Labels

Tuesday, March 8, 2016

Όταν ήμουν πρόσφυγας - της Σοφίας Χατζή




   Η ιστορία αυτή απευθύνεται και σε όσους  δεν αγαπούν να κινδυνολογούν και σπλαχνίζονται τους αναγκεμένους αδελφούς που δεν επέλεξαν αυτοί οι ίδιοι να είναι πρόσφυγες.

'Ημουν στα 1992 στο Βελγικό Κονγκό.Εργαζόμουν εθελοντικά στην Ορθόδοξη Ελληνική Ιεραποστολή.

Ήταν βράδυ, όταν ακούσαμε στην Μισσιόνα στην πόλη Κολουέζι, φωνές, πόρτες να σπάνε και πυροβολισμούς.
Οι σφαίρες έπεφταν στα ντουβάρια και σφηνώνονταν ή εξοστρακίζονταν. Τρέχαμε μακριά από τα παράθυρα, σκυμμένοι.
Οι αντάρτες είχαν εισβάλλει στην αυλή και απειλούσαν τον Ιεραπόστολο πατέρα Μελέτιο ότι θα του κόψουν το κεφάλι.
Μ' έβαψαν στο πρόσωπο με καρβουνόσκονη και μου φόρεσαν ένα μαντήλι στο κεφάλι να φαίνομαι μαύρη απο μακριά.
Το παιδί, Θεανώ, πρόσεχε το παιδί φώναζε ο παπά - Μελέτης σε μια συνεργάτιδα ηλικιωμένη του κλιμακίου.
Εγώ ήμουν το παιδί.
Εκείνο το βράδυ και όλα τα επόμενα ζούσαμε με τον τρόμο παρέα....Έρχονταν τα νέα από παντού , στο διπλανό μοναστήρι των καθολικών σκότωσαν την ηλικιωμένη καλόγρια και βίασαν μαζικά την νεαρή Βελγίδα μοναχή.
Εμφύλιος μεταξύ δυο φυλών και αλληλοσκοτώνονταν , μπήκαν στα σπίτια των λευκών και των τελευταίων Ελλήνων του Κολουέζι και τους έκλεβαν, μέχρι τους τοίχους γκρέμιζαν.
Όλοι οι Έλληνες έβρισκαν καταφύγιο στην Ιεραποστολή. Ήταν πόλεμος, το μέγκα το ελληνικό κανάλι είχε έρθει να καλύψει το γεγονός. 1992.

Πήγαμε μαζί με τον Πατέρα.Κύριλλο με το φορτηγάκι μέχρι το μοναστηράκι του αγίου Νεκταρίου να πάρω τα πράγματα μου, να είμαστε έτοιμοι να φύγουμε ...και στο δρόμο μας σταμάτησε με την απειλή του  όπλου ένας μαύρος στρατιώτης,  μας ανάγκασε να τον μεταφέρουμε στο  στρατόπεδο του  και  όταν φτάσαμε πέσανε πάνω μας οι στρατιώτες που βρωμούσαν αλκοόλ, και ο παπά -  Κύριλλος τους έταξε να τους στείλει ένα γουρουνάκι από την φάρμα της μισσιόνας και  έτσι μας επέτρεψε η πείνα τους να φύγουμε, και σώθηκα.

Η κυβέρνηση του  Ζαΐρ τότε,στο χάρτη Βελγικό Κονγκό,  επέτρεψε στους λευκούς να φύγουν ..κι έστειλαν  οι Βέλγοι πολλά αεροπλάνα να μας μεταφέρουν. Εμείς της ιεραποστολής, και οι τελευταίοι Έλληνες μετανάστες γεννημένοι εκεί,  φύγαμε με το τελευταίο Βελγικό στρατιωτικό αεροπλάνο.
Μέσα μαϊμούδες , παπαγάλοι, τα υπάρχοντά μας, ξάγρυπνοι πρόσφυγες τρομοκρατημένοι και σωσμένοι όταν πια το αεροπλάνο απογειώθηκε. 
Κοιτούσα  διακριτικά την Βελγίδα νεαρή καλόγρια που είχαν ατιμάσει οι Ιθαγενείς αλλά την είχε υποψιάζομαι τιμήσει ο Χριστός. Κι όμως ήταν ήρεμη με το ροζάριο της στο χέρι...τόσο όμορφη.

