Ώρες ώρες φάνταζε θεόρατος. Έφταιγαν τα αφημένα μαλλιά -κάτασπρα-, έφταιγε το αργό βάδισμα, το πανωφόρι, εν είδει αμπέχωνου ή πελώριου μπουφάν, που όλο και πιο φουσκωτό τον έκανε.
Αλήθεια, πως συναντιέσαι με τον άλλον; Είναι κάτι που πέφτει απρόσμενα, ή ενεργούν υπόγεια ρεύματα, νεύματα αόρατα από μακριά κι από κοντά, ανταλλαγές βλεμμάτων, μια λέξη, μια σιωπή;
Πόσες φορές μιλήσαμε τρώγοντας και πίνοντας, σε ταβερνεία, σε μαγαζιά, πιο πέρα κάθονταν άλλοι, μιλούσαν, φωνασκούσαν, γέλαγαν, εμείς οι δυο συνεχίζαμε το ζόρικο δρομολόγιό μας, άλλοτε συμφωνώντας, άλλοτε η διαφωνία μας κρυβόταν στη σιωπή, σ’ ένα μυστήριο χαμόγελο, σε μια αόριστη χειρονομία.
Μου κάναν εντύπωση οι παλάμες του, κομμάτια γέρικου δέντρου, απ’ τον κορμό κομμένα, ή από χοντρό κλαδί, ποιος ξέρει πόσα σώματα είχαν ψηλαφίσει, ιατρικά, γυρεύοντας σημεία πάθησης ή θεραπείας.
Γεμάτα μικρές ζαρωματιές, κατέγραφαν οδύνες, οιμωγές, κλάματα και θρήνους, που δεν λείπουν από κανενός τη ζωή, ακόμη κι αν το κρύβει.
Ποια μοναξιά χωμένη μέσαθέ του, όριζε τα αργά του βήματα, κι αυτούς τους άπειρους μονολόγους, με επαναλήψεις συχνές, με εμμονές, με θραύσματα μνήμης, με εικόνες που ξεσπούσαν ξαφνικά, θολές ή πάμφωτες, με αναδρομές σε χρόνους άλλους.
Κι αυτή η μανία για κρασί, αυτή η κίνηση να γεμίζει τα ποτήρια, κάποιες φορές απανωτά, άλλες με κάποιο σκόντο, πιο πολύ τρώγοντας για να πιούμε, κι όχι να φάμε πίνοντας.
Πού πήγαινε όλο κείνο το κρασί, τί διαδρομές ακολουθούσε στο φαρδύ το σώμα, στη ρωμαλέα πλάτη; Τί να γινόταν πίσω από τα στρώματα του δέρματος, στις διάφορες γωνιές και στα θαλάμια, μα προπαντός τί να ’λεε εκείνη η καρδιά, τί λαχανιάσματα ν’αντέξει και τί φάρμακα;
Τσούγκρισμα ποτηριών.
Είναι αλλόκοτο και ταυτόχρονα θαυμαστό ότι τον άκουγες εκεί που τα πράγματα ζόριζαν στο πολιτικό πεδίο να ανοίγει μια βρύση, να κόβει κομμάτια από το Ευαγγέλιο και την ‘καταλλαγή’, να τα φέρνει ολομπροστά μας, όπως δροσιά που έρχεται απρόσμενα και παίρνει τον πυρετό από το μέτωπο.
Οι ολονυχτίες. Με προσευχή και χωρίς προσευχή. Με ταινίες αμερικάνικες, με μπιστολίδι, ‘ο καλός, ο κακός και ο άσχημος’. Αλλά και για τον Κισλόφσκι να μιλά συχνά τονίζοντας την πίστη του.
Στιχουργική. Τον παλιό καιρό της μουσικής και της στιχουργικής δημιουργίας τον είχε διαδεχθεί σήμερα μια άλλη στιχουργική πιο μυστική και πιο καρδιακή με λίγη γεύση από Βυζάντιο. Έγραφε τα τραγούδια και χαιρόταν. Ο Ορφέας Περίδης έγραφε τη μουσική. Συναντιούνταν κατά διαστήματα και δούλευαν τους ήχους, τα λόγια, το ρυθμό. «Είναι δύσκολος ο στίχος του τραγουδιού» έλεγε, «είναι δύσκολος».
Και ξαφνικά ένιωθες ολόκληρο το βάρος του ανθρώπου να γέρνει μέσα του ωσάν πνιγμός, στρόφιγγα που γυρίζει αργά-αργά και αλέθει συναισθήματα και γόους κι ελπίδες και ζωές, καταρράχτης από αγωνίες και δονήσεις ψυχικές, ένα καρδιακό αγκομαχητό που στεκόταν εκεί στη μέση της ύπαρξης
Μικρή πυριφλεγής βόμβα.
Σαν φως που αναβόσβηνε κρυφά, διάπυρη ικεσία, καθώς ο ίδιος μετείχε παρακλήσεων και προσευχών, μα και καθώς αυτός ο ίδιος μετεωριζόταν και χανόταν ανάμεσα σε σκέψεις, διανοήματα, συζητήσεις, απέραντους μονολόγους, όπου αναζητούσε μια γενναία σύμπνοια με τον ίδιο του τον εαυτό και με εκείνο το άλλο Φως, ανάβοντας στη σκοτεινιά της ψυχής το καντήλι της αγάπης, κερί αναμμένο σε τόσες μνήμες και τόσες πληγές που τον κατακλύζαν και πολεμούσε να τις σπρώξει γλυκά στο εσώτερο μέρος της καρδιάς βαριανασαίνοντας.
Στο καλό, φίλε Γιώργη, φεύγεις αναστάσιμα.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ
*Μάιος του 2021: η εκδημία του γιατρού, μουσικού (δεξιοτέχνη του μπουζουκιού), στιχουργού και καρδιακού φίλου Γιώργου Σιδερή.
No comments:
Post a Comment
Σχόλια