Labels

Thursday, June 14, 2007

Αναζητώντας την ομορφιά


Μέσα στη νύχτα αναζητώ τη γλύκα του φωτός.
Μέσα στην ασχήμια την ομορφιά.
Γιατί η νύχτα απλώνεται. Τυλίγει τα πάντα.
Η ασχήμια ολοφάνερη στα μάτια μας γίνεται επιθετική,.Επιβλητική στις αποφάσεις της.
Στο άγγιγμά της δηλητηριώδης.
Μα εγώ αναζητώ την ομορφιά.
Κρυμμένη, αθέατη και σιωπηλή με περιμένει.
Όλο απουσιάζει από τις δηλώσεις, τις βεβαιότητες.
Την άρτια φτιασιδωμένη εικόνα.
Δεν ονομάζεται εύκολα. Με πήλινα δάχτυλα δεν την αγγίζεις.
Δεν την βρίσκεις στις γενικές συναναστροφές, την πνίγουν. Ούτε στις γρήγορες αποφάσεις, τις επιθυμίες που διεκδικούν.
Άλλοτε είναι σιωπηλό παιδί που κανείς δεν ξέρει τι οράματα βλέπει.
Άλλοτε παιδί που αδειάζει τη θάλασσα σε μια λακκούβα της άμμου.
Καμιά φορά παιδί που δεν το παίζουν ή που δεν παίρνει τα γράμματα γιατί και τα παιχνίδια του είναι αόρατα και τα γράμματα όλα τα περιέχει στην άρρητη γλώσσα του.
Δεν ξέρω ακριβώς γιατί, μα νομίζω πως τελικά η ομορφιά όπως και να 'χει είναι παιδί που αγγίζει όλα τα πράγματα κι όλα τα όντα πρώτη φορά σαν να 'ναι η τελευταία.
Έκθαμβο παιδί μπροστά στα μυστήρια.
Γεμάτο ελπίδα στη θέα του θανάτου.
Δεν χωράει την κακία μέσα του.
Γρήγορα ξεπερνά τη λύπη κι αρχίζει πάλι απ' την αρχή.
Παιδί που θέλει να μαθαίνει χωρίς να εξαρτάται από τη μάθηση.
Χωρίς προσπάθεια αγαπά.
Κι αναπαύεται στην αθώα αγκαλιά.
Άφοβα ξεμακραίνει από τους γονείς του.
Βουτά στη θάλασσα δίχως να ξέρει να κολυμπά.
Μοιράζεται και χαρίζεται αλύπητα στον κόσμο όλον
ξεθάβοντας απ' την ψυχή του το πιο ευγενικό του μέταλλο.
Ένα παιδί πάντοτε χαμογελαστό η ομορφιά, αλώβητο στα βέλη της ασχήμιας.
Κι εσύ ψυχή μου, φεύγε την ασχήμια.
Μη σκοντάφτεις πάνω της.

Φεύγε την μιζέρια, την επίδειξη, την αυταρέσκεια,
τον βάλτο της ανέλπιδης μελαγχολίας.
Φεύγε ψυχούλα μου τον πόλεμο, τις διαφωνίες, τις φωνασκίες.
Παραιτήσου από όλα αυτά που θέλουν να κοψουν τα φτερά σου νικηφόρος θάνατος.
Η ομορφιά που αγαπάς είναι παιδί τρυφερό, σιωπηλό, γεμάτο αγάπη μυστική. Αθέατη.
Κοίταξέ το ψυχή μου.
Αγκάλιασέ το και κράτα το απαλά στα χέρια για να ζήσεις.
Ακυλίνης μάρτυρος. Το καντήλι με φωτίζει.
Και η νύχτα είναι μόνο ένας προάγγελος της μέρας.
Τίποτε περισσότερο.
Προάγγελος του φωτός της ομορφιάς είναι, που δεν καταναλώνεται.
Μόνο αυξάνεται και μας ξαναβαφτίζει.











6 comments:

  1. Καλορίζικο το blogάκι σου Βασιλική.

    ReplyDelete
  2. Ευχαριστώ Vitalis!
    Παράξενο το ψευδώνυμό σου, αλλά μ' αρέσει! Ελπίζω να μας επισκέφτεσαι.
    Καλό μας βραδάκι!

