Labels

Wednesday, December 23, 2009

"Το Συμβάν" - κεφ.6ο (Προδημοσίευση του νέου μου μυθιστορήματος)




6
Άνθρωποι ήσυχοι ήτανε οι γονείς μας που ήξεραν να κοιτάζουν τη δουλειά τους. Και οι δικοί μου, και ο πατέρας της Ελισώς, κι ας τον είχε σκληρύνει ο θάνατος της γυναίκας του. Μα άνθρωποι που στο πάρε δώσε με τους άλλους πείθονταν εύκολα ή κι αν δεν πείθονταν δεν ήθελαν να έρχονται σε ρήξη. Ο νους τους δεν τους βοηθούσε να υπερασπίσουν τα παιδιά τους ούτε την αγάπη τους σε μια τέτοια ηλικία. Και μάλιστα, τόσο διαφορετικά παιδιά που δεν ήταν σαν όλα τα παιδιά του κόσμου. Κι ακόμα χειρότερα: Η μία κόρη Χιώτη φαρμακοποιού κι ο άλλος κάποιου πρόσφυγα επιστάτη γιος.

Κόσμος ολόκληρος ήταν ο Κάμπος. Και μέσα σ’ αυτόν ήταν τόσο εύκολο να ονομάσεις «παράξενο», ύστερα «αλλόκοτο» και στο τέλος «κακό», αυτό που δεν καταλαβαίνεις. Που ξεφεύγει απ’ τον κανόνα ενός κόσμου ολόκληρου. Διαφορετικός ήταν ο κόσμος της Χώρας, ίσως πιο ανοιχτός, με πιο φιλελεύθερες απόψεις, αλλά όχι ικανές να υπερασπίσουν ό, τι ξεχώριζε. Γιατί όλα τα κάναμε και σε όλα βοηθούσαμε, όμως το βλέμμα μας ήταν απόμακρο. Αυτό μας καταλόγιζαν. Η σκέψη μας αλλού. «Πετάτε στα σύννεφα», μας έλεγαν. Το νιώθαμε. Δεν έλεγαν ψέματα, ούτε υπερβολές. Τα λόγια μας λίγα και κάποτε ακατανόητα. Ο ένας ζούσε για τον άλλον κι αυτό δεν κρύβεται. «Τι δουλειά έχεις εσύ με την πριγκιπέσσα», έλεγαν σ’ εμένα. «Από πού κι ως πού εσύ με τον πρόσφυγα», έλεγαν σ’ εκείνη, και πολλά άλλα παρόμοια που στ’ αφτιά μας ακούγονταν άλλοτε αστεία, άλλοτε πικρά, μα πάντα οπωσδήποτε παράλογα.


Μόνον ο παππούς Νικήτας καταλάβαινε. Αυτός όμως ήταν από άλλον κόσμο. Άνθρωπος γραμματιζούμενος ήτανε, είχε τελειώσει την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, μα δεν ήταν αυτό που τον είχε καθορίσει. Ήταν η ζωή του όλη. Μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, πολέμους και μετά στα ποντοπόρα πλοία, είδε πολλά. Ταξίδεψε. Γνώρισε κόσμους μεγαλύτερους από τον κόσμο του Κάμπου και τον κόσμο της Χώρας. Κάποιοι ήταν και ομορφότεροι. Ανθρώπους κάθε λογής, καταγωγής, κάθε φυλής, συναναστράφηκε. Μίλησε με φτωχούς και πλούσιους. Σοφούς ανθρώπους, έξυπνους εμπόρους, ανίκανους και αλαζόνες, απατεώνες, λωποδύτες και ανάλγητους. Όταν γέρασε πια και δεν τον κρατούσαν και πολύ τα πόδια του, όσο κι αν το ’λεγε η καρδιά του, τ’ άφησε όλα τούτα πίσω του. Και στο λιμάνι της Μασσαλίας μια γυναίκα μαζί με ένα κομμάτι της καρδιάς του. Τι είχε αυτή η γυναίκα που δεν το είχε η Μαρικούλα του;

