Labels

Saturday, October 6, 2012

Τα αλητήρια θαύματα





Αν είσαι αποδέκτης ή έστω παρατηρητής θαυμάτων, τότε ίσως να έχεις προσέξει πως έξω απ’ το σπίτι σου, συνήθρως, σου στήνουν καρτέρι. Λέγοντας θαύματα μιλώ για τις φευγαλέες στιγμές που σαν αποτέλεσμα μιας επαφής -  τριβής γεννάνε σπίθα, φλόγα, πυρκαγιά που φωτίζει ή καίει γλυκά τα μέσα σου και τον κόσμο όλο τριγύρω σου.

Τα θαύματα προϋποθέτουν τη συνάντηση δύο ετέρων τινών –όχι οπωσδήποτε ανθρώπων. Την προϋποθέτουν χωρίς να αποτελούν και αναγκαστικό επακόλουθό της. Γεννιούνται μέσα στη συναναστροφή του οικείου με το ανοίκειο, του γνωστού με το άγνωστο, του εντός με το εκτός, του είναι με το μη είναι, του εγώ με τον άλλον, του αυτού με το εκείνο. Συνάντηση ανθρώπου και φυσικού ή αφύσικου στοιχείου, ανθρώπου με άνθρώπο, ανθρώπου με Θεό. Γι’ αυτά τα θαύματα μιλώ – πιθανόν υπάρχουν κι άλλα.

Η έλευση των θαυμάτων είναι εξ ορισμού απροσδόκητη, η φύση τους υπερφυσική, η κατανόησή τους ανερμήνευτη, η επενέργειά τους μυστική.
Δεν προγραμματίζονται, δεν παραγγέλονται, δεν κατανοούνται, δεν αντιγράφονται, δεν επαναλαμβάνονται, δεν καταγράφονται, δεν αξιολογούνται. Αδύνατον να αποτελέσουν θέμα συζήτησης ή διαπραγμάτευσης. Αν κάποιος το επιχειρήσει θα τα δει να εξανεμίζονται σαν αέρας που δραπετεύει απ’ το μέχρι πρότινος φουσκωμένο μπαλόνι που από εκθαμβωτικό αερόστατο στους ουρανούς μετατρέπεται σε σιχαμερό σκουπίδι. Αν πάλι κάποιος τα αμφισβητήσει διαλύονται σαν σύννεφα ανήμπορα να υπερασπίσουν τον εαυτό τους, μα και παντελώς αδιάφορα για την επιβεβαίωσή τους.

Η θαυματοποιημένη ύπαρξη –ως πανδοχείο των θαυμάτων- τα αναγνωρίζει αμέσως με όποια μορφή κι αν την επισκεφτούν,  -συχνά προσέρχονται μασκαρεμένα. Συμβιώνει μαζί τους και τους υποτάσσεται σε βαθμό να τους παραδίδεται ολοκληρωτικά -άνευ όρων.
Τα θαύματα μοιάζουν να αναγνωρίζουν με αντίστοιχη ευκολία τη φιλόξενη ύπαρξη. Την τροφοδοτούν σαν τροφός μέσω ενός υπόγειου ομφάλιου λώρου, την ξαφνιάζουν σαν φθινοπωρινά πρωτοβρόχια, τη γλυκαίνουν ποικιλλοτρόπως.

Μάλλον  πρέπει να παραδεχτούμε πως πρόκειται για μια αμοιβαία ερωτική σχέση ορατού και αοράτου όταν αναφερόμαστε στη σχέση ανθρώπου και θαύματος.

Πρέπει μάλλον να παραδεχτούμε και κάτι επιπλέον. Πως τα θαύματα είναι αυτόνομα, αυτόβουλα, ιδιότροπα, σκερτσόζικα, απρόβλεπτα και κυρίως αντάρτικα και αλητήρια. Απεχθάνονται τις ιδέες, τις σκεπές, τα υπόστεγα, τις ηθικές, τους κανόνες. Είναι και παιχνιδιάρικα.
Όταν μοιάζουν να μας εγκαταλείπουν απλώς παίζουν μαζί μας κρυφτό. Αρέσκονται να τα αποζητούμε κι ας μην γνωρίζουμε το όνομά τους, να μετράμε και να ξαναμετράμε ακούραστα με κλειστά μάτια στον τοίχο της υπομονής μέχρι το δέκα, το εκατό, το χίλια... για να φανερωθούν ή να μας επιτρέψουν να βρούμε την κρυψώνα τους. Άλλοτε ξεπροβάλλουν από μόνα τους με κίνδυνο να μας τρομάξουν κι άλλοτε μπορεί να μας κάνουν να σκάσυμε απ' την αναμονή. Μα αργά ή γράγορα φανερώνονται. Τα θαύματα δεν υπάρχουν χωρίς εμάς, ακριβώς όπως κι εμείς δεν υπάρχουμε δίχως αυτά. Όποιος χώρισε τον εαυτό του απ’ τα θαύματα χωρίστηκε στα δύο. Είμαστε μαζί τους από τη στιγμή που ήρθαμε στον κόσμο μέσω του πρώτου μεγαλειώδους θαύματος της ύπαρξης. Απ’ την πρώτη ανάσα μας. Εξαιτίας τους υπάρχουμε κι όσο τα ταχταρίζουμε, τα εμπιστευόμαστε και τα φροντίζουμε, τόσο αυξάνονται, μεγαλώνουν, ενώνονται μαζί μας ανταποδίδοντάς μας όλη τη φροντίδα πολλαπλάσια.