    ReplyDelete
  3. Αχ, αυτό το κυνήγι της αθέατης εκείνης ομορφιάς... πόσες φορές δεν απογοητεύεσαι, δεν κουράζεσαι, δεν εγκλωβίζεσαι στη σκοτεινιά της ασέληνης νύχτας και λες δε θάρθει το φέγγος της ανατολής... ή τουλάχιστον σου φαίνεται τόσο μακρινό!... Ίσως και νάχεις ανάγκη να μείνεις για λίγο (ή για πολύ;) εκεί ώσπου ξάφνου ν΄ ανοίξει μια χαραματιά και να εισβάλει μια πρώτη αχτίδα φωτός. Κι ίσως αυτό νάναι τελικά που μας δίνει δύναμη κι ελπίδα: ξέρουμε ότι δε θα μας αφήσει, θα βρει μια μικρή γωνιά να κουρνιάσει, ευτυχώς δεν μπορείς να του ξεφύγεις... Αυτό το φως της αθέατης ομορφιάς υπάρχει πάντα εδώ κι ας μην μπορούμε να το δούμε.

    ReplyDelete
  4. Καλώς ήρθες σα!
    Μπορεί να μη σου έχω αφήσει σχόλιο αλλά έχω περάσει κι εγώ από σένα κάποιες φορές. Έχεις ένα A αίσθημα, μια αγωνία κι έναν τρόπο γραφής ξεχωριστό.
    Η ομορφιά για μένα δεν είναι αθέατη, είναι συνήθως κρυμμένη, είναι ζήτημα προσανατολισμού του βλέμματος, αλλά μποείς να τη δεις και με το σωματικό μάτι και όχι μόνο με το ψυχικό, ίσως πιο σωστά με έναν συντονισμό του ενός και του άλλου.

    ReplyDelete
  5. Βασιλική, γλυκύτατη και τρυφερότατη, αυτό που περιγράφεις τόσο αισθαντικά είναι η ΑΛΗΘΕΙΑ....Στην περίπτωση που συμβαίνει αυτό, η ομορφιά βρίσκεται, εσύ φαντάζομαι το γνωρίζεις καλά αυτό, στο ταξίδι που ταξιδεύουμε για να την ανακαλύψουμε...

    ReplyDelete
  6. Μόλις επέστρεψα. Το απογευματάκι συνάντησα την ομορφιά και την αλήθεια Pico, που είναι διάσπαρτη παντού και ιδίως σε μέρη ανυποψίαστα. Και ανθρώπους που συχνά δεν τους προσέχουμε.

    Μετά την βόλτα μου στην παραλία με το ποδήλατο, πήγα να δω έναν αγαπημένο μου φίλο στη σχολή Τυφλών. Άφησα στον περίβολο το ποδηλατάκι μου και καθίσαμε σ' ένα παγκάκι και τα λέγαμε ωραία. Ήρθε ο Μεμέτ κόντεψε να σκοντάψει πάνω στο ποδήλατο την ώρα που του έλεγα να προσέξει.
    Είναι δεκατεσσάρων με τσιγγάνικη προέλευση. Κάνεις ποδήλατο, με ρώτησε. Ναι, του λέω, θέλεις να κάνεις κι εσύ; Ναι, μου απαντά χαμογελώντας. (Γνωριζόμαστε από παλιά με το παιδί αυτό όπως και με άλλα).
    Ανέβηκε βρε Pico στο ποδήλατο και τριγυρνούσε τόσο άνετα στον περίβολο, είχε τόση χαρά, δεν χτύπησε πουθενά, περνούσε ανάμεσα από τους πεζούς τυφλούς, προσπαθούσε να κάνει σούζες, έκανε χιούμορ για το πώς κάνουν οι γέροι ποδήλατο χωρίς να κουνούν τα πόδια τους... και όλο
    αυτό είχε τόση ομορφιά, τόση αληθινή ομορφιά και λεβεντιά και χάρη που γέμισε η ψυχή μου...

    Άντε, πολλά είπα πάλι.
    Όμορφο βραδάκι εύχομαι σε όλους και σε σένα.

    ReplyDelete

Σχόλια