Ήμουν πρόσφυγας...κι εγώ όπως κι εκείνη, όπως όλοι τότε.
Ξέρεις τι είναι να πέφτουν σφαίρες δίπλα σου;
Να μην ξέρεις αν θα είσαι ζωντανός σε λίγο.
 ή κακοποιημένος,
 γιατί αυτοί οι αντάρτες έρχονταν από τα βουνά και δεν ήξεραν ότι εσύ  ήρθες να βοηθήσεις την πατρίδα τους...ήσουν απλά ο λευκός που πριν πολλά χρόνια ήσουν ο αποικιοκράτης τους.

Για κάποιο λόγο, οποιονδήποτε, ήμουν πρόσφυγας και οπωσδήποτε κάποιους ξεβόλευα  όταν θα έφτανα στην πατρίδα τους , αλλά εγώ και οι άλλοι ταλαιπωρημένοι δεν γνωρίζαμε αν υπήρχαν σκοπιμότητες και αν η Ευρώπη πουλούσε όπλα στους αντάρτες..
η αν θα έπεφτε έξω ο προυπολογισμός των κρατών..γιατί ήμασταν κάποιες χιλιάδες..που είχαμε το θράσος να θέλουμε να σωθούμε.
Οι γονείς μου μάταια επί μήνες γύρευαν νέα μου στην πρεσβεία, ήμασταν χαμένοι, κινητά δεν υπήρχαν.

Προσγειώθηκα στο Μπρανζαβίλ στο διπλανό Γαλλικό Κονγκό και έμεινα μέρες και μέρες εκεί χωρίς να ξέρω που πατώ και που πηγαίνω.
Και μας είχαν σε κάτι αλάνες με πινακίδες refuges  και την μέρα να ψήνεται ο τόπος και κάποιοι Γάλλοι εθελοντές μας προσέφεραν νερό και σάντουιτς και τότε πρωτόμαθα ότι υπάρχουν και οικολογικά σάντουιτς για χορτοφάγους...προχωρημένοι οι Γάλλοι...και θέλαμε να κάνουμε μπάνιο και να μην μπορούμε και οι ώρες ατελείωτες δεν κυλούσε ο χρόνος.
Μαζί μας ήταν κι ένας φουκαράς Κύπριος που είχε έιτζ και σερνόταν... μάθαμε πως πέθανε ένα χρόνο μετά... 

Έδωσε ο Θεός μια μέρα και μας φιλοξένησε για λίγο ένας Γάλλος παντρεμένος με μια Βιετναμέζα, στο σπίτι του και ανασάναμε.

Και σε κάθε θόρυβο δυνατό ξυπνούσα και νόμιζα πως είναι πυροβολισμός.

Και κάποτε επιτέλους οι τελευταίοι Έλληνες πρόσφυγες ανεβήκαμε σ ένα αεροπλάνο και πήγαμε στη Γαλλία και μετά στην Ελλάδα κι όταν πάτησα το πόδι μου στο Ελληνικό στη Γλυφάδα τότε, είπα Ευχαριστώ την οργάνωση των κρατών και τον Θεό.


Έτσι, και γι αυτό δεν μπορώ να είμαι ουδέτερη στο προσφυγικό.
Παίρνω θέση, γιατί το να είμαι ουδέτερος  είναι ατιμωτικό για έναν άνθρωπο.

με εκτίμηση και πόνο

Σοφία Χατζή

No comments:

Post a Comment

Σχόλια