Πριν τριακόσια χρόνια στην πόλη Ασαμιμούρα της επαρχίας Οσεγκόρι του νομού Ιγιό ζούσε ένας καλός άνθρωπος που τον λέγανε Τοκουμπέι. Ο Τοκοουμπέι, ο πλουσιότερος άνθρωπος της περιοχής, ήταν επίσης μουρασόα, ο προεστώς δηλαδή του χωριού. Για πολλά πράγματα θεωρούσε τον εαυτό του ευτυχισμένο, ωστόσο είχε φτάσει κιόλας στα σαράντα χωρίς να έχει γευτεί την ευτυχία του πατέρα. Η γυναίκα του κι αυτός, στεναχωρημένοι που δεν είχαν παιδιά προσεύχονταν συνέχεια τον θεό Φούντο Μυό Ο, που ο φημισμένος του ναός Σαϊχοτζί βρίσκεται στην πόλη Ασαμιμούρα.
Με τα πολλά λοιπόν οι προσευχές τους εισακούστηκαν: η γυναίκα του Τοκουμπέι γέννησε ένα κοριτσάκι. Ήταν ένα πανέμορφο μωρό, το ονόμασαν Τσουγιού. Το γάλα της μητέρας του δεν ήταν καλό κι έτσι προσλάβανε μια παραμάνα, την Ο Σοντέ, να το θηλάζει.
Η Τσουγιού μεγάλωσε κι έγινε ένα πανέμορφο κορίτσι. Στα δεκαπέντε της όμως αρρώστησε κι οι γιστροί δήλωσαν πω ήταν καταδικασμένη. Τότε η Ο Σοντέ που αγαπούσε την Τσουγιού σαν κόρη της, πήγε στον ναό Σαϊχοτζί κι έκανε δέηση στο Φούντο Σάμα να τη σώσει. Κάθε πρωί, εικοσιμία ολόκληρες μέρες, πήγαινε στο ναό και προσευχόταν. Ξαφνικά μια μέρα το νεαρό κορίτσι θεραπεύθηκε.
Μεγάλη χαρά βασίλεψε στο σπίτι του Τοκουμπέι. Οργάνωσε μεγάλη γιορτή και κάλεσε όλους τους φίλους του να γιορτάσουν το χαρούμενο γεγονός. Εκείνη τη νύχτα όμως, η Ο Σοντέ, η παραμάνα, αρρώστησε κι αυτή με τη σειρά της. Το επόμενο πρωί ο γιατρός που κάλεσαν να την εξετάσει τους ανακοίνωσε πως επρόκειτο να πεθάνει.
Όλα τα μέλη της οικογένειας, με θλίψη στην καρδιά, μαζεύτηκαν γύρω από το κρεβάτι της να την αποχαιρετήσουν. Εκείνη τότε τους είπε:
- Ήρθε ο καιρός να σας φανερώσω κάτι που δεν ξέρετε. Οι προςευχές μου εισακούστηκαν. Δεήθηκα στο Φούντο Σάμα να επιτρέψει να πεθάνω εγώ αντί για την Τσουγιού κι αυτή η χάρη μού έγινε. Δεν πρέπει λοιπόν να κλάψετε για το θάνατό μου... Έχω όμως μια επιθυμία: Υποσχέθηκα στο Φούντο Σάμα ότι θα φυτέψω μια κερασιά στον κήπο του Σαϊχοτζί, το τάμα μου. Δεν θα μπορέσω όμως τώρα εγώ να φυτέψω το δέντρο. Σας θερμοπαρακαλώ όμως να το φυτέψετε εσείς... Αντίο σας, αγαπημένοι μου φίλοι, και να θυμάστε πως με μεγάλη χαρά έδωσα τη ζωή μου για να σώσω την Τσουγιού.
Αφού έθαψαν την Ο Σοντέ, οι γονείς της Τσουγιού φύτεψαν μια κερασιά στον κήπο του ναού Σαϊχοτζί. Το δέντρο μεγάλωσε και άπλωσε τα κλαριά του. Τη δέκατη έκτη ημέρα του δεύτερου φεγγαριού της επόμενης χρονιάς, επέτειο του θανάτου της Ο Σοντέ, άνθισε σαν από θαύμα.
Κάθε χρόνο λοιπόν, εδώ και διακόσια πενήντα τέσσερα χρόνια, συνεχίζει να ανθίζει τη δεκάτη έκτη ημέρα, πάντοτε του δεύτερου φεγγαριού. Τα άνθη του, ροζ και λευκά, μοιάζουν με τις ρώγες μιας γυναίκας που στις άκρες τους λάμπει σαν μαργαριτάρι σταγόνα γάλα. Οι κάτοικοι της περιοχής το ονόμασαν Ούμπα Ζακούρα, η «Κερασιά της Παραμάνας».
Κείμενα από την Ιαπωνία, Λευκάδιυ Χερν, εκδ. Ίνδικτος, 1997
No comments:
Post a Comment
Σχόλια