Πολλών ειδών τα θαύματα, αναρίθμητων τεχνοτροπιών, μεγεθών, φύσεων. Μα δεν μιλώ  για εκείνα που ευχόμαστε να συμβούν ή που διεκδικούμε για τη ζωή μας, την οικογένειά μας, τους φίλους μας ή τη δουλειά μας. Δεν μιλώ καθόλου για όσα θέλουμε να χαλιναγωγήσουμε, να οδηγήσουμε, να κατευθύνουμε, ανυποψίαστοι για το τι ζητάμε. Αυτά δεν με αφορούν ιδιαίτερα γιατί στην πραγματικότητα δεν τα θεωρώ θαύματα. Εγώ μιλώ για τα αλητήρια θαύματα που δεν υποκύπτουν σε κανέναν άλλον νόμο εκτός απ’ αυτόν της ελεύθερης στιγμιαίας συνάντησης. Αυτά που ξεπροβάλλουν στο δρόμο από αθέατες γωνιές, σκοτεινά περάσματα, τόσο μικροσκοπικά που μπορούν να μας προσπεράσουν και να μην το αντιληφτούμε, καμιά φορά κακομούτσουνα που με φυσικότητα θα αποστρεφόμασταν, κοινά σαν τους μανάηδες της λαχαναγοράς, καμιά φορά οργισμένα ή απολύτως βουβά, -δηλαδή...  ένα τίποτα...

Πόσα σπουδαία θαύματα είναι σαν ένα τίποτα, κρυμμένα μέσα σ’ ένα τίποτα, προστατευμένα στην πιο μυστική σπηλιά του κόσμου: αυτό το μοναδικό αρχιτεκτόνημα του Τίποτα. Του πλέον ελάχιστου κλάσματος ενός δευτερολέπτου.


Τώρα που τα χωράφια τρέχουν πίσω μου πανικόβλητα κι ο ουρανός με κρατά γερά απ’ τα μαλλιά, τώρα που η μαυροντυμένη γριά δίπλα μου στηρίζει τα όνειρά της στο κρύο τζάμι σαν στον κρύο θάνατο που της πάγωσε τα χείλια, συμβαίνουν θαύματα. Τώρα που η καρέκλα απέναντί μου έμεινε φαλακρή ενώ πριν δυο λεπτά είχε το κεφάλι ενός ξανθού μικρού θεού, και τα δαχτυλίδια μου κοιτάζουν ένα την ανατολή κι ένα τη δύση παραμένοντας στα δάχτυλα των χεριών μου, πόσα θαύματα γεννιούνται...
Τώρα που τα βαμβάκια, -αχ αυτά τα λεχούδια βαμβάκια, άτρωτες χιονόμπαλες απ’ τα καυτά βέλη του Οκτωβριανού ήλιου- ξυπνούν τη μαυροντυμένη κι αυτή τόσο αθώα βγάζει το δεξί της χέρι απ’ το αριστερό βυζί της που το είχε αποθέσει να το ξεκουράσει, απαντά στο κινητό της, τρώει ένα μπισκότο, τεντώνει τα γεμάτα φλεβίτη πόδια της κι όλο τσιμπολογά κι όλο κοιτάζει τα βαμβάκια έξω απ’ το παράθυρο, κι όσο κοιτά τα λεχούδια, τα μαργαριτάρια που φορά στ’ αφτιά της την τυλίγουν, ενώνονται, φτάνουν να την περκλείουν με τρόπο που μέσα σε ελάχιστο χρόνο να μεταμορφώνεται όλη σ’ ένα μαργαριτάρι, εγώ βουτώ στη θάλασσα απ’ την οποία κάποιος άγνωστος ψαράς ψάρεψε αυτό το σμαραγδένιο όνειρο να βρω το ταίρι του...