Περπατώ σε μια άγνωστη πόλη. Πάντα σε μια άγνωστη πόλη περπατώ κι ας μου κάνει τερτίπια αλλάζοντας διαρκώς το όνομά της, να νομίζω πως άλλοτε την ξέρω κι άλλοτες όχι, για να μου κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον. Κοπιάζει άδικα μιας και το δικό μου ενδιαφέρον για την πόλη, -την ίδια μα και πάντα διαφορετική-, είναι αναρριχώμενη περικοκλάδα που σκαρφαλώνει ασυγκράτητη από την αδηφάγο μου ψυχή στα διψασμένα μάτια. Αλλά αυτό η πόλη δεν το γνωρίζει, ή κάνει πως το αγνοεί μιας και την κολακεύει ιδιαίτερα…
Κατεβαίνω από το αυτοκίνητο για να την περπατήσω. Την πόλη πρέπει να την περπατάς σα σώμα. Δεν κάνει να σε μεταφέρει πάνω της κανένα ξένο όχημα εκτός του είναι σου. Ειδάλλως κινδυνεύεις να συνθλίψεις άθελά σου αβλεπί όλη της τη μυστική ευαισθησία. Βρίσκω ένα ποτάμι και περπατώ πλάι σην κοίτη του βαδίζοντας σύμφωνα με τη ροή του. Είναι από τις ελάχιστες φορές που τα βήματά μου δεν εναντιώνονται στη ροή ενός ποταμού.
Θα φτάσω όπου φτάνει, υπόσχομαι.
Όπου πνίγεται δε θα πνιγώ.
Μπροστά στους μεγαλοπρεπείς καταρράκτες θαμπώνομαι από τη γενναιοδωρία του νερού που διάφορος καμικάζι καταγκρεμνίζεται απ' το βράχο, όχι για να σκοτώσει και να σκοτωθεί, μα για να αναστήσει και να αναστηθεί. Τον Λόγγο της Έδεσσας ν’ αναστήσει, στα στεγνά χείλη των ανθρώπων ν’ αναστηθεί νεράκι πόσιμο. Ναι, σήμερα η πόλη επέλεξε να τη βαφτίσουν Έδεσσα.
Τα πουλιά υμνούν ακατάπαυστα την αλτρουιστική θυσία του νερού ως άλλοι άγγελοι, το ίδιο φτερωτοίμε τους πρωτογενείς ωστόσο, ενώ ο αέρας χρωματίζει τους παφλασμούς των νερών σπάζοντας τη μονοχρωμία της αμετάκλητης ροής τους.
Δυο μελαχρινά πεντάχρονα μπισκοτολούκουμα μπροστά στη βιτρίνα του παγωτατζίδικου κάνουν δηλώσεις σοβαρές:
- Εγώ θα φάω όλα τα χωνάκια, λέει το ένα.
- Εγώ όλα τα παγωτά, το άλλο.
Κρυφογελάνε κουτσουδόντικα οι μικροί συνωμότες και με κοιτούν που τα κοιτώ σα παγωτό που λιώνει στη πυρωμένη αθωότητα των ματιών τους.
Πλησιάζω τον μεγάλο καταρράκτη. Μας χωρίζει τώρα μια απόσταση ασφαλείας τόση όση απαιτείται να διανύσω ωσότου γίνω από άνθρωπος νεράιδα.
- Πρόσεχε, μείνε εκεί που είσαι, μη προχωράς, θέλεις δουλειά μέχρι να γίνεις νεράιδα…
- Ναι, έχω να γράψω μερικά βιβλία ακόμα… Πες μου, ακούς τον παφλασμό των υδάτων;
- Ακούω τον παφλασμό της φωνής σου…
- Των νερών;
- Της φωνής σου…
Περπατώ στο ρυθμό του βαλς που το πλανόδιο Κινεζάκι παίζει στο china κασετοφωνάκι του. Αφού ο καταρράκτης ακόμα χύνεται γενναιόδωρα στον Λόγγο, εγώ γιατί να σταματήσω;
Κι ενώ ανηφορίζω προς τη στέρεη ζωή της πόλης αφήνοντας πίσω τη ρευστή, απορώ πώς γίνεται και η κασέτα χάνει στροφές σαν τους δίσκους των αλλοτινών πικάπ. Πέφτω πάνω σε άλλα δυο μελαχρινά μπισκοτολούκουμα, ουδαμώς πεντάχρονα πενηντάχρονα μάλλον, που το ένα παίζει σαξόφωνο και τ’ άλλο τουμπελέκι. Δεν ήταν, λοιπόν, η κασέτα που έχανε στροφές. Η μεθυσμένη τους ανάσα ήταν.
Αφήνω το ευρώ μου ως οφειλή στη μουσική που συνέχει τα σύμπαντα ακόμα κι αν στη διαδρομή μέχρι τ' αφτιά μας κακοποιείται άκακα, και συνεχίζω αποφασισμένη να προσπεράσω με βήμα ταχύ την τσιμεντένια ζωή προκειμένου να βουτήξω σαν ελάχιστη μέλισσα στις ανθισμένες κερασιές του Λόγγου. Μήπως, λέω, και λευκανθεί μέσα τους η καρδιά μου προτού φύλλο ροήσουν κι αυτές κι εγώ…
Εύηχη και εμμελής η ωδή στη γενέτειρά μου!
ReplyDeleteΈνα θερμό ευχαριστώ εκ μέρους και των άλλων Εδεσσαίων.
Δεν ήξερα πως είναι γενέτειρά σου... χαίρομαι ιδιαιτέρως λοιπόν που το κείμενο την τραγούδησε κατά την καρδιά σου...
ReplyDeleteΔεν σας είχα πει πως είχα τον μακαρίτη τον Λάζαρο καθηγητή εκεί;
ReplyDeleteΝαι... το θυμήθηκα μετά...
ReplyDelete