Αυτό δεν το μαρτύρησε ποτέ. Ακόμα κι εγώ το έμαθα, αφότου εκείνος έφυγε απ’ τη ζωή και η δική μου άλλαξε όπως αλλάζει η μέρα με τη νύχτα.
Ίσως γι’ αυτό έκανε τα πάντα για να προμηθεύεται βιβλία. Να διαβάζει τα βράδια ανενόχλητος ξανά και ξανά τα ίδια μυθιστορήματα και τους μεγάλους ποιητές. Φαίνεται πως εκεί την συναντούσε. Ήταν θαρρείς η πρωταγωνίστρια των ιπποτικών μυθιστορημάτων, η μούσα των ποιητών, το ανέφικτο που γεννιέται απ’ το ποτάμι του λόγου προσωποποιημένο γι’ αυτόν σε μιαν ανάμνηση. Μια γυναίκα απ’ αυτές που πολλοί θα ήθελαν δίπλα τους μα μόνο οι ποιητές κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν. Τις περισσότερες φορές κι αυτοί ακόμα, μόνο μέσα στην παγίδα των γραφτών τους: το αντικείμενο του μεγάλου πόθου που μένοντας ανεκπλήρωτος συχνά ελκύει την μεγάλη τέχνη. Σαν αυτήν του Έλιοτ και του Πεσόα. Των δύο συνομήλικών του μεγάλων ποιητών.

«Υπάρχουν γυναίκες που δε πιάνονται», μου είπε ένα βράδυ, λίγο πριν αρρωστήσει. «Δεν είναι όλες οι γυναίκες ίδιες κι ας λένε αυτοί που τάχα γνώρισαν πολλές. Καμιά δεν γνώρισαν στ’ αλήθεια και καμιά δεν κατάλαβαν. Είναι κάτι γυναίκες αλλιώτικες. Περνούν από μπροστά σου ίδια αστραπή. Αν απλώσεις το χέρι ή θα καείς ολόκληρος ή θα γλιτώσεις με κανένα έγκαυμα βαθιά στην καρδιά σου, απ’ το οποίο δε θα γιατρευτείς ποτέ. Αυτές, καλύτερα να τις αφήνεις να περνούν. Να μην απλώνεις το χέρι. Γιατί αν καείς από δαύτες η μόνη σου παρηγοριά θα είναι κάποτε να λες πως, μπορεί να κάηκα, αλλά, τουλάχιστον άγγιξα τον κεραυνό...». Όσο τον άκουγα τόσο βεβαιωνόμουν πως ο δικός μου κεραυνός ήταν η Ελισώ. Ένα κορίτσι τόσο διαφορετικό από όλα τα άλλα. Ένα κορίτσι που όταν το έβλεπες να περπατά άστραφτε στο πέρασμά του ο κόσμος. Γιατί όμως θα έπρεπε να την αφήσω; Γιατί να μην απλώσω το χέρι μου να την κάνω δική μου; Δε θα μπορούσα άραγε μέσα από την αγάπη μου να μεταμορφώσω τον κεραυνό σε φλόγα ήπια και ζεστή που μόνο ζεσταίνει; Αναρωτιόμουν μέσα μου και μόνος μου απαντούσα πως, είτε είναι κεραυνός είτε οχι, εγώ δεν μπορώ παρά να την αγαπώ τρελά και να ζω μόνο γι’ αυτήν νύχτα και μέρα. Ο παππούς, σαν να άκουσε τις μύχιες σκέψεις μου, κατέληξε: «Μα πάλι, τι είναι ο άνθρωπος και τι το μερτικό του... Μπορείς να πεις σε κάποιον: μην το κάνεις αυτό; Όχι, δεν το μπορείς. Αν είσαι πλασμένος ν’ αγγίξεις κεραυνό θα τον αγγίξεις, πάει τέλειωσε. Κότσια να ’χεις μετά να ζήσεις καμένος, μισός, σακατεμένος...». Ήμουν, λοιπόν, κι εγώ πλασμένος ν’ αγγίξω τον κεραυνό. Θα τον άγγιζα και μετά ας καιγόμοουν ολόκληρος. Ήμουν αποφασισμένος για όλα.

