασίας. Την έδωσε και στον σύζυγό της να τη διαβάσει και το νέο γρήγορα μαθεύτηκε σε όλη τη Λαύρα. Όσοι πατέρες κατοικούσαν στην έρημο, στα μοναστήρια της Λαύρας και της Αλεξάνδρειας, από την πόλη και από την Σκήτη, όλοι μαζεύτηκαν ντυμένοι στα λευκά όπως όριζε η συνήθεια σ’ αυτές τις περιπτώσεις για να ενταφιάσουν την αοίδιμη Αθανασία.
Ο αββάς Δανιήλ έμεινε για να κάνει τα έβδομα μνημόσυνα και μετά ξεκίνησε να φύγει ζητώντας από τον Ανδρόνικο να τον ακολουθήσει. Εκείνος όμως δεν ήθελε κι έλεγε: «θέλω να πεθάνω εδώ μαζί με την κυρία μου Αθανασία».
Αποχαιρετίστηκαν κι ο γέροντας πήρε γι’ άλλη μια φορά τον δρόμο του γυρισμού. Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί, όταν τον πρόλαβε μοναχός που του φώναξε: «ο αββάς Ανδρόνικος πάσχει από θέρμη. Γύρνα πίσω αββά Δανιήλ».
Έστειλε τότε αμέσως μήνυμα σε όλους τους αδελφούς της Σκήτης ο αββάς Δανιήλ που έλεγε: «Ο αββάς Ανδρόνικος ακολουθεί τον αββά Αθανάσιο, μαζευτείτε!»
Όλοι πέρασαν και έδωσαν την ευχή τους στον ετοιμοθάνατο Ανδρόνικο και κατόπιν κοιμήθηκε κι αυτός εν Κυρίω. Και ενταφιάστηκε όπως όρισε ο ίδιος ο αββάς Δανιήλ, στο πλάι της κυρίας του.
Τις ευχές τους να έχουμε.
Ψυχή μου εσύ...
ReplyDeleteΑυτή η Πρόνοια του Θεού, πίσω και μέσα σε όλα... και εκείνη η στάση της ψυχής, παραδομένη στο θέλημά Του... και μια πορεία η ζωή, για το αιώνιο... κι η σιωπή μια κοινωνία θαυμάτων και η ευχή να τα σκεπάζει όλα...
Πού με πήγες σήμερα... Πόσο σε ευχαριστώ!
Να σε έχει ο Θεός πάντα καλά!
Μακάρι @Βίκυ μου η ψυχή να πραδδίδεται πάντα στο θέλημά Του...
ReplyDeleteκι όταν δεν το μπορεί ας το προσπαθεί όσο μπορεί..
Να είμαστε όλοι καλά!
.................................
Σημείωση:
Με ρωτούν οι φίλοι για το Σάββατο, αύριο με το καλό θα αναρτηθεί το σχετικό ποστ με όλες τις λεπτομέρειες.
Καλό μας βράδυ!
Δεν είναι από τους γλυκύτερους βίους στα συναξάρια αυτός των δύο οσίων; Από τους αγαπημένους μου, πόσο συγκινήθηκα που τον ξαναδιάβασα εδώ! Με το καλό όλα το Σάββατο. Καλό μας ξημέρωμα.
ReplyDeleteΕίναι οι προστάτες των τραπεζικών, ξέρετε..
ReplyDeleteΤόσο κοντα στη συναλλαγή και το χρήμα και τόσο μακριά..
Με συγκινήσατε!
Πράγματι @Σα είναι από τους γλυκύτερους, αν και βέβαια δυστυχώς δεν τους έχω διαβάσει όλους, ούτε και πάρα πολλούς, αλλά είναι υπέροχοι!
ReplyDeleteΚαλημέρα μας!
Καλώς όρισες @Κατερίνα μου και δεν είχα ιδέα πως ήταν προστάτες των τραπεζιτών, σ' ευχαριστώ που μας το είπες!
ReplyDeleteΤόσο κοντά και τόσο μακριά, ναι...
Αν θέλεις προτιμώ τον ενικό πάντα... ε, δεν είμαι και πλύύύ μεγάλη...
για το πρώτο σκέλος του ποστ: Φλέρυ, φλέρυ είσαι εδώ???
ReplyDeleteγια το δεύτερο: ωραία η ιστορία αλλά γιατί χώρισαν?? Γιατί πήγε η αθανασία σε άλλο μοναστήρι?έπρεπε να μείνουν μαζί.ήταν ένα!Γιατί να χωρίσουν?και γιατί ο ανδρόνικος έπρεπε να ζητήσει την ευχή του γέροντα για να μείνει με τον αθανάσιο?γιατί δεν είπαν ένα "σ' αγαπώ" πριν το τέλος?Αχ πρόσεξε, θα με πιάσει κατάθλιψη, συγκινούμαι εγώ με κάτι τέτοια!
Θρασύβουλέ μου, πολύ λογικά όσα ρωτάς... αλλά θα έρθει καιρός να δεις πως η αγάπη δεν έχει ένα τόππο να λέει σ' αγαπώ ούτε ένας είναι ο τρόπος έκφρασής της... υπάρχουν πολλοί και κάποιοι απλά ίσως είναι για τους ολυμπιονίκες... δεν είμαστε όλοι φτιαγμένοι για ολυμπιονίκες όπως ξέρεις... σιγά σιγά με τον καιρό κι εσύ και όλοι μας θα καταλάβουμε τις διαφορές και τις ομοιότητες...
ReplyDeleteΑλλά να χάσει ο ΠΑΟΚ από ομάδα που λεγόταν Θρασύβουλος, ε, αυτό δεν το περίμενα... τι σου λέει;;;;
φιλιά φιλιά φιλιά
από την Φλέρυυυυυ.....
Αχ εσείς, τα νευροκοπλάκια. Αυτές τις ιστορίες μου έλεγε κι η Βαγγελιώ, από τον πάτερ. Έτσι βγήκε το Ιουλιανή. Μετά βέβαια μου άρεσε και το Ανδρονίκη, αλλά είχε ήδη κλείσει το όνομα.
ReplyDeleteΓεια σου ρε Νίκο!
ReplyDeleteΔηλαδή είσαι μπλόγκερ δυο χρόνια πριν από μένα και δεν λες και τίποτα, μπράβο!
Μπήκα και σε διάβασα. Καλά θα ήταν να έγραφες πιο συχνά, αλλά βέβαια αυτό είναι πώς το θέλει ο καθένας και πώς το μπορεί.
Πάντως χάρηκα που έγρψες. Και τα δυο ονόματα είναι ωραία, δεν πειράζει.
Καληνυχτούδια τώρα και φιλιά σε όλους αν προλαβαίνεις πια να τους φιλήσεις όλους!