Labels

Saturday, April 15, 2017

Και πώς αλλιώς να ανστηθώ; Πώς να ανθίσω;


Και ενώ η φλογερή μπάλα που με έναν λόγο σου έγινε τη φωτιά της κρύβει, και ενώ η χωμάτινη σφαίρα που με άλλον λόγο σου δημιουργήθηκε γίνεται κομμάτια και το καταπέτασμα του ναού σχίζεται στα δυο, τα χειροποίητά σου πλάσματα λένε πως πέθανες επειδή τα μάτια τους πια δε σε θωρούν, τα αφτιά τους η γλυκιά φωνή σου δεν αγγίζει, το πάγκαλο σώμα σου νεκρό στο ξύλο κρέμεται κι η ψυχή σου ολόφωτη δρασκελίζει τις πύλες του Άδη.

Κι όμως κι αν ο απάνω κόσμος θρηνεί, ο κάτω κόσμος θάλλει. Ανθίζουνε οι πεθαμένες κερασιές, κελαηδούν και πάλι τα νεκρά αηδόνια, μυριάδες ψυχές φαρμακωμένες από την αναμονή αιώνων, παγωμένες από το ψύχος της αμφιβολίας, θλιμένες από το αβάσταχτο ερώτημα της ύπαρξής σου ριγούν στο άκουσμα των βημάτων σου, αστράφτουν στη θέασή σου, τρέχουν να σε συναντήσουν. Σε κυκλώνουν και δε χωρούν. Σπρώχνονται ποια θα περάσει πρώτη. Ο Άδης σπαράζει κι εκείνες γελούν. Ο Άδης πικραίνεται κι αυτές πλημμυρίζουν γλύκα ανείπωτη. Ο Άδης βρυχάται κι αυτές τραγουδούν. Ο Ιωάννης τους είχε πει τα μαντάτα λίγο πιο πριν. Ο Άδης τον ειρωνεύτηκε, μα οι ψυχές που σε προσδοκούσαν διψασμένες έλαφοι σκίρτησαν. 
Μη σταματάς Κύριε, μίλα μας, σου λένε. Ήταν βαριά η σιωπή της απελπισίας μας. Μείνε κοντά μας Κύριε, σου λένε, με έσενα οι αλυσίδες του θανάτου γίνονται φτερά που μας ταξιδεύουνε στα ουράνια. Πάρε μας μαζί σου Κύριε, σου λένε, πάρε μας στην αγκαλιά σου, εσύ που είσαι το παιδί της αγκαλιάς. Της αγκαλιάς του Θεού Πατέρα, της αγκαλλιάς της Παρθένου Μαρίας, της αγκαλιάς της Φάτνης, του Ιορδάνη, των ασθενών που θεράπευσες, της Συναγωγής που δίδαξες, του Σταυρού που σε σταύρωσαν, του Ιωσήφ και του Νικοδήμου. Της αγκαλιάς του Άδη που μόνο αυτή δεν μπορεί να σε κρατήσει, Κύριε. Μόνο αυτή δε σε χωρά, δε σε αντέχει, διαλύεται, κομματιάζεται, γίνεται σμπαράλια και θρύψαλα.
Και περνούν οι ψυχές. Και χύνονται στην αγκαλιά σου, παιδί της αγκαλιάς. Και περνούν οι αιώνες. Και τρυπώνουν στην αγκάλη σου, παιδί των αιώνων.  Και φτάνουν κάποτε και οι πλέον αγαπημένες σου ανήμπορες, διαλυμένες από το θρήνο και τη μετάνοια. Κι εσύ τις αρπάζεις από τους ισχνούς καρπούς τους. Εσάς θα αφήσω, τις ρωτάς. Εσάς που έπλασα με τα ίδια μου τα χέρια; Έλα Αδάμ μου κι εσύ Εύα μου, φτάνει ο θρήνος. Κλαύσατε αρκετά.  Τώρα παιδιά μου θα σας πάρω εκεί που πρώτος μπήκε ο ληστής. Εσείς φύγατε σαν κλέφτες. Ο ληστής μπήκε κλέβοντας την αγάπη μου και σας περιμένει.

Πεθαίνει ο Άδης, ανεβαίνουν οι ψυχές στα ουράνια κι εγώ, Κύριέ μου, σε αισθάνομαι στη ρίζα της καρδιάς μου, ζώντα. Πιο ζωντανό κι από πριν που ήσουν στη γη σε αισθάνομαι, αφού κατέβηκες στον Άδη της καρδιάς μου.  Και πώς αλλιώς να αναστηθώ, αν δεν έφτανες ως εκεί κάτω; Πώς να αναστηθώ εγώ αν δεν είχες αναστήσει πρώτα τους γονείς μου, τους παππούδες μου,  τους προπάτορές μου; Πώς αλλιώς να ανθίσω, Κύριε,  τούτη την Άνοιξη, αν εσύ δεν ξεδιψάσεις τη ρίζα μου πρώτα;
Ποταμός η Ανάστασή σου. Η αγάπη σου χείμαρρος. Το φως σου ενώνει τους παλαιούς των ημερών με ανθρώπους σαν κι εμένα του σήμερα. Ξεδίψασε μας, Κύριε.  Εσένα διψούμε. Την ανυπέρβλητη στοργή σου. Την αγκαλιά σου, Υιέ της αγκάλης.
Αναστήσου, Κύριε,  και ανάστησέ μας...





1 comment:

  1. Εξαιρετικό! Καλή Ανάσταση, βασιλική!

    ReplyDelete

Σχόλια