Μη με λυπάσαι βλέπoντάς με κλεισμένο εδώ μέσα. Μακρά η ιστορία μου. Σχεδόν όση του κόσμου. Ελάχιστα πλάσματα λατρεύτηκαν με τόσο πάθος από τους ανθρώπους όσο εγώ. Ποιητές δεν χόρτασαν να μου αφιερώνουν στίχους, ζωγράφοι όλων των εποχών να με ζωγραφίζουν σε ταβάνια, μουσαμάδες, καμβάδες. Κεντήστρες με κέντησαν ψιλοβελονιά σε κάτασπρα αυτοκρατορικά τραπεζομάντηλα και ράφτες σε ενδύματα πριγκιπικά με στόλισαν. Χρυσοχόοι με σκάλισαν υπομονετικά σε δαχτυλίδια περίτεχνα και πόρπες, γλύπτες σε μάρμαρο πλάι στης Αρτέμιδος το άγαλμα.
Ήμουνα ζώο κι έγινα ψηφιδωτό, ήμουνα ζώο κι έγινα εικόνα για προσκύνημα, έγινα ποίημα κι ας ήμουν ζώο. Έγινα κέντημα χρυσό, ζωγραφιά ποτισμένη ώχρα και τερακότα, έγινα σύμβολο της ομορφιάς, της παρθενίας και της γρηγοράδας. Και αφού έγινα πρότυπο, έγινα και στόχος. Και αφού έγινα παρομοίωση στα γράμματα των εραστών προς τις αγαπημένες, στάθηκα άξιο να με ζηλέψουνε θανάσιμα. Αβάσταχτα να με ποθήσουν όσο εκείνες.
Αγάπησαν εμένα και μίσησαν τη ζωή μου. Λάτρεψαν το κάλλος μου κι εχθρεύτηκαν την ελευθερία μου, με σκότωσαν ταλαντούχοι σκοπευτές για να χαίρονται νεκρή την ομορφιά μου στα σαλόνια τους. Πόσο άτυχο στάθηκα μέσα στην τόση χάρη μου... Άλλοι ορέχτηκαν τα κέρατά μου τα θεσπέσια κι άλλοι το δέρμα το βελούδινο. Άλλοι το περήφανο κεφάλι κι άλλοι το κρέας μου το νόστιμο. Οι άνθρωποι εξάντλησαν τα πάθη τους κατασπαράζοντας το ωραίο μου σώμα. Ποια κυνήγια να πρωτοθυμηθώ; Πόση υποδούλωση, σε πόσους τόπους; Πόσες φυλακές; Πόσους θανάτους να μετρήσω και πόσους διαμελισμούς; Πώς να συλλέξω τα σκορπισμένα στους τέσσερις ανέμους μέλη μου, που πάνω από πέτρινα τζάκια ή σαν χαλιά σε αστραφτερά πατώματα, πανωφόρια και μπιμπελό έντυσαν τη δυστυχία των ανθρώπων;
Μα ήμουν μόνο ένα ζώο, άνθρωπε... Ίσως μια στάλα ομορφότερο απ' τ' άλλα, μα ζώο που δεν ήθελε τίποτα περισσότερο από το να τρέχει, να πηδά τα ρέματα, να συναναστρέφεται τα όμοιά του, να κάνει παιδιά, να ξεδιψά στις πηγές των δασών με τις Νύμφες...
Άξιζε να με σκλαβώσετε για να παρηγοριέστε τις ώρες που το πνεύμα σας νοσεί κι η ζωή σας γίνεται πιο ζωϊκή κι απ' τη δική μου; Βάρυνε το σώμα μου, άνθρωπε, μέσα στις φυλακή που με έκλεισες. Κοίταξέ με. Το κεφάλι μου μεγάλωσε, αρχίζει να θυμίζει αγελάδας. Έχασα την ταχύτητα που κάποτε συναγωνιζόταν του ανέμου. Οι κότες στο κοτέτσι τρέχουν τώρα γρηγορότερα από εμένα. Βάρυνε η ψυχή μου, άνθρωπε, βάρυνε σαν πέτρα κι ας νομίζεις πως τα ζώα δεν έχουνε ψυχή. Τα μάτια μου που εσύ χαρακτηρίζεις ομορφότερα της πλάσης είναι πιο λυπημένα κι από τα δικά σου, είναι πιο λυπημένα κι απ' τα μάτια της σελήνης που στέκεται στους ουρανούς μονάχη. Πόσο ανόητο σ' έκανε, άνθρωπε, η δύναμή σου. Πόσο άμυαλο σε έκανε το ίδιο το μυαλό σου που σε ξεχωρίζει από εμάς.
Τις νύχτες που εσύ κοιμάσαι, άνθρωπε, ξέρεις τι ονειρεύομαι; Όρθιο στα τέσσερα πόδια μου, ονειρεύομαι πως έρχεται μια μέρα αλλιώτικη, μια μέρα που συνέρχεσαι, που μου ζητάς συγνώμη κι εγώ αναρωτιέμαι πώς θα σου τη δώσω που ούτε να μιλώ γνωρίζω, ούτε βέβαια και να συγχωρώ. Μα, τότε, λέω μες στον ύπνο μου πως αν ίσως έρθει πράγματι μια τέτοια μέρα, θα γκρεμίσεις όλες μου τις φυλακές και θα μ' αφήσεις ελεύθερο σαν πρώτα, γιατί θα έχεις κι εσύ ελευθερωθεί απ' την κατάκτηση του εαυτού σου. Θα με πας τότε, ονειρεύομαι άνθρωπε, θα με πας πίσω στο σπίτι μου, εμένα κι όλα τ' άλλα ζώα θα μας επιστρέψεις στο στο αληθινό μας σπίτι, στο δάσος το αληθινό. Στο δάσος που ορφάνεψε, στα παιδιά που δεν προλάβαμε να γεννήσουμε.
Είμαστε ζώα, άνθρωπε, και σαν ζώα, μη νοιάζεσαι, θα λησμονήσουμε. Δεν πρόκειται να σου κρατήσουμε κακία. Η δική μας φύση δεν γνωρίζει άλλωστε από κακία, ούτε από εκδίκηση. Η λησμονιά των δεινών που μας προξένησες θα είναι η συγχώρεσή σου. Η ελευθερία μας. Ο τόπος που μας πρέπει θα σου δώσει άφεση. Κι ίσως, τότε, ν' αρχίζεις πάλι να με ζωγραφίζεις στους τοίχους, να με σκαλίζεις πάνω στα μάρμαρα και να μου αφιερώνεις στίχους όμορφους μιας και θα είμαι απ' την αρχή για σένα ένας πόθος μακρινός και ανεκπλήρωτος που μόνον αυτός σαν πόθος μπορεί να γεννήσει ποίηση...