Σάντοβα – Κουμπουλούγκ – Ιάσιο – Βουκουρέστι – Θεσσαλονίκη. Μ’ ένα αυτοκίνητο, δυο τρένα κι ένα αεροπλάνο.
Διασχίζοντας τη Ρουμανία με το τρένο από το Βορά προς το Νότο ο δρόμος γίνεται νυστέρι που σχίζει καθέτως τα σπλάχνα μου. Από την βόρεια Σάντοβα των ψηλών βουνών με τα θεόρατα έλατα και τις καταπράσινες κοιλάδες που ποτίζονται από νερά ακατάπαυστης ροής τροφοδοτώντας ζώα και ανθρώπους, στις απέραντες πεδιάδες του νότου με τα σιτάρια, τους ηλιόσπορους και τα καλαμπόκια.
Από τους ήχους των ξυλοκόπων – προσερχόμενους άλλοτε από το τσεκούρι κι άλλοτε από την ηλεκτρική πριονοκορδέλα-, τα κελαηδίσματα των πουλιών και τα τόκο τοκ των αλόγων που σέρνουν τις καρότσες με το σανό, τις κόσες και την ξυλεία, στις ράγες των τρένων, τα κινητά τηλέφωνα και τους ψιθύρων των επιβατών.
Από τα χλωρά αρώματα των δασών, της κοπριάς των ζώων και των χειροποίητων καπνιστών χοιρινών, στη μυρωδιά των ανθρώπινων σωμάτων αγροτών, τσιγγάνων, τουριστών, νέων και γέρων.
Από το πρωινό φρέσκο γάλα της αγελάδας και τη νυχτερινή βροχή των αστεριών, στο συσκευασμένο κακάο και τον ήλιο μέσα από το τζάμι της αμαξοστοιχίας.
Από τις αγροικίες των χωριών της υπαίθρου και την απόλυτη ανοιμοιομορφία τους, στα ξεπεσεμένα αρχοντικά του παρελθόντος και τις καταθλιπτικά ομοιόμορφες πολυκατοικίες του καθεστώτος στο Ιάσιο και το Βουκουρέστι.
Από τις αυλές, τα μποστάνια και τους μπαξέδες, στους τσιμεντένιους δρόμους των δύο μεγαλύτερων πόλεων της Ρουμανίας.
Από τον φρέσκο αέρα στο καυσαέριο.
Από την προσωπική καλημέρα που ανταλλάσουν όλοι περπατώντας στο χωριό, στην σιωπή, τον εγκλεισμό, το κέλυφος, τον φόβο των κατοίκων κάθε άστεως.
Από τα κάρα στα αυτοκίνητα,
από τα μουγκανίσματα στις κόρνες,
απ’ την ανταλλαγή στην αγορά και πώληση στο χρήμα.
Από τα αρώματα στην αοσμία ή κακοσμία.
Από την πορσελάνινη ξυλόσομπα στο καλοριφέρ κι από το πηγαδίσιο νερό, στης βρύσης.
Από τα λασπωμένα παπούτσια, στα άθικτα που τίποτα δεν μπορεί να τα λεκιάσει, να τα φθείρει, να τους δώσει χαρακτήρα και ιστορία.
Καθώς -και όσο- απομακρύνομαι απ’ τη ζωή που έζησα τις τελευταίες δέκα μέρες στην ύπαιθρο της Μολδαβίας και συγκεκριμένα στο πανέμορφο χωριό της Σάντοβας, τόσο απομακρύνομαι από την αληθινή ζωή και τα δώρα της.
Μοιάζει μάταιο να αγωνίζομαι να συγκρατήσω μέσα μου εικόνες, ήχους και αρώματα που με πλημμύρισαν αδιάπτωτη χαρά όλες τούτες τις μέρες. Αν και τα συσκεύασα όλα όσο καλύτερα μπορούσα προκειμένου να τα πάρω μαζί μου, τώρα θαρρώ πως γλιστρούν μέσα απ’ τα ανοιχτά μου δάχτυλα, την αδύναμη μνήμη μου και την τρύπια καρδιά μου.
Προσπαθώ περισσότερο. Μπορώ. Μπορώ και καλύτερα. Και περισσότερο μπορώ. Μετατρέποντας την εμπειρία σε λέξεις ήδη αυτή αποκτά μια διάρκεια –έστω και μειωμένης ένταης.
Ελπίδα να μη χάσω ποτέ τα ίχνη που ανάστησαν το είναι μου.
Μα κι αν ακόμα το μυαλό τα λησμονήσει όλα και η συνήθεια κυριαρχήσει πάλι ισοπεδωτικά στην καθημερινότητα, η μετάγγιση του αίματός έγινε και δεν αλλάζει.
Τώρα, μέσα μου ρέει με ακατάπαυστη ροή το αίμα των
βουνών της Μολδαβίας.
Κι αν έρθει ώρα που το χάσω ολακερο σε κάποια αιμορραγία
θα πάω να συναντήσω το κομμάτι
που λίγο προτού φύγω άφησα εκεί...
Τι ταξίδι!!!
ReplyDeleteΠάντως όχι για πολλούς.. θα το πάρω από την αρχή γιατί με γοήτευσε το τέλος:-)
Σ' ευχαριστώ!
ReplyDelete