Έτσι η ζωή του παππού γινόταν υποφερτή μέσα στον πανέμορφο και ασφυκτικό Κάμπο, αφότου έφυγε απ’ τα καράβια. Έτσι μπορούσε να κρατά κλεισμένο στο σεντούκι της καρδιάς του το βαρύ μυστικό θησαυρό του. Διαβάζοντας βιβλία που κανείς δε διάβαζε τότε σε όλο το νησί. Νόμιζα στην αρχή πως διάβαζε να παρηγορηθεί για τον θάνατο της γιαγιάς μου. Δεν ήξερα τον άλλον του βαθύ καημό. Γιατί ακόμα και τον καημό της αγάπης διπλό τον είχε αυτός ο άνθρωπος.

Σαν ήμουνα μικρό παιδί ακόμα, μ’ έπαιρνε αγκαλιά τις νύχτες, καλά καλά σχολειό δεν πήγαινα, και μου διάβαζε τα βιβλία που κρατούσαν άσβηστη τη φλόγα της αγάπης του. Νωπό το έγκαυμα του έρωτα που τον σημάδεψε ανεξίτηλα. Του έρωτα που άφησε πίσω για πάντα, σαν την χερσόνησο της Ερυθραίας, σ’ ένα άλλο λιμάνι πολύ πιο μακρινό, στο οποίο, όπως και στην πατρίδα του, ποτέ δεν θα επέστρεφε.

Δεν κατάλαβα για πότε ο σπόρος της ποίησης με μεταμόρφωσε σ’ ένα πλάσμα διαφορετικό για το οποίο θα καμάρωναν μόνον δυο άνθρωποι: Ο παππούς μου και η Ελισώ. Ίσως, τώρα που το σκέφτομαι ξανά, να μην ήταν αιτία για την αποχή μου από το κυνήγι ο έρωτάς μου, αλλά η ποίηση που με διαπότισε ως το μεδούλι της ψυχής μου. Γιατί η ποίηση είναι ίσως το μόνο πράγμα στον κόσμο που στέκεται στον αντίποδα της βίας, ως απόλυτος έρωτας των πάντων.

 .......................................................................................................................................


 ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΜΕ ΧΑΡΑ, ΑΓΑΠΗ, ΚΑΛΗ ΚΑΡΔΙΑ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑ
ΣΕ ΟΛΟΥΣ!

8 comments:

  1. Βασιλική σήμερα είχα λίγο χρόνο περισσότερο και περιηγήθηκα προς τα πίσω στις αναρτήσεις σου.. Είδα παλαιότερες πριν μήνες, σε κάποιες σχόλια και απαντήσεις σου..
    Να είσαι καλά, να συνεχίσεις πάντα έτσι δημιουργικά! Τις θερμότερες ευχές μου, καλές γιορτές!

    ReplyDelete
  2. Όλα τα καλά κι όλα τα όμορφα μαζί σου! Να εισαι γερή και να προχωράς πάντα μπροστά μαζί με όλους όσους αγαπάς και σ' αγαπούν!

    ReplyDelete
  3. καλά Χριστούγεννα σε όλους μας. ωραίo να έχεις φίλους μέσω διαδικτύου αλλα η προσωπική επαφή, ένα χάδι, μια αγκαλιά, ένα φιλί, αναντικατάστατα. όσο και να προσπαθούν, αυτά δεν θα καταργηθούν!

    ReplyDelete
  4. Καλά Χριστούγεννα, φως στον κόσμο, που όσο σκοτεινός κι αν δείχνει δεν παύει να είναι "μετά Χριστόν"!

    ReplyDelete
  5. Καλά Χριστούγεννα, Βασιλική.

    ReplyDelete
  6. Kαλέ μου Ανώνυμε, Θεός φυλάξοι αν αντικαθιστούσαμε το φιλί και την αγκαλιά, το μοναδικό και ανεπανάληπτο προσωπο του άλλου με την οθονη και το διαδίκτυο... Χρόνια πολλά και καλά και φίλα, αγκάλιαζε, χάιδευε όσου έχεις κι αγαπάς!

    ReplyDelete
  7. Χρόνια πολλά κι ευλογημένα Α. κι ό,τι κι αν κάνει ο κόσμος, ό,τι αν κάνουμε κι εμείς, ο Χριστός μας χωρά και μας θέλει, δε φοβόμαστε...

    ReplyDelete
  8. Χρόνια πολλά κι ευλογημένα Αντώνη μου!

    ReplyDelete

Σχόλια